Η εικόνα ενός μοναχού με τσιριχτή φωνή που φωνάζει «έξωωωω» και φαίνεται να χτυπά μια γυναίκα, είναι ασφαλώς αρκετά γαργαλιστική στην αντίληψη μιας κοινωνίας, που ηδονίζεται να παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα, το τι κάνει και τι λέει ο γείτονας, ο συγγενής, κουμπάρος και συγχωριανός.

Πόσω δε μάλλον όταν πρωταγωνιστές τέτοιων περιστατικών είναι άτομα της Εκκλησίας και φορείς εξουσίας. Η πραγματικότητα έχει μετατραπει σε ένα σίριαλ που έχει καθηλώσει την κοινή γνώμη που παρακολουθεί αποσβολωμένη από την μια και από την άλλη, με διάθεση κοινού που περιμένει με αγωνία το επόμενο επεισόδιο της σαπουνόπερας.

Μόνο που αυτό που βλέπει είναι η πραγματικότητα και ο πολλοίς είναι αυτοί που φαίνεται να διεγείρονται στην ιδέα πώς μπορεί να κρυφοκοιτάζουν τις ζωές των άλλων. Όπως τότε που πρωτοπροβλήθηκε στην ελληνική και κυπριακή τηλεόραση το ριάλιτι «Big Brother» καταγράφοντας απίστευτα νούμερα τηλεθέασης και προκαλώντας διάφορες συζητήσεις  για το νέο τηλεοπτικό προϊόν. Το οποίο τι είναι στην ουσία; Μια ομάδα αργόσχολων που κλειδώνεται σε ένα σπίτι με κάμερες που καταγράφουν σχεδόν την κάθε τους κίνηση και εκατομμύρια καθηλώνονται μπροστά από τις οθόνες να τους παρακολουθούν να ξύνονται ή να τσακώνονται και να χαζολογούν.

Αλλά ως κοινωνία, μας διεγείρει η ιδέα της κρυφής παρακολούθησης της ζωής των άλλων και νιώθουμε ικανοποίηση να ασχολούμαστε με τους άλλους παρά με τους εαυτούς μας. Η διαφορά όμως είναι ότι σ’ ένα ριάλιτι, οι πρωταγωνιστές γνωρίζουν τους κανόνες από πριν.

Το θέμα με τις κάμερες και οι διαρροές υλικού από την Μονή Οσίου Αββακούμ είναι πολύ σοβαρό και όσοι δεν τον αντιλαμβάνονται κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου.. Είναι προφανές ότι κάτι πήγαινε λάθος με τη συγκεκριμένη Μόνη. Το αν υπάρχουν οικονομικά σκάνδαλα, εκμετάλλευση πιστών και διάφορά άλλα, είναι ακόμα πιο σοβαρό θέμα.

Εδώ είναι που ξεκινά η ευθύνη της Πολιτείας πρωτίστως και εν συνέχεια  της Εκκλησίας να προστατεύσει τους πολίτες από τον όποιο τσαρλατάνο μπορεί να αυτοπροβάλλεται ως θαυματουργός άγιος και να πουλά τελετές θεραπείας σοβαρών ασθενειών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Εκκλησία έχει σοβαρές ευθύνες επειδή άφησε τα πράγματα να φτάσουν μέχρι εδώ. Ενώ κάποια πράγματα φώναζαν από καιρό.

Η παρουσία όμως καμερών στους χώρους της Μονής και η καταγραφή εικόνας και ήχου, όχι μόνο των μοναχών, αλλά και των χιλιάδων πιστών ή απλών επισκεπτών του χώρου, είναι ένα άλλο τεράστιο ζήτημα.

Απ’ οπού και ως που δηλαδή, να υπάρχει ένα σύστημα παρακολούθησης ανθρώπων σε δημόσιο χώρο, όπως είναι μια Μονή; Και το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι αυτό το υλικό που καταγράφηκε, βρίσκεται σήμερα στην κατοχή κάποιων ατόμων που το διαρρέουν επιλεκτικά. Αυτό προκύπτει τουλάχιστον, μέσα από τα όσα βλέπουμε σχεδόν καθημερινά εδώ και δύο εβδομάδες.

Νομιμοποιείται ο οποιοσδήποτε, να κατέχει προσωπικές στιγμές του οποιουδήποτε; Προσωπική στιγμή, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτή αφορά συμμετοχή κάποιου σε σεξουαλικό όργιο ή προσπάθεια διενέργειας εγκλήματος. Αλλά ακόμα και αν υπήρχαν ερωτικές περιπτύξεις ή οτιδήποτε άλλο, δεν σημαίνει ότι νομιμοποιείται κάποιος να κατέχει αυτό το υλικό για να το χρησιμοποιεί όπως θέλει.

Προσωπική στιγμή όμως είναι και όταν πηγαίνει ο κάθε κατακαημένος αναζητώντας ελπίδα σωτηρίας στο Μοναστήρι. Διότι κάποιος στην απελπισία του, θέλει να πιαστεί από κάπου. Μπορεί εύκολα και να εξαπατηθεί. Δεν σημαίνει όμως ότι θέλει να βλέπει τον εαυτό να γίνεται περίγελος του οποιουδήποτε, είτε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, είτε οπουδήποτε άλλου. Όπως επίσης, ο καθένας μπορεί να πάει σε ένα δημόσιο χώρο, όπως είναι το Μοναστήρι για διάφορους λόγους, σε οποιαδήποτε ώρα και με τον οποιοδήποτε. Γιατί πρέπει αυτή η στιγμή να είναι καταγεγραμμένη και να βρίσκεται στα χέρια του οποιουδήποτε, ο οποίος αύριο να μπορεί να εκβιάζει και να απειλεί;

Έχουμε άραγε αναλογιστεί σαν κοινωνία το πόσο επικίνδυνο είναι όλο αυτό;