Η επανεκκίνηση των συνομιλιών δεν είναι επιλογή πολυτελείας. Είναι η μόνη υπεύθυνη επιλογή για το μέλλον του τόπου.
Η εκλογή του Τουφάν Έρχιουρμαν στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας που η Λευκωσία δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει. Μετά από χρόνια στασιμότητας, σκληρών δηλώσεων, ρητορικής περί δύο κρατών και μιας ατμόσφαιρας βαθιάς δυσπιστίας, η πολιτική πραγματικότητα στις κατεχόμενες περιοχές αλλάζει ρυθμικά αλλά ουσιαστικά. Η ανάδειξη ενός πολιτικού που έχει σταθερά τοποθετηθεί υπέρ της λύσης, υπέρ της πολιτικής ισότητας στο πλαίσιο ομοσπονδίας και υπέρ της επανέναρξης των συνομιλιών από εκεί που σταμάτησαν στο Κραν-Μοντανά, δεν συνιστά απλώς «μια θετική εξέλιξη». Συνιστά τη σημαντικότερη θεσμική μετατόπιση στο Κυπριακό από το 2017.
Παράλληλα, οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή συνθέτουν μια διεθνή πραγματικότητα εξαιρετικά εύθραυστη. Η περιφερειακή ένταση, οι εντεινόμενες συγκρούσεις, η ενεργειακή ρευστότητα, ο ανταγωνισμός επιρροών και η ανάγκη για νέες αρχιτεκτονικές ασφάλειας καθιστούν την Κύπρο όχι περιθώριο αλλά κρίσιμο γεωπολιτικό κόμβο. Σε αυτό το περιβάλλον, η παράταση του αδιεξόδου στο Κυπριακό δεν διασφαλίζει κανέναν· αντιθέτως, υπονομεύει την ασφάλεια και την προοπτική του νησιού.
Γι’ αυτό, σήμερα -και όχι αύριο- η Λευκωσία οφείλει να χαράξει μια στρατηγική επανεκκίνησης των συνομιλιών. Όχι με ρητορικές επιδείξεις, όχι με στείρα επίκληση «καλών προθέσεων», αλλά με συνειδητή, συνετή και ευρωπαϊκά εμπεριστατωμένη διπλωματική δράση.
Κι αυτό διότι, η ανάδειξη Έρχιουρμαν στο πηδάλιο της τ/κης κοινότητας αποτελεί και ευκαιρία αλλά και τεστ αξιοπιστίας για όλη την Κύπρο.
Ο Έρχιουρμαν, ήδη από τις πρώτες του δηλώσεις μετά την εκλογή του, υπενθύμισε το κεντρικό του αξίωμα: χωρίς αποδοχή της πολιτικής ισότητας, λύση ομοσπονδίας δεν υπάρχει. Η θέση αυτή δεν αποτελεί ούτε νέο όρο ούτε απειλή· αποτελεί την επίσημη διαχρονική θέση των Τουρκοκυπρίων από τη δεκαετία του 1990. Αυτό που αλλάζει σήμερα είναι το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου επαναδιατυπώνεται.
Η στάση του Ταγίπ Ερντογάν κατά την πρόσφατη συνάντηση με τον Έρχιουρμαν είναι ενδεικτική. Παρότι επανέλαβε τη γραμμή των «δύο κρατών» ως «ρεαλιστικότερη», απέφυγε -σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, να χαρακτηρίσει την ομοσπονδία νεκρή. Η διαφοροποίηση αυτή, έστω και περιορισμένη, δεν είναι αμελητέα. Σηματοδοτεί ότι το νέο τουρκοκυπριακό ηγετικό σχήμα, σε συνδυασμό με τις νέες διεθνείς πιέσεις, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα διαχειρίζεται δημόσια το Κυπριακό.
Ο Έρχιουρμαν, σε αντίθεση με τον Τατάρ, δεν αντιμετωπίζει το Κυπριακό ως εργαλείο εδραίωσης της διχοτόμησης, αλλά ως πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσα από την κοινή άσκηση εξουσίας σε ομοσπονδιακό πλαίσιο. Το γεγονός ότι θα συναντήσει άμεσα τόσο την Ειδική Απεσταλμένη του ΟΗΕ Μαρία Άγκελα Ολγκίν όσο και πιθανότατα τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, υποδηλώνει πρόθεση για οργανωμένη επανεκκίνηση.
Για τη Λευκωσία αυτή είναι η στιγμή της αλήθειας: αν επιθυμεί πραγματικά λύση, πρέπει να ανταποκριθεί με σοβαρότητα και προετοιμασία. Η Λευκωσία δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί αντιδραστικά. Η κυπριακή κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια θεμελιώδη επιλογή:
- Θα αντιληφθεί το νέο περιβάλλον ως ευκαιρία για αλλαγή, ή θα επιμείνει σε μια γραμμή αναβλητικότητας που έχει αποδειχθεί πολιτικά και διπλωματικά αδιέξοδη;
Η αναβάθμιση των κινήσεων του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη προς την Τουρκία, όπως καταγράφονται στη συνέντευξή του στους Financial Times, δείχνει ότι η Λευκωσία αντιλαμβάνεται τη νέα δυναμική. Η πρόθεσή του να προσκαλέσει τον Ερντογάν ή τον Φιντάν σε άτυπες συνόδους της ΕΕ κατά την επικείμενη κυπριακή Προεδρία του Συμβουλίου, αποτελεί σαφή παραδοχή ότι για να υπάρξει πρόοδος πρέπει να κινητοποιηθούν οι ευρωπαϊκοί μοχλοί πίεσης και επιρροής. Η ΕΕ είναι ο μόνος διεθνής δρων που μπορεί να προσφέρει στην Τουρκία κίνητρα που μεταβάλλουν το πολιτικό της κόστος:
- θετικά στον τομέα της οικονομίας,
- θετικά στο εμπόριο και τις θεωρήσεις,
- θετικά στον γεωπολιτικό διάλογο.
Και είναι ακριβώς η ΕΕ που μπορεί να διασφαλίσει ότι μια συμφωνία λύσης θα είναι λειτουργική και συμβατή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Άρα, η επιλογή Χριστοδουλίδη να μετατρέψει την κυπριακή προεδρία σε ευρωπαϊκή γέφυρα δεν είναι απλώς αισιόδοξη· είναι στρατηγικά ορθή. Όμως, για να έχει αποτέλεσμα χρειάζεται συνέπεια, καθαρό μήνυμα και προσεκτική αποφυγή της παλιάς νοοτροπίας που αντιμετώπιζε το Κυπριακό ως πεδίο «αντίστασης» και όχι ως εργαλείο εξεύρεσης βιώσιμης ασφάλειας για τον κυπριακό λαό.
Από τη Γάζα μέχρι τον Λίβανο, από τη Συρία μέχρι τη Διώρυγα του Σουέζ, η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε τροχιά αστάθειας. Η Ανατολική Μεσόγειος, γεμάτη ανταγωνισμούς για ενεργειακές οδεύσεις, στρατιωτικές παρουσίες και νέες συμμαχίες, έχει μετατραπεί σε χώρο υπερσυγκέντρωσης αντιτιθέμενων συμφερόντων. Μέσα σε αυτή τη γεωπολιτική καταιγίδα, η Κύπρος δεν έχει στρατηγικό όφελος να υιοθετεί στάση απομόνωσης ή ηθικής υπεροψίας.
Η επιλογή της «επίδειξης δύναμης» -ρητορικής ή συμβολικής- είναι εκτός πραγματικότητας. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα· έχει ανάγκη να διασφαλίσει την ασφάλεια και τη μελλοντική της ευημερία. Και αυτό σήμερα περνά μέσα από την οικοδόμηση ενός περιφερειακού πλαισίου συνεργασίας που να στηρίζεται σε:
- ευρωπαϊκή εμπλοκή
- διπλωματική συνδιαλλαγή
- οικονομικές συνέργειες
- σταθερές δομές ασφάλειας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η λύση του Κυπριακού δεν είναι «διμερής διαπραγμάτευση»· είναι κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής σταθεροποίησης της περιοχής. Η ειρήνη στην Κύπρο μπορεί να προσφέρει:
- α) ασφαλέστερες ενεργειακές οδεύσεις,
- β) ευρωπαϊκή στήριξη στις σχέσεις ΕΕ–Τουρκίας,
- γ) πρότυπο συνύπαρξης σε μια περιοχή συγκρουσιακή,
- δ) μηχανισμό ανάσχεσης εντάσεων.
Η Κύπρος έχει τη δυνατότητα να καταστεί καταφύγιο ειρήνης και προόδου, αρκεί να το αποφασίσει. Καίριο ζήτημα σε αυτό το στοίχημα είναι η άμεση επανεκκίνηση των συνομιλιών από εκεί που σταμάτησαν στο Κραν-Μοντανά χωρίς νέους όρους.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης δήλωσε ότι οι συνομιλίες πρέπει να συνεχιστούν από εκεί που σταμάτησαν το 2017. Αυτό αποτελεί ρεαλιστική και διεθνώς αποδεκτή θέση. Η λύση της ΔΔΟ δεν είναι «παρωχημένο μοντέλο», όπως διατείνονται ορισμένοι· παραμένει η μόνη συμφωνημένη βάση ΟΗΕ, ΕΕ και των δύο πλευρών. Εξίσου σημαντική κίνηση θα είναι μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία εμπιστοσύνης με ανταλλάγματα. Μικρά αλλά ουσιαστικά βήματα, όπως:
- φιλελευθεροποίηση θεωρήσεων για Τούρκους επιχειρηματίες,
- άνοιγμα λιμανιού της Τουρκίας σε κυπριακά πλοία,
- οικονομικά προγράμματα εντός ΕΕ που να στοχεύουν και στις δύο κοινότητες μπορούν να μειώσουν την καχυποψία και να δημιουργήσουν αμοιβαίο όφελος.
Ακόμα η Λευκωσία οφείλει να αποφύγει την παλιά παγίδα: την εσωτερική αντιπαράθεση που μετατρέπει το Κυπριακό σε κομματικό πεδίο. Η κοινωνία χρειάζεται ενημέρωση, σαφήνεια και σχέδιο. Η πολιτική ηγεσία πρέπει να λειτουργήσει ενωμένα, όχι διχαστικά καθότι η ιστορία δεν μπορεί άλλο να περιμένει, καθώς οι φορείς που την κουβαλάνε στη μνήμη τους πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο…
Η νέα συγκυρία στο Κυπριακό δεν εγγυάται επιτυχία· προσφέρει όμως μια πραγματική ευκαιρία. Ο Έρχιουρμαν δεν είναι πανάκεια· είναι όμως συνομιλητής που μπορεί να οδηγήσει σε προοδευτικές εξελίξεις. Η διεθνής συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή, αλλά είναι πιεστική, και η πίεση αυτή μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά. Η Κύπρος δεν πρέπει να παραμείνει παγιδευμένη στον φόβο της αλλαγής. Πρέπει να υιοθετήσει μια στρατηγική που θα την καταστήσει: αξιόπιστο ευρωπαϊκό εταίρο,γέφυρα διαλόγου με την Τουρκία, εγγυητή σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, και παράδειγμα ειρηνικής συνύπαρξης σε μια ταραγμένη περιοχή.
Η επανεκκίνηση των συνομιλιών δεν είναι επιλογή πολυτελείας. Είναι η μόνη υπεύθυνη επιλογή για το μέλλον του τόπου.