Στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου οι ηγέτες του Δημοκρατικού Συναγερμού και του ΑΚΕΛ έδωσαν ένα πρώτο δείγμα του πως θα πορευθούν προς τις βουλευτικές εκλογές της 24ης Μαΐου 2026. Διμέτωπη μάχη, απέναντι στην κυβέρνηση Χριστοδουλίδη και μεταξύ τους για τον τίτλο της «πραγματικής αντιπολίτευσης».

Μέσα σε ένα περιβάλλον έντονης αμφισβήτησης της πολιτικής και κυρίως των παραδοσιακών κομμάτων, τόσο η Αννίτα Δημητρίου όσο και Στέφανος Στεφάνου ήταν προσεκτικοί κατά τις ομιλίες τους (το Σάββατο και την Κυριακή αντίστοιχα) ως προς τους στόχους των κομμάτων τους σ’ αυτές τις εκλογές.  Επιμελώς αποφεύγουν αναφορές οι οποίες θα τους εγκλωβίσουν σε κατοπινό στάδιο, είτε προεκλογικά αλλά κυρίως την επομένη των εκλογών.

Το Σάββατο η πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Αννίτα Δημητρίου, εξαπέλυσε διμέτωπη επίθεση τόσο κατά της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη όσο και κατά του ΑΚΕΛ. Επεσήμανε χαρακτηριστικά πως το διακύβευμα των εκλογών «δεν είναι η εκλογική νίκη, είναι το μέλλον της χώρας».

Η Α. Δημητρίου χαρακτήρισε τον ΔΗΣΥ ως την «μόνη μεγάλη, σοβαρή και υπεύθυνη πολιτική δύναμη»  απέναντι στα κρίσιμα διλήμματα που έθεσε: «Λαϊκισμός ή σοβαρότητα; Ισοπέδωση ή πολιτικός σχεδιασμός;». Κατηγόρησε την κυβέρνηση για «κρυψίνοια και φοβικότητα» , ενώ άσκησε κριτική στο ΑΚΕΛ για χρήση πρακτικών που οδηγούν σε «διαστρεβλώσεις και αβάσιμες καταγγελίες». Προειδοποίησε επίσης για την άνοδο της ακροδεξιάς και την εμφάνιση νέων μικρών κομμάτων που εκφράζουν «προσωπικές επιδιώξεις».

Ο ΔΗΣΥ, σύμφωνα με την πρόεδρο του, συνεχίζει να αποτελεί «ανάχωμα στην παρακμή και τον λαϊκισμό» και επιδιώκει να αντιστρέψει την αίσθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει», μια αίσθηση που, όπως είπε, τροφοδοτεί την τάση τιμωρίας του πολιτικού συστήματος προς όφελος των «δημαγωγών».

Την Κυριακή, ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ, Στέφανος Στεφάνου, έθεσε ως βασικό στόχο του κόμματός τους την «ενίσχυση της δύναμής μας στη βουλή και στο λαό». Το ΑΚΕΛ επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών, εμφανιζόμενο ως η «υπεύθυνη και αποτελεσματική αντιπολίτευση απέναντι στην αναποτελεσματική διακυβέρνηση Χριστοδουλίδη».

Ο Στ. Στεφάνου υποστήριξε ότι η επίτευξη του στόχου είναι εφικτή, καθώς ο κόσμος «εκτιμά και αναγνωρίζει τη συνεχή και συνεπή προσπάθεια και δουλειά του ΑΚΕΛ… προς όφελος της κοινωνίας και των απλών ανθρώπων». Κατηγόρησε ευθέως την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη για «παταγώδη διάψευση των προσδοκιών» και την αποτυχία να προσφέρει λύσεις, τονίζοντας πως «χωρίς πολιτικές θέσεις και προτάσεις υπέρ των πολλών… τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν».

Για να επιτύχει τον στόχο του, το ΑΚΕΛ παρουσίασε ένα ανανεωμένο όπως ανέφερε κ αι ο κ. Στεφάνου, ψηφοδέλτιο που στοχεύουν προς την ευρύτερη κοινωνία. Ο μέσος όρος ηλικίας των υποψηφίων είναι τα 43 χρόνια , ενώ το 70% των υποψηφίων (39 από τους 56) διεκδικούν για πρώτη φορά. Τα στοιχεία αυτά σηματοδοτούν ότι για το ΑΚΕΛ οι εκλογές αποτελούν «την αφετηρία για μετάβαση σε μια νεότερη γενιά» , με την ανανέωση να είναι «συνεχής και εφαρμόζεται στην πράξη». Τα ψηφοδέλτια συνδυάζουν «τη γνώση της εμπειρίας με τον ενθουσιασμό της νέας γενιάς». Επιπλέον, η συμμετοχή των γυναικών άγγιξε το 38% (21 από τις 56), γεγονός που αποτελεί σαφή βελτίωση σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.

Οι τοποθετήσεις των δύο αρχηγών καταδεικνύουν πως οι επόμενες εκλογές θα κριθούν πάνω σε δύο επίπεδα: Στο πως οι πολίτες αξιολογούν την κυβέρνηση (ασχέτως εάν δεν είναι προεδρικές αλλά βουλευτικές) και τον ποιο από τους δύο πόλους θα επιλέξουν οι πολίτες προκειμένου να ηγηθεί της αντιπολίτευσης.

Το ΑΚΕΛ προτάσσει τον κοινωνικό αγώνα και εστιάζει την ανανέωση, ενώ ο ΔΗΣΥ επικαλείται τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα διεκδικώντας τη στήριξη των πολιτών. Οι δύο ηγέτες μιλούν για τους στόχους και όχι για την πρωτιά. Πλην όμως το στοίχημα των εκλογών για ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ παραμένει η πρωτιά, η οποία θα συνδυαστεί και με τον άτυπο τίτλο της «αξιωματικής αντιπολίτευσης», που αμφότεροι διεκδικούν με ένταση και πάθος.