Στην αρχή είναι πάντα μια γειτονιά. Τα σπίτια, οι πολυκατοικίες, οι κήποι, οι μυρωδιές, οι φωνές, οι ομιλίες. Οι κεραμιδόγατες που τριγυρνούν στο σκοτάδι, με φωσφορίζοντα μάτια και που ξυπνάνε τα σκυλιά, που αλυχτούν μες στη νύχτα. Η κάθε γειτονιά έχει τη φυσιογνωμία της. 
Η δικιά μου ήταν στο κέντρο της πόλης και, όπως για κάθε παιδί, αποτελούσε το κέντρο του κόσμου μου. 

Τον κύριο Παναγιώτη τον ήξερα από τότε που άρχισα να θυμάμαι. Δεν έμαθα ποτέ το επίθετό του, δεν χρειαζόταν να έχει επίθετο, γιατί ήταν απλά ο γείτονάς μου, ο Παναγιώτης της Έρσης. Πάντα γαλήνιος, ευγενικός, λιγομίλητος, μας καλημέριζε με ένα μειλίχιο χαμόγελο. Την ώρα που εμείς πηγαίναμε σχολείο, οι πατεράδες μας στη δουλειά και οι γυναίκες με τις ρόμπες τους σκούπιζαν τα πεζοδρόμια, πιάνοντας την πρωινή κουβέντα, αυτός επέστρεφε από τη δουλειά του, αφού έκανε πάντοτε νυκτερινή βάρδια. 

Τον ελεύθερό του χρόνο, δεν πήγαινε σε καφενεία ή στο γήπεδο, όπως οι άλλοι άντρες που γνωρίζαμε, αλλά στο περιβόλι του, το οποίο δεν ξέραμε πού βρισκόταν, πράγμα που το έκανε ακόμη πιο μαγικό. Φτιάχναμε εικόνες με το μυαλό μας, ανάλογα με τα φρούτα και τα λαχανικά που εναπόθετε συχνά έξω από την πόρτα μας. «Ήρτεν πάλε ο κύριος Παναγιώτης» λέγαμε, ενώ απολαμβάναμε, τα σύκα, τους ανθούς, το φασολάκι, τα ρόδια και τόσα άλλα εποχικά. Όλοι στη γειτονιά αγαπούσαμε τον κύριο Παναγιώτη κι αυτός εμάς. Το νιώθαμε κι ας μην είχαμε ποτέ ανταλλάξει κουβέντα μαζί του, πέραν του «Καλημέρα» και του «Καλά, εσείς;». Λόγω του ότι ήταν λιγομίλητος και σιωπηλός, κάποιοι έλεγαν πως είχε πιει «το αμίλητο νερό». 

Εγώ μικρό παιδί, φανταζόμουνα πως σε κάποια πηγή θα έσκυψε να ξεδιψάσει και μια Ανεράδα μετέτρεψε το νερό σε αμίλητο και τον ίδιο σε λιγομίλητο. Γι’ αυτό και κρατούσε μέσα του, τις σκέψεις, τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις ανησυχίες του, για την Κύπρο, αλλά και τον κόσμο. Όπως και τις απίστευτες γνώσεις του για τόσα θέματα. 

Όλα αυτά τα ανακάλυψα και τα δέχθηκα γενναιόδωρα όταν στο σπίτι μας, μετά από μια περιπέτεια υγείας, αυτός ήταν παρών όσο λίγοι άλλοι. Στην αυλή του πατρικού μου, κάτω από τις πορτοκαλιές, με καφέδες και δροσερές λεμονάδες, ανακάλυψα τον φιλόσοφο που έκρυβε μέσα του, μα και τον πολιτικό, τουλάχιστον όπως θα έπρεπε να είναι οι πολιτικοί. 
Ξεχύθηκε το πηγαίο, υπόγειο του χιούμορ και συνειδητοποίησα για ακόμα μια φορά πως η σιωπή είναι συχνά χρυσός και «τα πολλά λόγια εν φτώσεια».

Όπως έλεγε ένα γαλλικό, μεσαιωνικό ρητό:«Η καρδιά ενός ανθρώπου αξίζει όλο το χρυσάφι του κόσμου».
Έτσι και με τον κύριο Παναγιώτη, τον άγνωστο μα αγαπημένο γείτονα που άφησε το περιβόλι, την οικογένεια, τη γειτονιά και τα εγκόσμια, για τον αιώνιο ύπνο και τη σιωπή κάτω από τις ροδοδάφνες και τα κυπαρίσσια που δροσίζονται από το αμίλητο νερό. Στην αρχή είναι πάντα ένας δρόμος. Εκεί που ο δρόμος τελειώνει, αρχίζουν οι εξομολογήσεις και οι θύμησες. 

«Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας με γνώριζε …»

(Μανόλης Αναγνωστάκης) 

Εικονογράφηση: Τοιχογραφία (λεπτομ.), Villa di Livia, (Museo Nazionale, Roma)