Η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί για πολλές δεκαετίες κύριο θέμα συζήτησης ανάμεσα στον ακαδημαϊκό κόσμο, στους πολιτικούς, στις χρηματοοικονομικές αγορές και στους πολίτες. Η δημοσιονομική πολιτική αφορά τις δαπάνες και τα έσοδα του κράτους. Καταπιάνεται με τις λειτουργικές δαπάνες, τις κοινωνικές και τις αναπτυξιακές, και με την είσπραξη των εσόδων για χρηματοδότηση των εν λόγω εξόδων. Γίνεται συζήτηση για την ιδεατή κατανομή των δαπανών και των φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Μιλούμε για πλεονασματικούς προϋπολογισμούς και για ελλειμματικούς και για το ύψος και τη μορφή του δημόσιου χρέους που απαιτείται για την κάλυψη των ελλειμμάτων. Μελετούμε τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία για την κάθε δημοσιονομική επιλογή.

Ο στόχος του άρθρου αυτού δεν είναι, ούτε και θα μπορούσε να είναι, η ανάλυση της ακαδημαϊκής συζήτησης και των ακολουθητέων δημοσιονομικών πολιτικών. Ούτε και επιχειρείται αξιολόγηση του προϋπολογισμού του 2023, που συζητείται την περίοδο αυτή στην κυπριακή Βουλή. Το άρθρο περιορίζεται στην παρουσίαση δύο πτυχών που αφορούν τη δημοσιονομική κατεύθυνση στην Κύπρο του σήμερα. Εστιάζεται στο όφελος που προκύπτει από την ενίσχυση των αποθεματικών του κράτους και από την επένδυση (δαπάνη) για τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.

 

Τα σημερινά δεδομένα

Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, η δημοσιονομική θέση του 2022 αναμένεται να είναι πλεονασματική και ο προϋπολογισμός για το 2023 έχει σχεδιαστεί με στόχο δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους €463,3 εκ. ή 1,7% σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος εκτιμάται στο 89,3% του ΑΕΠ, με προβλεπόμενη μείωση στο 83,3% – το ύψος του χρέους εξακολουθεί να είναι υψηλό, εξαιτίας των προηγουμένων κρίσεων, όμως η πορεία είναι πτωτική, λόγω της θετικής οικονομικής ανάπτυξης και των πλεονασματικών προϋπολογισμών.

Από τη μακροοικονομική σκοπιά, η πορεία των δημόσιων οικονομικών είναι υγιής και κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεδομένης της θετικής πορείας του ΑΕΠ και της υπερθέρμανσης της οικονομίας, δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρό επιχείρημα για τη δημιουργία ελλειμμάτων και αύξησης των δαπανών. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να συμβαδίζει με τη νομισματική πολιτική, που είναι περιοριστική και η οποία υλοποιείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Τα δημοσιονομικά μέτρα για αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ακρίβειας πρέπει να είναι στοχευμένα και όχι οριζόντια, αφού κάτι τέτοιο θα συνέτεινε στην περαιτέρω αύξηση των τιμών και ενδεχόμενα στη δημιουργία ελλειμμάτων.

Μεσοπρόθεσμα, η αυστηρή συγκράτηση των δημόσιων δαπανών, η σωστή κατανομή τους και ο εκσυγχρονισμός του φορολογικού πλαισίου θα πρέπει να στοχεύουν στη συνεχή βελτίωση των δημοσιονομικών και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η Κύπρος είναι χώρα υψηλού μακροοικονομικού ρίσκου. Η βιωσιμότητα, η οικονομική ευημερία και η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους επιτυγχάνεται με την υλοποίηση συνετών δημοσιονομικών πολιτικών.

 

Δημοσιονομική πολιτική ως ασφαλιστική κάλυψη

Η μικρή και ανοικτή οικονομία της Κύπρου είναι ευάλωτη σε ενδογενείς και σε εξωγενείς κινδύνους. Ο συνδυασμός του μικρού μεγέθους της οικονομίας, της περιορισμένης διασποράς των πηγών παραγωγής και των στρεβλώσεων που χαρακτηρίζουν την κυπριακή οικονομία έχουν σαν αποτέλεσμα την κατάταξη της χώρας στην 26η θέση από τους 27 της Ευρώπης, ως προς τους δείκτες φερεγγυότητας. Οι πλείστοι οίκοι αξιολόγησης κατατάσσουν τη χώρα μας στα τελευταία σκαλιά της επενδυτικής βαθμίδας, σκαρφαλώνοντας σταδιακά από τις κατώτατες μη-επενδυτικές βαθμίδες, που καταγράφηκαν κατά την εποχή της κρίσης 2012-2013. Παρά την ουσιαστική πρόοδο που έχει επιτευχθεί, το αξιόχρεο της χώρας μας παραμένει χαμηλό και κατ’ επέκταση το κόστος δανεισμού υψηλότερο από τους πλείστους Ευρωπαίους εταίρους – κατ’ ακρίβεια είναι το δεύτερο πιο υψηλό (κάτι που εντείνεται και λόγω της χαμηλότερης εμπορευσιμότητας των ομολόγων μιας μικρής χώρας). Αυτό εκθέτει την οικονομία σε αυξημένο μακροοικονομικό ρίσκο και δυνατό να υποσκάψει την προσπάθεια για βιώσιμη ανάπτυξη. Σε δυσμενείς συνθήκες, κατά τις οποίες οι χρηματοοικονομικές αγορές στερεύουν, τα πρώτα θύματα είναι οι ολιγότερο αξιόχρεες χώρες, στη βάση των αξιολογήσεων από τους οίκους – είτε αυτοί έχουν λάθος, είτε όχι. 

Η φρόνιμη δημοσιονομική πολιτική σε μακροπρόθεσμη βάση μειώνει τους κινδύνους για την οικονομία, με θετικές επιπτώσεις για το αξιόχρεο της χώρας. Η δε άνοδος των αποθεματικών μέσω των πλεονασματικών προϋπολογισμών και άλλων πόρων, αποτελεί και ενισχύει την ασφαλιστική κάλυψη για την οικονομία. Η ‘πλεονασματική φορολογία’ είναι η πληρωμή του ασφαλίστρου για την κάλυψη της ζημιάς που ενδεχόμενα να προκύψει από υπερβολικές οικονομικές διακυμάνσεις. 

Η περαιτέρω μείωση του μακροοικονομικού ρίσκου προκύπτει από τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Η δυνατότητα απορρόφησης των κραδασμών μέσα από συνετές δημοσιονομικές προσεγγίσεις και βιώσιμες αναπτυξιακές πολιτικές, οδηγεί στην αναβάθμιση της οικονομίας, τόσο από την σκοπιά των οίκων αξιολόγησης, όσο και από την σκοπιά των επενδυτών πρωτογενών κεφαλαίων.

 

Δημοσιονομική πολιτική ως καταλύτης για τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης 

Οι οίκοι αξιολόγησης εντοπίζουν ελλιπή διασπορά της παραγωγικής βάσης, κάτι που οδηγεί σε αυξημένο μακροοικονομικό κίνδυνο μέσα από την υπερ-εξάρτηση από μικρό αριθμό τομέων της οικονομίας. Αυτό δεν αποτελεί είδηση. Είναι κάτι που χαρακτηρίζει την κυπριακή οικονομία, και άλλες μεγαλύτερες, για πολλές δεκαετίες. 

Η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Κατ’ αρχάς, δεν είναι από όλους αποδεκτό ότι το κράτος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να εξεύρει και να υποδείξει συγκεκριμένους υποσχόμενους τομείς. Γίνεται ο ισχυρισμός ότι αυτή η επιλογή θα πρέπει να αφεθεί στην ελεύθερη αγορά, δηλαδή στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στον επιχειρηματικό κόσμο.

Από την άλλη, εξαιτίας των στρεβλώσεων και των εμποδίων που χαρακτηρίζουν μια μικρή οικονομία, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να θεσπίσει πλαίσιο κινήτρων για την ανάπτυξη εκείνης της οικονομικής δραστηριότητας που κατά την κρίση της θα επιφέρει τα μεγαλύτερα οφέλη για την οικονομία. Αυτά δηλαδή που αναμένεται να έχουν πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα και που θα οδηγήσουν σε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η οικονομική έρευνα και η επιστημονική συμμετοχή για την επιλογή των βέλτιστων προτάσεων θα ήταν καλοδεχούμενη και σημαντική.

Δεδομένης της γενικότερης κατεύθυνσης της οικονομίας και του αναπτυξιακού μοντέλου, όπως αυτά περιγράφονται στο Όραμα 2035’, η ενισχυόμενη από τα ευρωπαϊκά κονδύλια δημοσιονομική πολιτική μπορεί να αποτελέσει τον καταλύτη για ουσιαστική μετάβαση σε μια διαφοροποιημένη, μια πιο διευρυμένη και μια πιο εξωστρεφή οικονομία, για απόκτηση οικονομιών κλίμακας. Παράλληλος στόχος πρέπει να είναι η εξεύρεση νέων αγορών και προορισμών – στόχος, η μεγέθυνση της πίτας και ο διαχωρισμός της σε περισσότερους τομείς.

*  Οικονομολόγος, μέλος επιτελείου υποψήφιου Προέδρου Ν. Χριστοδουλίδη