
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει στην ακαδημία αλλά και ευρύτερα μια σημαντική συζήτηση για αυτό που έχει ονομαστεί «επισφαλής εργασία». Έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί για την επισφαλή εργασία, με το συνηθέστερο να κάνει λόγο για μια άτυπη μορφή απασχόλησης που διαφέρει από την πλήρη, σταθερή, και κοινωνικά προστατευμένη απασχόληση από έναν και μόνο εργοδότη – κάτι που ήταν μέχρι πρόσφατα δεδομένο για ένα μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων στις αναπτυγμένες Δυτικές κοινωνίες. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στην επισφαλή εργασία, αναφερόμαστε σε ανασφαλείς σχέσεις εργασίες συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής, περιστασιακής, και ορισμένου χρόνου εργασίας, το συμβόλαιο μηδενικών ωρών (δηλαδή συνηθώς εργασίες όπως μεταφραστής όπου εργάζεσαι «με το κομμάτι»), την εργασία σε πλατφόρμες, τα ελεύθερα επαγγέλματα και την αυτοαπασχόληση. Με έναν ευρύτερο ορισμό, η επισφαλής εργασία συμπεριλαμβάνει χαμηλή εργασιακή κοινωνική προστασία, έλλειψη εκπαίδευσης και εξέλιξης, μεγαλύτερη έκθεση σε επαγγελματικούς κίνδυνους, και χαμηλό εργασιακό στάτους. Τέλος, κάποιοι ερευνητές εισηγούνται να δούμε την επισφάλεια πέρα από την απασχόληση – έτσι ο όρος διευρύνεται ακόμα περισσότερο – προσθέτοντας τομείς της κοινωνικής ζωής όπως τη στέγαση, την κοινωνική πρόνοια και τις προσωπικές σχέσεις.
Σε αυτό το σύντομο κείμενο θα ήθελα να συνοψίσω την πολύ σημαντική μελέτη των Annie Irvine και Nikolas Rose που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Work, Employment and Society. Σίγουρα δεν είναι δυνατόν, αλλά ούτε και χρειάζεται, να αναπαράγουμε, όλα τα πορίσματα και τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται σε αυτήν την μελέτη. Οι Irvine και Rose έκαναν μια συστηματική μελέτη γύρω από την επισφαλή εργασία, χρησιμοποιώντας 32 ποιοτικές έρευνες οι οποίες δημοσιεύτηκαν μεταξύ του 2004 και του 2021 και αφορούσαν εργαζόμενους των αναπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Πριν προβούμε όμως στην παρουσίαση των κύριων πορισμάτων της μελέτης, για σκοπούς μεθοδολογίας, πρέπει να πούμε ότι η ψυχική υγεία ορίζεται σύμφωνα με γενικώς αποδεκτά διαγνωστικά κριτήρια και ότι οι υπό μελέτη έρευνες στηρίχτηκαν στις αυτοαξιολογήσεις των συμμετεχόντων.
Τα κύρια, λοιπόν, πορίσματα της μελέτης είναι ότι (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) οι επισφαλείς εργαζόμενοι:
Συχνά καταλήγουν να χρεώνονται, ζητούν χρήματα από συγγενείς ή γνωστούς, και το χρηματοοικονομικό τους μέλλον (σύνταξη, απόκτηση κατοικίας, αποταμίευση) χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια.
Εργάζονται παρ’ ότι έχουν προβλήματα υγείας ή τραυματισμούς, με συνέπεια αυτά συχνά να χειροτερεύουν. Αυτό είτε γιατί δεν έχουν χρόνο είτε γιατί δεν έχουν ασφάλεια υγείας ή πρόσβαση σε δωρεάν υπηρεσίες υγείας.
Είναι συνεχώς διαθέσιμοι γιατί φοβούνται να απορρίψουν προτάσεις εργασίας (προφανώς και εισόδημα) και αυτό επιφέρει απομόνωση και εξασθένιση των κοινωνικών δικτύων τους.
Αντιμετωπίζουν εντάσεις στις οικογενειακές τους σχέσεις, εξαρτώνται (κυρίως από τους γονείς τους) και νιώθουν ότι έχουν γίνει ξανά «βρέφη». Οι γυναίκες είναι πιθανότερο να κάνουν ή να παραμείνουν σε βλαβερές σχέσεις.
Βιώνουν «διαταραχή» στη βιογραφία τους, δηλαδή δεν γνωρίζουν πότε θα φύγουν από το σπίτι των γονιών τους, θα αποκτήσουν δική τους κατοικία, θα παντρευτούν ή θα γίνουν γονείς.
Δεν μπορούν να προσφέρουν στην κοινότητα (κυρίως μέσω εθελοντισμού).
Μετακομίζουν συχνά, λόγω προσωρινών και περιστασιακών εργασιών, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να «ριζώσουν» σε μια κοινότητα. Αυτό οδηγεί σε απομόνωση και έλλειψη κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Συχνά αντιμετωπίζονται από τους μόνιμους εργαζόμενους με επιθετικότητα (bullying και διακρίσεις).
Εργάζονται υπερβολικά προσπαθώντας να αποδείξουν στους εργοδότες την αξία τους.
Παρ’ ότι η επισφαλής εργασία δεν οδηγεί απαραίτητα σε προβλήματα ψυχικής υγείας (με την αυστηρά κλινική έννοια ή όχι), αυτά τα πορίσματα επιβεβαιώνουν τον συσχετισμό μεταξύ εργασιακών και κοινωνικών προβλημάτων και ψυχικής οδύνης· εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι οι συμμετέχοντες ανέφεραν άγχος, κατάθλιψη, πνευματική εξάντληση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, εκνευρισμό, απελπισία, θυμό, ενοχές, απαισιοδοξία, πεσμένο ηθικό, και έλλειψη εκπλήρωσης. Όπως λένε και οι ίδιοι οι συγγραφείς, αυτά τα πορίσματα πρέπει να προβληματίσουν και ελπίζουν ότι θα οδηγήσουν σε ένα διάλογο μεταξύ ακαδημαϊκών, υπεύθυνων χάραξης πολιτικών και εργοδοτών.
Θα προσθέταμε ότι η εξατομίκευση των προσωπικών προβλημάτων και της επακόλουθης ψυχικής οδύνης οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο καθώς ρίχνει όλη την ευθύνη στο άτομο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει (και που συχνά είναι πέραν του ελέγχου του), ενώ θα έπρεπε να εξετάζουμε τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που προκαλούν τα προβλήματα και να προσπαθούμε να τις αλλάξουμε, να μεταφέρουμε την ευθύνη στις ευρύτερες κοινωνικές δομές εντός των οποίων το άτομο υπάρχει και δρα.
*Λέκτορας Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανωσιακής Θεωρίας, CTL Eurocollege