
Είναι πασίγνωστο ότι το κυπριακό Σύνταγμα δεν έτυχε της εγκρίσεως του κυπριακού λαού. Τέτοια έγκριση είναι απαραίτητη για να αποκτά το Σύνταγμα νομική ισχύ. Αυτό αναφέρουν όλα τα συγγράμματα συνταγματικού δικαίου. Το κυπριακό Σύνταγμα είναι προϊόν της συμφωνίας της Ζυρίχης η οποία έγινε μεταξύ εκπροσώπων της Ελλάδας και της Τουρκίας, δηλαδή του πρωθυπουργού κ. Κωνσταντίνου Καραμανλή και του πρωθυπουργού κ. Αντνάν Μεντερές χωρίς συμμετοχή έστω ενός Κύπριου εκπροσώπου. Είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών τους για την εν λόγω Συμφωνία ο Καραμανλής ενημέρωνε σποραδικώς και σε συντομία τον Αρχιεπίσκοπο Γ’, ο οποίος συνοδευόταν από τον Μιχαήλ Πισσά. Δηλαδή δεν τηρήθηκαν καν τα προσχήματα πλήρους ενημέρωσης του κυπριακού λαού και ούτε υπήρξε συνταγματολόγος για να προστατεύσει με την γνώμη του τα συμφέροντα της Κύπρου. Ο Μακάριος είχε μεν οπαδούς ένα μεγάλο αριθμό του κυπριακού λαού αλλά δεν δικαιούταν να επιβάλει ένα σύνταγμα στο λαό. Συμφώνησε μεν κατόπιν πίεσης του Καραμανλή στο Λονδίνο, ο οποίος απείλησε τον Μακάριο ότι θα αποσύρει την υποστήριξη του προς εμάς διότι η Ελλάδα δεν μπορεί να μην τιμήσει την υπογραφή της. Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του είναι θέμα της ιστορίας. Προσωπικά πιστεύω ότι έσφαλλε.
Το θέμα που εγείρεται είναι κατά πόσον ένα τέτοιο Σύνταγμα που η βάση του έγινε, όπως, έχω εξηγήσει πιο πάνω και που οι λεπτομέρειες του επεξεργάστηκαν αργότερα από μια επιτροπή Κυπρίων μη εκλεγμένων από τον λαό αλλά διορισμένων από τον Μακάριο μαζί με ένα συνταγματολόγο τον Θεμιστοκλή Τσάτσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι απέκτησε εγκυρότητα. Η προσωπική μου γνώμη είναι αρνητική. Εκείνο το οποίο έχει επιτευχθεί είναι μία ανοχή των Ελληνοκυπρίων που ενισχύθηκε λόγω της προσωπικότητας του Μακαρίου, λόγω της πίεσης της Ελλάδος και του φόβου αντιδράσεως της Τουρκίας. Αυτό δεν σημαίνει νομιμοποίηση του Συντάγματος.
>Ξεχωρίζει από όλα τα συντάγματα
Όπως είπε ο διάσημος καθηγητής De Smith: «Το Σύνταγμα της Κύπρου είναι ενδεχομένως το πιο άκαμπτο στον κόσμο. Είναι χωρίς αμφιβολία το πιο λεπτομερές και το πλέον περίπλοκο. Φέρει τα βαρίδια ελέγχων και ισορροπιών, διαδικαστικών και ουσιαστικών δικλείδων ασφαλείας, εγγυήσεων και απαγορεύσεων. Διακρίνεται από έναν ανεξέλεγκτο συνταγματισμό, που συμβαδίζει χέρι – χέρι με τον κοινοτισμό. Η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας καλείται να εκτελέσει το έργο της, ωστόσο σε καμία άλλη περίπτωση οι συντάκτες ενός συντάγματος δεν έχουν θέσει τόσο τρομακτικά εμπόδια στους εκλελεγμένους αντιπροσώπους μιας πολιτικής πλειοψηφίας.
Μέσα από τη μοναδικότητα που το χαρακτηρίζει όσον αφορά τη δαιδαλώδη πολυπλοκότητα και την πληθώρα των ασφαλιστικών δικλείδων που παρέχει στην κύρια πλειοψηφία, το Σύνταγμα της Κύπρου ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα συντάγματα του κόσμου. Δύο έθνη συμβιώνουν στη σκιά του, σε μια αμήχανη αντιπαράθεση, χωρίς να γνωρίζουν κατά πόσον αυτή η δομή με την τόσο εύθραυστη ισορροπία πρόκειται να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή».
Πράγματι ένα τέτοιο σύνταγμα ήταν αδύνατο να λειτουργήσει για ένα σωστό κράτος. Και στην πράξη δεν λειτούργησε. Σε λίγα χρόνια κατέρρευσαν οι βασικές του δομές και χρειάστηκε να γίνουν καινούργιες προσωρινές διατάξεις βάσει νομοθεσίας για να μπορέσει ο κυπριακός λαός να κυβερνηθεί.
Υπεύθυνοι για αυτή την καταστροφική λύση ήταν βασικά ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κ. Καραμανλής, ο οποίος ενήργησε επιπόλαια για ένα τόσο σοβαρό θέμα χωρίς την καθοδήγηση ενός συνταγματολόγου και χωρίς κανονική έγκριση του Κυπριακού λαού διότι ναι μεν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε κάποια σοβαρή στήριξη από μέρους του Κυπριακού λαού αλλά όχι τόση και τέτοια που χρειάζεται για να θεωρηθεί ότι η στήριξη του ισοδυναμεί με έγκριση του συντάγματος από τον λαό. Στην πραγματικότητα ούτε ο Μακάριος είχε δεχθεί αυτό το σύνταγμα και ήταν κατόπιν πιέσεως της Ελληνικής κυβέρνησης που αναγκάστηκε να μην δοκιμάσει να ανατρέψει τις συμφωνίες του Καραμανλή. Γνωρίζω ότι ο Καραμανλής θεωρείται από πολλούς Έλληνες ως έγκριτος πολιτικός αλλά με όλο το σέβας διαφωνώ με αυτή την άποψη έχοντας υπόψη την πολιτική του για το Κυπριακό αλλά και την εσωτερική του συμπεριφορά όταν έχασε τις εκλογές αντί να μείνει ως δημοκράτης στην Ελλάδα σηκώθηκε και έφυγε για το Παρίσι.
> Το Σύνταγμα μας δεν είναι δημοκρατικό
Σημασία έχει ότι το Σύνταγμα μας δεν είναι ούτε δημοκρατικό ούτε και νομικά εγκεκριμένο από τον κυρίαρχο Κυπριακό λαό. Το αποτέλεσμα κατά την γνώμη μου είναι ότι οι πρόνοιες του είναι εύκαμπτες και όχι αυστηρές όπως υποστηρίζεται από πολλούς.
Μίλησα για αντιδημοκρατικότητα του Συντάγματος επέλεξα δε ένα θεσμό αυτού ο οποίος είναι έκδηλα ασυμβίβαστος με τις γενικές αρχές του δικαίου και της δικαιοσύνης. Αυτός είναι ο θεσμός του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος δημιουργήθηκε, λέγεται, βάσει του αγγλικού αντίστοιχου θεσμού παραγνωρίζοντας τα εξής:
>>Στην Αγγλία, ο Γενικός Εισαγγελέας είναι μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή της Κυβέρνησης και έχει τόση θητεία όσο και η Κυβέρνηση και μπορεί να διακοπή η θητεία του αλλά και με ένα σοβαρό λάθος του να συμπαρασύρει σε παραίτηση όλη την Κυβέρνηση.
>>Στην Κύπρο ο Γενικός Εισαγγελέας είναι επικεφαλής της ανεξάρτητης Νομικής Υπηρεσίας βάσει του Συντάγματος. Αφυπηρετεί δε στην ίδια ηλικία με τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Υπάρχει και Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας που το Σύνταγμα που συντάχθηκε στα αγγλικά τον αναφέρει ως deputy που σημαίνει αναπληρωτής Γενικός Εισαγγελέας.
Οι εξουσίες της θέσης του Γενικού Εισαγγελέα είναι υπερβολικές και αντιδημοκρατικές. Είναι δε απαράδεκτες για ένα ατομικό κρατικό όργανο. Είναι ο αποκλειστικός νομικός σύμβουλος του κράτους, γεγονός που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα. Υπάρχουν τα συμβουλευτικά συλλογικά όργανα αλλά δεν έχει αυτή την εξουσία αποκλειστικά ένα μόνο άτομο να συμβουλεύει το κράτος. Επίσης έχει εξουσία κατά την κρίση αυτού προς το δημόσιο συμφέρον να κινεί και να διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή να διατάσσει δίωξη καθ’ οιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχει απόλυτη τέτοια εξουσία σχετικά με ποινικές διώξεις σε ένα μόνο πρόσωπο. Η εισαγγελική αρχή στις χώρες αυτές συνίσταται από διάφορους εισαγγελείς διαφόρων βαθμών και ύπαρξης ιεραρχίας μεταξύ τους. Δεν μπορεί να ματαιωθεί μία άσκηση ποινικής δίωξης από κάποιο εισαγγελέα εάν δεν το εγκρίνει κάποιος ανώτερος του. Εκείνο το οποίο είναι εντελώς απαράδεκτο είναι η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα στην Κύπρο να διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία για οποιοδήποτε αδίκημα χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις ή ανάγκη αιτιολόγησης της απόφασης του ούτε και θεραπεία για μια τέτοια απόφαση ώστε να αποτρέπεται η αυθαιρεσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Κύπρο η εξουσία διακοπής ποινικών διώξεων διεξάγεται εντελώς αυθαίρετα χωρίς να δίδει ο Εισαγγελέας λογαριασμό σε κανένα. Αυτό είναι αντίθετο και με το δίκαιο και την ανάγκη θεραπείας αυθαίρετης αποφάσεως αυτού του είδους.
Στην Αγγλία, όπως ανέφερε, ο Γενικός Εισαγγελέας είναι υπόλογος ενώπιον της Βουλής. Υπήρξαν δε περιπτώσεις όπου η αναστολή από τον Γενικό Εισαγγελέα μιας ποινικής δίωξης οδήγησε και στην πτώση της κυβερνήσεως για της καταψηφίσεως της από την Βουλή όταν επικράτησε η εντύπωση ότι η διακοπή έλαβε χώρα για λόγους πολιτικούς και καθ’ υπόδειξη του Πρωθυπουργού (η υπόθεση Cambell, 1924 Γεν. Εισαγγελέας Sir Patrick Hastings).
Δυστυχώς, στην Κύπρο η καταχώρηση αναστολής δίωξης και ιδιαίτερα αναιτιολόγητα έχει καταντήσει ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Αυτό πετυχαίνεται από την επέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων πολιτικών παραγόντων αλλά και από φίλους και παράγοντες με επιρροή. Ήδη έχω ξεκινήσει μία διαδικασία εναντίον μίας αναστολής δίωξης η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και θα εκδικαστεί σύντομα με προοπτική σε περίπτωση αποτυχίας να αποταθώ στο ΕΔΑΔ όπου θα εγερθεί θέμα ότι τέτοιες αναστολές είναι ασυμβίβαστες με το δικαίωμα του πολίτη να προσφεύγει στην δικαιοσύνη (Άρθρο 6 της Σύμβασης). Οι αναστολές δίδονται και σε σοβαρότατες υποθέσεις και δεν έχουν όρια. Συνεπώς αντιλαμβάνεστε τι διαφθορά μπορεί να δημιουργήσει ή να συγκαλύψει μια τέτοια εξουσία. Συνεπώς αυτή η εξουσία πρέπει να αφαιρεθεί από ένα άτομο και να δοθεί σε ένα συλλογικό όργανο που να υπόκειται σε άδεια ασκήσεως της εξουσίας από δικαστικούς, άσχετους με την υπόθεση. Παρόμοια λύση πρέπει να δοθεί με την κατάργηση του αποκλειστικού δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα να είναι νομικός σύμβουλος μιας κυβερνήσεως όπως ανάφερα προηγουμένως.