Η περιθωριοποίηση της Άμυνας στην προεκλογική ατζέντα των υποψηφίων προκαλεί ενδιαφέρον, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι η μείωση της στρατιωτικής θητείας και η εν μέρει επαγγελματοποίηση του θεσμού ήταν, κατά την προηγούμενη προεκλογική περίοδο, μία από τις κύριες δεσμεύσεις του απερχόμενου Προέδρου κ. Αναστασιάδη.

Η πολιτική μείωσης της θητείας που ακολούθησε η απερχόμενη κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη αποδέσμευση των νέων ανδρών από την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων και, συνακόλουθα, την αύξηση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού στην οικονομία της χώρας. Κατακρίθηκε, ωστόσο, από πολιτικές δυνάμεις, ειδικούς και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Αριστοτέλους 2017 και 2016, Καλατζής 2017, Reporter 2016), με τον ισχυρισμό ότι αποδυνάμωσε περισσότερο την Εθνική Φρουρά, η οποία εδώ και χρόνια βρίσκεται σε φθίνουσα κατάσταση. Μάλιστα πολύ εύστοχα ο δρ Αριστοτέλους, πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών Μελετών, σημειώνει σε άρθρο του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και του ΔΗΣΥ ότι, εάν διατηρούν ακόμα την άποψη πως πρέπει να εμμένει κανείς στο αφήγημα ότι με τη μείωση της θητείας και την πρόσληψη τριών χιλιάδων εθελοντών αυξήθηκε η μαχητική ικανότητα της Ε.Φ., τότε θα ήταν πιο σωστό και τίμιο απέναντι στον κυπριακό λαό να γνωστοποιηθεί και η επιστολή με τις προειδοποιήσεις του τότε Αρχηγού του ΓΕΕΦ (Αριστοτέλους, 2022). Γίνεται, δηλαδή, σαφές ότι η υφιστάμενη πολιτική μπορεί να βελτιωθεί με μέτρα τα οποία δεν έχουν περιληφθεί στις ατζέντες των υποψηφίων.

Αυτό που θα έπρεπε ενδεχομένως να απασχολήσει τους υποψηφίους είναι αν θα μπορούσε να γίνει πλήρης επαγγελματοποίηση της Εθνικής Φρουράς. Είναι ένα δύσκολο, αλλά αναγκαίο βήμα –που ομολογουμένως ενέχει πολιτικό ρίσκο– για να έχουμε ένα στρατό ο οποίος να αξιοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους που αντλεί από το κράτος και την κοινωνία. Η ανασυγκρότηση του θεσμού, δηλαδή, σε ένα μικρό, ευέλικτο και πιο τεχνολογικά ανεπτυγμένο στρατό, που απαρτίζεται από επαγγελματίες, θα σταματήσει να αφαιρεί παραγωγικό ανθρώπινο δυναμικό από την οικονομία. Απεναντίας, θα προσθέσει ένα σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας στην οικονομία της Κύπρου.

Είναι ένα ευαίσθητο θέμα για να περιληφθεί στην προεκλογική ατζέντα, ιδιαιτέρως λόγω της δυσχερούς κατάστασης της Εθνικής Φρουράς –πόσω μάλλον αν ληφθούν υπόψιν οι τρομερές επενδύσεις που έχουν γίνει στο επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού τα σχεδόν 60 χρόνια που διαρκεί ο θεσμός της στρατιωτικής θητείας. Όσο αντιμιλιταριστής και αν είναι κάποιος, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι σε μια διαιρεμένη στα δύο χώρα, όπου καραδοκεί απέναντι από τα οδοφράγματα η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της περιοχής και ο δεύτερος πιο μεγάλος στρατός του ΝΑΤΟ, μια στρατιωτική δύναμη αποτροπής είναι απαραίτητη. Μέχρι και η ΟΝΥΦΥΚΠ, η όποια είναι ειρηνευτική στρατιωτική δύναμη, είναι σε αξιοζήλευτο σημείο σοβαρή στο έργο της. Κάθε Κύπριος ξέρει ότι όχι μόνο δεν μπορούμε να νικήσουμε την Τουρκία στρατιωτικά, αλλά ούτε μπορούμε να αναχαιτίσουμε μόνοι μας ενδεχόμενη εισβολή της στις ελεύθερες περιοχές.

Συνεχίζουμε, ωστόσο, συγκριτικά με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, να επενδύουμε πιο πολύ στην άμυνά μας, αλλά και να είμαστε μία από τις μόλις επτά χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διατηρούν τον θεσμό της στρατιωτικής θητείας, και μάλιστα αυτή με την πιο μεγάλη διάρκεια, ζητάμε δηλαδή τον περισσότερο χρόνο από τη ζωή ενός πολίτη στην άσκηση των στρατιωτικών του καθηκόντων (Efthymiou, 2021). Δεδομένης της κατάστασης, έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι από όποια πολιτική ιδεολογία και να προσεγγίσει κάποιος το ζήτημα, παρόλο που κάθε στατιστική πιθανότητα να μπορέσουμε να αντισταθούμε στρατιωτικά στην Τουρκία είναι μικρή, η αναγκαιότητα του θεσμού δεν αμφισβητείται. Άλλωστε, το ΑΚΕΛ, η μακροβιότερη αριστερή φωνή, δεν αντιτάχθηκε στην ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς ούτε στην υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας. Το ζητούμενο, επομένως, είναι τι στρατό έχουμε, τι στρατό θα μπορούσαμε να έχουμε, και τι στρατό χρειαζόμαστε.

H απάντηση είναι σχετικά απλή· θα μπορούσαμε να έχουμε (άλλωστε, αυτό χρειαζόμαστε) ένα μικρό στρατό, ιδιαίτερα ανεπτυγμένο τεχνολογικά, ευέλικτο, με δυνατές διακλαδικές συνεργασίες με γειτονικές χώρες και ευρωπαϊκούς στρατούς. Απαιτείται, δηλαδή, ριζική ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμός του θεσμού, για να γίνει η Εθνική Φρουρά ένας πολύ μικρότερος, αλλά πιο ποιοτικός στρατός. Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει, επομένως, είναι γιατί δεν γίνεται αυτή η αλλαγή, αφού η χώρα διαθέτει πολύ μορφωμένο εργατικό δυναμικό το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί. 

Ποια η μελλοντική κατάσταση της Ε.Φ.

Η Ελλάδα, από την πλευρά της, στηρίζει την Κύπρο ως προς το στρατηγικό της σχεδιασμό και την εκπαίδευση του στρατιωτικού προσωπικού της, καθώς η Κύπρος έχει συμμαχίες με χώρες που διαθέτουν τους πιο σύγχρονους και ευέλικτους στρατούς, όπως η Γαλλία και το Ισραήλ, οι οποίες θα μπορούσαν να παράσχουν στην Κύπρο τεχνογνωσία για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Ακριβώς επειδή ένα μεγάλο αλλά απαρχαιωμένο στράτευμα προσφέρει αίσθημα ασφάλειας σε ψυχολογικό επίπεδο, απαιτείται στρατηγική εκστρατεία πειθούς των πολιτών και πολιτική βούληση από τους κρατούντες για να προχωρήσει ο μετασχηματισμός του στρατού της χώρας.

Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το αίσθημα ασφάλειας διαχύθηκε στην κοινωνία, γεγονός που έθεσε τα αμυντικά θέματα σε δεύτερη θέση στην ατζέντα των πολιτικών κομμάτων. Δίνεται δηλαδή η εντύπωση ότι επαναπαυτήκαμε στην ύπαρξη της Εθνικής Φρουράς, η οποία φθείρεται από τον χρόνο και την αδυναμία της να παρακολουθήσει ή να υιοθετήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις στον στρατιωτικό τομέα. Εξακολουθούμε, όμως, να επενδύουμε χρήματα και εργατικό δυναμικό όχι στον στρατό που χρειαζόμαστε και μπορούμε να έχουμε, άλλα στον στρατό που είναι εύκολο να συντηρήσουμε. Δεδομένου δε ότι η Εθνική Φρουρά συνεχίζει να αξιοποιεί περίπου το 2% του ΑΕΠ και ότι το 2023 οι αμυντικές δαπάνες είναι οι υψηλότερες των τελευταίων 20 χρόνων, οι θέσεις των υποψηφίων ως προς την μελλοντική της κατάσταση άξιζε να συζητηθεί πριν από τις εκλογές.

 

*Κοινωνιολόγος – ακαδημαϊκός