Το 1994 δύο Κοινοβουλευτικές Επιτροπές (Επιτροπή Θεσμών και Επιτροπή Νομικών) πήραν την πρωτοβουλία να συστήσουν μια «Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή» με σκοπό τον σαφέστερο προσδιορισμό των νομίμων ορίων δράσης της δημόσιας διοίκησης. Τούτο γιατί είχε διαπιστωθεί ότι οι γενικές αρχές που διέπουν το Διοικητικό Δίκαιο είναι διεσπαρμένες σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και σε διάφορα συγγράμματα και ως εκ τούτου δεν είναι πλήρως γνωστές, ούτε σε όσους μετέχουν στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, ούτε στους διοικουμένους, παρά μόνο στους δικαστές και στους νομικούς, οι οποίοι είναι μελετητές του Διοικητικού Δικαίου.
Προφανέστατα η Βουλή επιδίωξε να επιφέρει μια τομή δικαίου με το να εφοδιάσει τον απλό πολίτη, ως δημοκρατικό δικαίωμα ισοπολιτείας και αξιοκρατίας, με μια απλοποιημένη και συγκεκριμενοποιημένη γνώση για τη σχέση του με τη διοίκηση. Το έργο αυτής της Επιτροπής μετατράπηκε σε Νόμο το 1999 (ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος 158(Ι)/99) και περιέχει σε μόνο 61 άρθρα του, μια κωδικοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών αλλά και των υποχρεώσεων της Διοίκησης, ώστε να υλοποιείται ανάγκη να υπάρχει Κράτος Δικαίου. Μια νομοθετική κωδικοποίηση των αρχών δικαίου, ως θεμέλιο διαπαιδαγώγησης όλων των οργάνων της διοίκησης, αλλά και των διοικουμένων.
Επρόκειτο δηλαδή για μια εξαιρετικά σοβαρή προσπάθεια για συνοπτική αλλά και ξεκάθαρη καταγραφή των κυριότερων αρχών δικαίου, ως νομοθετική πλέον επιταγή και υποχρέωση της διοίκησης έναντι του κάθε πολίτη. Οι διατάξεις του Νόμου 158(Ι)/1999 πρέπει να κατευθύνουν και να διέπουν τη δράση κάθε δημόσιας αρχής, οργάνου ή υπηρεσίας. Ταυτόχρονα, παρέχουν στον απλό πολίτη γνώση και δυνατότητα για διεκδίκηση χρηστής διοίκησης από τα δημόσια όργανα. Με το νομοθέτημα αυτό κυρίως επιτεύχθηκε, μέσα από ένα εν πολλοίς αφηρημένο θεωρητικό σύστημα καθιέρωσης αρχών νομικής γνώσης και επιστημονικών για το δίκαιο εννοιών, η ζώσα καταγραφή συγκεκριμένων αρχών του δικαίου προς τήρηση και εφαρμογή. Ήταν ουσιαστικά η αποκάλυψης της έκτασης των δικαιωμάτων του πολίτη που οφείλει η Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική εξουσία να σέβεται και να προστατεύει ως η Συνταγματική επιταγή κατά το Άρθρο 35 του Συντάγματος. Ταυτόχρονα, καθιερώθηκαν τα σαφή όρια της λειτουργίας της διοίκησης, η οποία οφείλει σεβασμό και τήρηση όλων των αρχών δικαίου που περιέχει ο νόμος. Η διοίκηση πρέπει να επιβεβαιώνεται ως χρηστή μέσα από τη δράση της ή και τον έλεγχο που θα υφίσταται για την τήρηση του νοήματος, της σημασίας και του βαθύτερου στόχου της νομοθετικής αυτής κωδικοποίησης.
Ο Νόμος αυτός έτυχε έκτοτε μιας μόνο τροποποίησης το 2014 με την οποία διερευνήθηκαν οι αρχές που διέπουν αφενός την τήρηση άρτιου πρακτικού κατά τη λήψη μιας απόφασης και το σχετικό άρθρο για «αιτιολογημένες αποφάσεις». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτός ο τροποποιητικός Νόμος πρόβλεψε τη δυνατότητα δημοσιοποίησης της κάθε απόφασης, για σκοπούς διαφάνειας και διά της «Ιστοσελίδας» του κάθε Αρμόδιου Οργάνου μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας λήψης της. Τούτο πρόσθετα προς ότι το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει, δηλαδή, τη δημοσιοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα ή απευθείας προς τους επηρεαζόμενους ώστε να υπάρχει η πλήρης γνώση και άρα να αρχίζει ο χρόνος εντός του οποίου θα είναι δυνατή η Δικαστική αμφισβήτησή της, από κάθε ενδιαφερόμενο. Η τεχνολογία όμως ήδη καθιέρωσε και τη μορφή αυτή γνωστοποίησης. Έτσι στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο των αξιών και των δικαιωμάτων έχει σημασία για κάθε Κράτος η εξάλειψη της διαπλοκής και της μη χρηστής διοίκησης με την πιστή εφαρμογή των Νόμων που πρέπει να υπερέχουν έναντι πάντων όσο ψηλά και εάν βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας.

*Δικηγόρος.