Οι Πλάτρες, το παραμυθένιο χωριό των πρώτων παιδικών μα και εφηβικών μου χρόνων. Οι μεγάλοι μας διόρθωναν, όταν λέγαμε χωριό, λέγοντάς μας πως πρόκειται για «θέρετρο» κι εμείς γελούσαμε με αυτή τη λέξη, αφού μας έφερνε στον νου άλλους συνειρμούς. Αυτοί σταυροκοπιούνταν, ακόμη και στο άκουσμα της «άλλης» ανείπωτης λέξης, που άρχιζε από το γράμμα -φ. Στα παιδιά όμως, όλα φαντάζουν αστεία και απόλυτα αναστρέψιμα, όπως στα παραμύθια, που τόσο η Χιονάτη, όσο και η Ωραία Κοιμωμένη ξυπνούν μετά από χρόνους εκατόν και η ζωή και η αρχέγονη τάξη επανέρχονται στο μαγεμένο βασίλειο.
Όλα τα παιδιά κρατούν ένα μαγικό αόρατο ραβδί, ως τη στιγμή που οι μεγάλοι και οι δάσκαλοι, τους το αρπάζουν από το χέρι προσπαθώντας να τους βάλουν τις σκέψεις «σε τάξη» σε καλούπια. Κανόνες: Πώς να αρχίζεις και να τελειώνεις μια έκθεση, με φράσεις κλισέ, πώς να πιάνεις βαθμό παπαγαλίζοντας, πώς να είσαι ευγενικός και πολιτικά ορθός για έχεις την εύνοια των καθηγητών και των γύρω σου. Πώς να λες πράγματα που δεν πιστεύεις, να μιμείσαι το ντύσιμο των άλλων, ίδιες μάρκες, ίδιες σάχλες, για να ανήκεις στην αγέλη, γιατί η όποια στάση διαφορετικότητας «τιμωρείται» με χλευασμό και με εκφοβισμό.
Σχεδόν βίαια τα παιδιά «μυούνται» στον κόσμο των μεγάλων. Η παιδικότητα πάει περίπατο, με τα μπαλέτα, τα πιάνα, τα τένις και όλα τα ξενόφερτα σπορ και ασχολίες. Ο χρόνος για παιχνίδι, φαντασία και δημιουργικότητα, ανύπαρκτος. Ακόμη και στα παιδικά γενέθλια η διασκέδαση είναι κι αυτή τηλε-κατευθυνόμενη με κλόουν και «ψυχαγωγικά» προγράμματα.
Εμείς, «του ’60 οι εκδρομείς», που ζήσαμε στην αθώα, προ τουρκικής εισβολής εποχή, ζούσαμε με λίγα, αλλά με πολλά θαυμαστά. Για μας ο Άγιος Βασίλης ήταν το ίδιο αληθινός, όσο και οι Καλικάντζαροι και οι Ανεράδες, ο «Χολλός» ή ο «Κκουλλάς» που παραμόνευαν πίσω από τις πόρτες. Η πίστη στον θεό και στο θαύμα, ήταν επίσης τόσο δυνατή που μας προστάτευε από τα κακά και μετακινούσε βουνά ολάκερα. Μέχρι και το καλοκαίρι του ’74 που βρόντηξαν τα βουνά μας και ούτε Θεός, ούτε Μεγάλες Δυνάμεις, ή το Διεθνές Δίκαιο δεν μας προστάτευσαν. Μεγαλώσαμε όλοι απότομα σε ένα καλοκαίρι. Καμιά προσευχή, καμιά δέηση των γιαγιάδων μας, δεν έπιασαν τόπο για να φύγουν οι ξένοι κατακτητές.
Οι Πλάτρες όπου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι με τους γονείς, βρίσκονταν στην ελεύθερη Κύπρο και εκείνο το καλοκαίρι του ’74, ο θείος Άκης και η θεία Αθηνούλα, η ζωγράφος, με υποδέχτηκαν με αγκαλιές. Ήμουν περήφανη γιατί θα διανυκτέρευα για πρώτη φορά στη ζωή μου χωρίς τους γονείς και θα μοιραζόμουνα το δωμάτιο με τη ξαδέλφη την Έλενα.
Τη νύχτα ξύπνησα, με αναφιλητά, ήθελα τους γονείς και ένιωθα μόνη στο απέραντο σύμπαν. Η θεία με πήρε στη βεράντα, για ν’ ακούσουμε τα αηδόνια. Αναμφίβολα «τα κλάματά μου δεν σ’ αφήνανε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» εκείνη τη σημαδιακή για μένα νύχτα. Η θεία, μου τραγουδούσε με τη γλυκιά φωνή της. «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις, το δάκρυ σαν διαμάντι αργοκυλάει. Αγάπη μου τι όμορφα που κλαις. Ακόμη λίγο κλάψε και σου πάει…».
Το επόμενο πρωί ξημέρωσε διάφανο και δροσερό. Κάναμε τον πρωινό μας περίπατο στο δάσος. Το απόγευμα θα πηγαίναμε για παγωτό και λουκουμάδες στην πλατεία. Οι μέρες ήταν όλες μαγικές στο θέρετρο που άλλοτε παραθέριζε ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου και οι φλεγματικές Αγγλίδες με τα καπέλα και τα ομπρελίνα τους, προτού αρχίσει να τις μιμείται η ελληνοκυπριακή υψηλή κοινωνία.
Ένα πρωί πήγαμε σ’ ένα ξωκλήσι για να ανάψουμε κερί. Η Έλενα σε στάση προσοχής είπε μεγαλόφωνα την προσευχή της. Έπειτα, μου είπε πως ήταν η δική μου σειρά. Εγώ όμως την είχα ήδη πει σιωπηλά από μέσα μου. Δεν μίλησα ποτέ σε κανένα για το εκκλησάκι με κεράκι, ούτε για τις προσευχές μου, που θα εξομολογηθώ σήμερα για πρώτη φορά σε σας.
«Αγαπημένοι μου Θεέ, Χριστούλη και Παναγίτσα. Σας παρακαλώ πολύ να γιάνετε τη μάμμα μου και να ελευθερώσετε την Κύπρο κι εγώ υπόσχομαι πως δεν θα ξαναφάω σοκολάτα στη ζωή μου».
Οι ευχές μου δεν εισακούστηκαν ποτέ, γι’ αυτό και εξακολουθώ να καταναλώνω χωρίς αιδώ, αλλά με απόλυτη χαρά και ευδαιμονία, τόνους σοκολάτας.
«Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες»
Όλα τα παιδιά κρατούν ένα μαγικό αόρατο ραβδί, ως τη στιγμή που οι μεγάλοι και οι δάσκαλοι, τους το αρπάζουν από το χέρι προσπαθώντας να τους βάλουν τις σκέψεις «σε τάξη» σε καλούπια. Κανόνες: Πώς να αρχίζεις και να τελειώνεις μια έκθεση, με φράσεις κλισέ, πώς να πιάνεις βαθμό παπαγαλίζοντας, πώς να είσαι ευγενικός και πολιτικά ορθός για έχεις την εύνοια των καθηγητών και των γύρω σου. Πώς να λες πράγματα που δεν πιστεύεις, να μιμείσαι το ντύσιμο των άλλων, ίδιες μάρκες, ίδιες σάχλες, για να ανήκεις στην αγέλη, γιατί η όποια στάση διαφορετικότητας «τιμωρείται» με χλευασμό και με εκφοβισμό.
Σχεδόν βίαια τα παιδιά «μυούνται» στον κόσμο των μεγάλων. Η παιδικότητα πάει περίπατο, με τα μπαλέτα, τα πιάνα, τα τένις και όλα τα ξενόφερτα σπορ και ασχολίες. Ο χρόνος για παιχνίδι, φαντασία και δημιουργικότητα, ανύπαρκτος. Ακόμη και στα παιδικά γενέθλια η διασκέδαση είναι κι αυτή τηλε-κατευθυνόμενη με κλόουν και «ψυχαγωγικά» προγράμματα.
Εμείς, «του ’60 οι εκδρομείς», που ζήσαμε στην αθώα, προ τουρκικής εισβολής εποχή, ζούσαμε με λίγα, αλλά με πολλά θαυμαστά. Για μας ο Άγιος Βασίλης ήταν το ίδιο αληθινός, όσο και οι Καλικάντζαροι και οι Ανεράδες, ο «Χολλός» ή ο «Κκουλλάς» που παραμόνευαν πίσω από τις πόρτες. Η πίστη στον θεό και στο θαύμα, ήταν επίσης τόσο δυνατή που μας προστάτευε από τα κακά και μετακινούσε βουνά ολάκερα. Μέχρι και το καλοκαίρι του ’74 που βρόντηξαν τα βουνά μας και ούτε Θεός, ούτε Μεγάλες Δυνάμεις, ή το Διεθνές Δίκαιο δεν μας προστάτευσαν. Μεγαλώσαμε όλοι απότομα σε ένα καλοκαίρι. Καμιά προσευχή, καμιά δέηση των γιαγιάδων μας, δεν έπιασαν τόπο για να φύγουν οι ξένοι κατακτητές.
Οι Πλάτρες όπου πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι με τους γονείς, βρίσκονταν στην ελεύθερη Κύπρο και εκείνο το καλοκαίρι του ’74, ο θείος Άκης και η θεία Αθηνούλα, η ζωγράφος, με υποδέχτηκαν με αγκαλιές. Ήμουν περήφανη γιατί θα διανυκτέρευα για πρώτη φορά στη ζωή μου χωρίς τους γονείς και θα μοιραζόμουνα το δωμάτιο με τη ξαδέλφη την Έλενα.
Τη νύχτα ξύπνησα, με αναφιλητά, ήθελα τους γονείς και ένιωθα μόνη στο απέραντο σύμπαν. Η θεία με πήρε στη βεράντα, για ν’ ακούσουμε τα αηδόνια. Αναμφίβολα «τα κλάματά μου δεν σ’ αφήνανε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» εκείνη τη σημαδιακή για μένα νύχτα. Η θεία, μου τραγουδούσε με τη γλυκιά φωνή της. «Τι όμορφη που είσαι όταν κλαις, το δάκρυ σαν διαμάντι αργοκυλάει. Αγάπη μου τι όμορφα που κλαις. Ακόμη λίγο κλάψε και σου πάει…».
Το επόμενο πρωί ξημέρωσε διάφανο και δροσερό. Κάναμε τον πρωινό μας περίπατο στο δάσος. Το απόγευμα θα πηγαίναμε για παγωτό και λουκουμάδες στην πλατεία. Οι μέρες ήταν όλες μαγικές στο θέρετρο που άλλοτε παραθέριζε ο βασιλιάς Φαρούκ της Αιγύπτου και οι φλεγματικές Αγγλίδες με τα καπέλα και τα ομπρελίνα τους, προτού αρχίσει να τις μιμείται η ελληνοκυπριακή υψηλή κοινωνία.
Ένα πρωί πήγαμε σ’ ένα ξωκλήσι για να ανάψουμε κερί. Η Έλενα σε στάση προσοχής είπε μεγαλόφωνα την προσευχή της. Έπειτα, μου είπε πως ήταν η δική μου σειρά. Εγώ όμως την είχα ήδη πει σιωπηλά από μέσα μου. Δεν μίλησα ποτέ σε κανένα για το εκκλησάκι με κεράκι, ούτε για τις προσευχές μου, που θα εξομολογηθώ σήμερα για πρώτη φορά σε σας.
«Αγαπημένοι μου Θεέ, Χριστούλη και Παναγίτσα. Σας παρακαλώ πολύ να γιάνετε τη μάμμα μου και να ελευθερώσετε την Κύπρο κι εγώ υπόσχομαι πως δεν θα ξαναφάω σοκολάτα στη ζωή μου».
Οι ευχές μου δεν εισακούστηκαν ποτέ, γι’ αυτό και εξακολουθώ να καταναλώνω χωρίς αιδώ, αλλά με απόλυτη χαρά και ευδαιμονία, τόνους σοκολάτας.
«Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες»