Εμείς γιατί το συζητούμε μεταξύ μας τόσο έντονα; Γιατί διαφωνούμε; Υπάρχει λογικός άνθρωπος στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, που πιστεύει ότι μπορεί να λειτουργήσει κράτος με τις προδιαγραφές που απαιτούν οι Τούρκοι. Διότι, περί αυτού πρόκειται. Και οποιεσδήποτε άλλες συζητήσεις, που μας καλούν, δήθεν, να τα δούμε όλα αυτά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι το λιγότερο υποκρισίες και αφέλειες, που δεν οδηγούν σε διεξόδους. Διότι απέναντι μας έχουμε κάτι πολύ σαφές. Μας το κάνουν σαφές κάθε μέρα. Ότι, για παράδειγμα, η «πολιτική ισότητα» όπως την απαιτεί η τουρκική πλευρά και όχι όπως έγινε αποδεχτή από την ελληνοκυπριακή πλευρά και από τα Ηνωμένα Έθνη «δεν είναι μια παράμετρος που μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση», όπως έλεγε προχτές ακόμα και η σύμβουλος του Ακιντζί, η Μελτέμ Ονουργκάν Σαμανί και όπως επαναλαμβάνουν συνεχώς όλοι οι Τουρκοκύπριοι ηγέτες, αυτοί υποτίθεται που έχουν θέληση για να στήσουμε κοινό κράτος. Είναι εκτός διαπραγμάτευσης, λένε, η πολιτική ισότητα και εννοούν, διότι αυτό έθεσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ότι είναι εκτός διαπραγμάτευσης το να μην υπάρχει δικαίωμα βέτο σε όλες τις αποφάσεις. Δηλαδή, αδιαπραγμάτευτο το να μην υπάρχει δικαίωμα της μειοψηφίας να ελέγχει το κράτος και να το τινάζει στον αέρα όποτε το θελήσει. Να δείξουμε εμπιστοσύνη, μας λένε. Είναι παράλογο να θέλουν οι Τουρκοκύπριοι να οδηγήσουν σε περιπέτειες; Αλήθεια, γιατί να δείξουμε εμπιστοσύνη; Μήπως, είδαμε μέχρι τώρα έστω και μία ενέργεια, έστω και μία δήλωση, έστω και μία απόφαση από την τουρκική πλευρά, να δίνει κάποια ελπίδα ότι έχουμε κοινή αντίληψη του κράτους που θα στήσουμε μαζί;
Όπως έλεγε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πριν να μπει στην παγίδα, «παγίδα θα ήταν να εμπλακούμε σε έναν διάλογο εν γνώσει μας, ότι βασικές αρχές λύσης του Κυπριακού δεν γίνονται αποδεκτές» (…) «Δεν πρόκειται να μπω σε διάλογο γνωρίζοντας ότι οι προϋποθέσεις που θέτει η άλλη πλευρά δεν είναι η κατάληξη σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα» (10/11/2013). Το ίδιο ισχύει και σήμερα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Διότι, τώρα πια δεν έχουμε μόνο τις δηλώσεις, τις δημόσιες τοποθετήσεις περί του τι αξιώνει η άλλη πλευρά, έχουμε τη σαφήνεια των πραγμάτων όπως εκφράστηκαν και δοκιμάστηκαν στο τραπέζι των συνομιλιών. Και όχι μόνο για τα περί «πολιτικής ισότητας», αλλά και για την εκ περιτροπής προεδρία και για τις βασικές ελευθερίες των Τούρκων υπηκόων, που θα πλημμυρίσουν την Κύπρο (ο Πρόεδρος το είπε κι αυτό κι όταν έρθει η ώρα που θα λέει άλλα θα το έχουμε στο αρχείο μας να του το θυμίζουμε) και για την επιστροφή εδαφών που απέχει από τη λογική και το δίκαιο όσο απέχει η δικαιοσύνη από την παρανομία του λευκού κολάρου και για τις παρεκκλίσεις, μόνιμες μάλιστα, από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και, βεβαίως, για τον κατοχικό στρατό και τις εγγυήσεις στο διηνεκές. Όλα με σαφήνεια και χωρίς καμιά ελαστικότητα, ετέθησαν στο τραπέζι. Επομένως, δεν έχουμε καμιά δικαιολογία να συνεχίσουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Ότι, δήθεν, δεν έχουν σημασία τι λένε δημοσίως και πόσο ακραίοι είναι, λόγω των εκλογών στην Τουρκία, για παράδειγμα, και πρέπει να δοκιμαστούν στο τραπέζι. Δοκιμάστηκαν. Και πλέον δική μας είναι η απόφαση, αφού «η δική μας συμμετοχή σε έναν διάλογο θα εκλαμβανόταν και ως αποδοχή των απαράδεκτων αξιώσεων των όσων χωρίς περιστροφές μιλούν για συνομοσπονδία» (Αναστασιάδης, 10/11/2013). Και τι θα κάνουμε, δεν θα μπούμε σε διάλογο, ρωτούν δήθεν αθώα διάφοροι έξυπνοι, που κάνουν τους χαζούς. Φυσικά θα μπούμε σε διάλογο. Αφού, όμως, συμφωνηθεί ότι θα γίνει διάλογος για να βρούμε με ειλικρίνεια και καλή θέληση το λειτουργικό ανεξάρτητο κράτος και όχι για να βρούμε τις παραμέτρους του καλού προτεκτοράτου. Αλλιώς, όχι, να μην μπούμε σε διάλογο. Γιατί αυτό θα ήταν αποδοχή των απαράδεκτων αξιώσεων των όσων χωρίς περιστροφές ζητούν να γίνουμε προτεκτοράτο.