Τις προάλλες πήγα για καφέ σε πολυσύχναστη καφετερία της πρωτεύουσας. Εκεί που κάθισα, στο οπτικό μου πεδίο περιλαμβάνονταν 7-8 άλλες παρέες στα γύρω τραπεζάκια. Σε ένα από αυτά, καθόταν και μια παρέα έξι ατόμων κωφαλάλων. Τους παρακολουθούσα για αρκετή ώρα που μιλούσαν στη δική τους γλώσσα, τη νοηματική. Άνθρωποι χαμογελαστοί και χαρούμενοι, με ό,τι κι αν έλεγαν… Κάποια στιγμή, ασυναίσθητα, το βλέμμα μου στράφηκε και προς τις υπόλοιπες παρέες. Το θέαμα που αντίκρισα απογοητευτικό και λυπηρό. Άνθρωποι σκυθρωποί και σκυφτοί στη μικροσκοπική οθόνη του κινητού τηλεφώνου τους, με τα δάχτυλα να πηγαινοέρχονται στο πληκτρολόγιο. Η τραγική ειρωνεία σε όλο της το μεγαλείο. Από τη μια πλευρά, άνθρωποι που στερούνται της λαλιάς και της ακοής κοιτάζονται στα μάτια, επικοινωνούν με νοήματα και απολαμβάνουν με το δικό τους μοναδικό τρόπο τη ζωντάνια της έκφρασης, και, από την άλλη, άνθρωποι που διαθέτουν την ομιλία και την ακοή να κάθονται σαν απόξενοι πλάι ο ένας στον άλλο χωρίς καμία επικοινωνία μεταξύ τους. 

Ο μαϊντανός της Δημόσιας Υπηρεσίας
Αχ αυτή η υποστελέχωση, μαϊντανός κατάντησε για τη Δημόσια Υπηρεσία. Όσες φορές έχουν εκφραστεί παράπονα ή καταγγελίες για αμέλεια ή νωχελικότητα καθηκόντων από υπαλλήλους στη Δημόσια Υπηρεσία, η αιτιολογία ήταν πάντα η υποστελέχωση! Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι κάτι άλλο, για τον απλούστατο λόγο ότι αναφερόμαστε για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι όλοι τους εξαίρετοι και μάλιστα με βούλα! Ανάμεσα στις πολλές περιπτώσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχεδόν καθημερινά, σχετική και η είδηση που ακολουθεί: Την υστάτη, λέει, ανεστάλη δίωρη στάση εργασίας που είχαν εξαγγείλει την περασμένη Τετάρτη οι φαρμακοποιοί στα δημόσια νοσηλευτήρια παγκυπρίως διαμαρτυρόμενοι για την υποστελέχωση, που όπως υποστηρίζουν υπάρχει στα κρατικά νοσοκομεία.
Η εύλογη απορία που δημιουργείται, τι απέγιναν όλοι εκείνοι οι φαρμακοποιοί που απασχολούνταν στα διάφορα Κέντρα Υγείας –και δεν είναι λίγοι– τα οποία πριν μερικούς μήνες έβαλαν λουκέτο; Αγνοείται η τύχη τους…; Όχι βέβαια. Το υπουργείο, λάλησε κάποιο πουλάκι, μη γνωρίζοντας πώς να τους απορροφήσει και μέχρι να αποφασίσει, τους έστειλε εδώ και δύο μήνες τώρα για επιμόρφωση. Από αυτές τις επιμορφώσεις που προφανώς είναι στο πρόγραμμα αιτιολόγησης των μισθών! Για ποια υποστελέχωση λοιπόν μιλάνε;   

Είναι όλοι τους υπέροχοι!
Ούτε και ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας μπορεί να παρέμβει στην ισοπεδωτική αξιολόγηση, όπως την αποκάλεσε, των δημοσίων υπαλλήλων. Σηκώνει τα χέρια ψηλά ή καλύτερα του έχουν δέσει τα χέρια. Όπως και να το κάνουμε, είναι όλοι τους, μα όλοι, εξαίρετοι χωρίς αμφισβήτηση. Πόσες φορές να το πούμε, καιρός και να το εμπεδώσουμε!
Ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης στην προσπάθειά του να βάλει τάξη στο τρόπο αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, προσέκρουσε στις διαδικασίες του κατεστημένου. Όταν επιχείρησε να μειώσει τη βαθμολογία ορισμένων υπαλλήλων στην Ελεγκτική Υπηρεσία, οι οποίοι δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, δυστυχώς, απέτυχε παταγωδώς. Ο λόγος της αποτυχίας έγκειται στο γεγονός ότι, τα άλλα δύο μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και υφιστάμενοι του κ. Μιχαηλίδη, διαφώνησαν με τη μείωση της βαθμολογίας σε συναδέλφους τους με αποτέλεσμα να μειοψηφήσει και να αξιολογηθούν όλοι οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ως «Εξαίρετοι». Το σκεπτικό της απόφασης της πλειοψηφίας ήταν ότι «εάν ένας συνάδελφος διεκδικήσει θέση σε άλλη Υπηρεσία του Δημοσίου θα λάβει χαμηλή βαθμολογία, διότι όλοι οι υπόλοιποι αξιολογούνται στις υπηρεσίες τους ως εξαίρετοι». 

«Έτσι κκελλέ έτσι ξιουράφι θέλει»…
Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία και Σερβία, θα διεκδικήσουν λέει από κοινού τη διοργάνωση του Μουντιάλ το 2030. Καλά οι υπόλοιπες χώρες, αλλά η Ελλάδα; Προφανώς είναι ανεπίδεκτη μαθήσεως μετά το κάζο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ο Έλληνας πολίτης όχι απλώς δεν έμαθε ποτέ πόσο κόστισαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, αλλά μετά από 14 χρόνια ο λογαριασμός έρχεται ακόμη και σήμερα και κανένας δεν γνωρίζει για πόσο ακόμη! Ήταν άλλωστε μια από τις βασικές αιτίες που η χώρα οδηγήθηκε και στο Μνημόνιο. Παρόλα αυτά το ελληνικό «δαιμόνιο», τρέφει ακόμα ψευδαισθήσεις περί ορθότητας του πλάνου, σχεδιασμών και οράματος που διαθέτει η σημερινή κυβέρνηση, σε αντίθεση με εκείνη που ανέλαβε την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και όλων εκείνων των χωρών που έχουν αναλάβει τέτοιου είδους διοργανώσεις. Δυστυχώς, “έτσι κκελλέ έτσι ξιουράφι θέλει”…