Λίγο πριν ξεκινήσει το φετινό Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια είχαμε σημειώσει ότι κρατάει «μικρό αλλά γεμάτο καλάθι». Με την αυλαία να έχει πέσει στις 16 Οκτωβρίου και για τη φετινή διοργάνωση με την τελευταία παράσταση της παιδικής παραγωγής με το σαιξπηρικό «Όνειρο Θερινής Νυχτός», μπορούμε να επισημειώσουμε ότι το καλάθι μπορεί να γέμισε, αλλά αυτό που δεν γέμισε όσο θα έπρεπε είναι τα θέατρα. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, βέβαια, είναι αν γέμισαν οι καρδιές. Αλλά αυτό είναι μάλλον υποκειμενικό.

Αν κάποιος ερχόταν μόνο στην τελευταία παράσταση του Φεστιβάλ κι έβλεπε το Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας κατάμεστο, θορυβώδες και με παλμό, με έντονη την παρουσία παιδιών όλων των ηλικιών, μάλλον θα σχημάτιζε μια διαστρεβλωμένη εικόνα για τη φετινή διοργάνωση. Ο Κώστας Σιλβέστρος και οι συνεργάτες του παρουσίασαν μια πρόταση που διέθετε αρκετά από τα βασικά συστατικά του «STILL», που έκλεψε τις εντυπώσεις στο περσινό Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας, αλλά με την αιώνια αίσθηση και αύρα που εγγυάται η επιβλητική δύναμη της αναλλοίωτης, κρυστάλλινης γραφής του Βάρδου του Έιβον.

Το αποτέλεσμα ήταν νόστιμο και χορταστικό, φαντεζί όσο χρειαζόταν, με τα ξωτικά, τις νεράιδες, τους βασιλιάδες και τις πριγκίπισσες να ξεπηδούν μέσα σ’ ένα προσεγμένο σύμπαν με ελκυστικά σκηνικά και κοστούμια, χρωματικές αντιθέσεις, παιχνίδια με τις σκιές, ολοζώντανη μουσική, έξυπνα και λειτουργικά εφέ. Έτσι, έφτανε ακόμη πιο γλαφυρά η μαγεία στα παιδικά και ενήλικα μάτια. Ήταν πράγματι για τους νεότερους μια διασκεδαστική εισαγωγή και γνωριμία με τον αμύθητο κόσμο του Σαίξπηρ κι ένας εγκλιματισμός με την ονειρική του διάσταση, η οποία προτείνεται ως μια διαρκής δυνατότητα για τον άνθρωπο.

Έτσι κι αλλιώς, «είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό των ονείρων και ύπνος κυκλώνει τη σύντομη ζωή μας», όπως διατείνεται κι ο Πρόσπερο στην «Τρικυμία». Φέτος, είχαμε την ευκαιρία ν’ ακούσουμε (μεταξύ άλλων) τον εμβληματικό αυτό στίχο στα γαλλικά, αποδομένο μέσα από το ελλειπτικό και μυστηριακό πρίσμα της φαντασίας του γκουρού του παγκόσμιου θεάτρου, Πίτερ Μπρουκ. Μπορεί ο ίδιος να μας άφησε χρόνους λίγες μόνο εβδομάδες αφότου ανακοινώθηκε η συμπερίληψη της τελευταίας του παράστασης στο πρόγραμμα του φεστιβάλ, εντούτοις να που αξιωθήκαμε να πάρουμε και στην Κύπρο ζωντανά μια γεύση από το απαράμιλλο πνεύμα του. Αυτό και μόνο έπρεπε να αποτελεί λόγο για να γεμίσει ασφυκτικά το Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, κάτι που δεν συνέβη.

Από εκεί και πέρα, αντιλαμβάνομαι τους λόγους για τους οποίους ξενίστηκαν αρκετοί από όσους τελικά είδαν την παράσταση. Είχαν ακούσει τόσα και τόσα και περίπου ανέμεναν ότι θα συγκλονιστούν εκ βάθρων με κάτι παρεμφερές με τη θρυλική «Mahabharata». Όμως, το «Tempest Project» δίχασε όχι τόσο για την οπτική του σύλληψη, όσο για τον ρυθμό και το ύφος του. Εντούτοις πέρα από την ιστορική σημασία της πρότασης, που θα κοσμούσε το κυπριακό φεστιβάλ ακόμη κι αν οι ηθοποιοί στέκονταν και κοίταζαν αμίλητοι το κοινό, πιστεύω ότι το ζουμί της είχε τον τρόπο να προσεγγίσει κάποιον που είχε την επιδεκτικότητα και τη διάθεση να επικοινωνήσει μαζί της. Χρειαζόταν όμως μια μικρή προσπάθεια. Ο αινιγματικός μινιμαλισμός της σύλληψης συνομιλούσε απευθείας με την ουσία του σαιξπηρικού λόγου, αλλά και με τα νοήματα ανάμεσα στις λέξεις. Στον αντίποδα με την παράσταση του «Ονείρου», εδώ κυριαρχούσε μια ανυποχώρητη ερευνητική φλόγα που ζύγιζε και κοσκίνιζε την κάθε λέξη, ελευθερώνοντας μόνο την αλήθεια της.

Οι θεατές δεν είναι φυσικά υποχρεωμένοι να έχουν καταπιεί βιβλιοθήκες με αναλύσεις πάνω στον Σαίξπηρ ώστε να ακολουθήσουν με ευλάβεια την μπρούκια συλλογιστική. Είχαν όμως τη δυνατότητα να ανοίξουν τις κεραίες τους στην αξεδιάλυτη εκφραστικότητα της παράστασης, με τον τρόπο που παρακολουθεί κανείς μια αυστηρή ιεροτελεστία. Έμοιαζε μ’ ένα δύσληπτο μάθημα το οποίο όμως για πολλά χρόνια θα μνημονεύεται ακόμη από όσους είχαν την ευκαιρία να το παρακολουθήσουν. Και το πνεύμα του Μπρουκ, τον οποίο ενδιέφεραν περισσότερο οι αρνητικές παρατηρήσεις παρά τα εγκώμια, θα πεταρίζει δικαιωμένο.

Το πιο δυνατό χαρτί του φετινού φεστιβάλ αποδείχτηκε επί σκηνής η παράσταση του NDT 2, της αναπτυξιακής προέκτασης του Nederlands Dans Theater, με το νέο αίμα χορευτών να αποδίδει τρεις μαγευτικές εργασίες σπουδαίων διεθνών χορογράφων. Κατά τ’ άλλα, το πρόσημο μπορεί να βγαίνει θετικό όμως ο συνολικός απολογισμός δημιουργεί μια στυφή γεύση ανικανοποίητου, ειδικά σε ό,τι αφορά το πρώτο μισό του φετινού προγράμματος.

Μπορεί η 30η διοργάνωση να ήταν η πρώτη που έλαβε χώρα στην εποχή του Υφυπουργείου Πολιτισμού, ωστόσο το πλαίσιο, ο προϋπολογισμός και το πρόγραμμα είχαν ήδη τροχοδρομηθεί από προηγουμένως. Από εδώ και πέρα, οι καιροί ου μενετοί, αναμένουμε με ενδιαφέρον τα επόμενα βήματα σε συνάρτηση με την πολιτική που χαράσσει το υφυπουργείο. Μια μικρή αύξηση στο μπάτζετ που έχει ήδη εξαγγελθεί δεν αρκεί από μόνη της για να φέρει την άνοιξη.

Με το «σφύριγμα της λήξης» του φετινού φεστιβάλ θα έπρεπε να έχουν ξεκινήσει οι σοβαρές ζυμώσεις που όλοι αναμένουμε για την επόμενη μέρα. Ζυμώσεις που αφορούν το όραμα, τους στόχους και τη στρατηγική της διοργάνωσης. Αν αυτό μεταφράζεται σε ριζικές αλλαγές προσώπων και δομών, θα είναι καλοδεχούμενες. Μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι σοβαρές, τεκμηριωμένες, υποσχόμενες, στο πνεύμα και τις απαιτήσεις της εποχής και στα πρότυπα ανάλογων διοργανώσεων του εξωτερικού. Είναι ξεκάθαρο ότι Διεθνές Φεστιβάλ Κύπρια βρίσκεται πλέον σ’ ένα μεταίχμιο, στο κλείσιμο ενός κύκλου. Και πρέπει ο καινούριος κύκλος που θ’ ανοίξει να το βάλει δυναμικά σε μια ρότα ουσιαστικής εξέλιξης.

* «Our revels now are ended». Λόγια του Πρόσπερο από την Τρικυμία, Πράξη 4, Σκηνή 1.

** Η κεντρική φωτογραφία είναι από την παράσταση «Όνειρο θερινής νυχτός». 

Ελεύθερα, 23.10.2022