Ο γονέας που επιθυμεί να διαθέσει και μεταβιβάσει περιουσία σε τέκνο του και ενεργεί λόγω της φυσικής αγάπης και στοργής που υπάρχει μεταξύ τους, δεν πρέπει να αφήνει θέματα σε εκκρεμότητα που δυνατό να δημιουργήσουν σοβαρές διαφορές μεταξύ των τέκνων του και να οδηγούνται στα Δικαστήρια. Η ολοκλήρωση μιας δωρεάς χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, εκτός της διαφύλαξης του δικαιώματος οίκησης εφ’ όρου ζωής ή της επικαρπίας προς όφελος του γονέα, είναι προτιμητέα. Οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε δωρητήριο έγγραφο και μάλιστα κατά τρόπον αόριστο για προτιθέμενο δικαίωμα προς άλλο τέκνο που δεν είναι συμβαλλόμενος πρέπει να αποφεύγεται. Η αποδοχή της δωρεάς πρέπει να είναι άνευ όρων, εκτός από τη διαφύλαξη του δικαιώματος οίκησης ή επικαρπίας, έτσι ώστε να αποφεύγονται αχρείαστες συγκρούσεις μεταξύ των τέκνων. Το περιεχόμενο του δωρητηρίου εγγράφου πρέπει να είναι απλό, σαφές και χωρίς επιφυλάξεις. Μάλιστα, δωρεές που έγιναν μεταξύ προσώπων που δεν έχουν στενή συγγένεια είναι έγκυρες, παρόλη την ανυπαρξία αντιπαροχής λόγω της ολοκλήρωσης τους.

Η συμβατική σχέση σε δωρητήριο έγγραφο είναι μεταξύ του δωρητή και του δωρεοδόχου και τυχόν αναφορά σε τρίτο πρόσωπο, ιδία άλλο τέκνο, δεν δημιουργεί συμβατικό δεσμό άνευ ετέρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επισημάνσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε ο Δικαστής κ. Ι. Ιωαννίδης στην Π.Ε.211/2014 ημερ.8.7.2022, όπου επενέβη και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση που διέταξε την εφεσείουσα να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εγγραφή ή μεταβίβαση των επίδικων κτημάτων στο όνομα του εφεσίβλητου. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε εύρημα ότι η μητέρα του εφεσίβλητου μεταβίβασε τα κτήματα διά δωρεάς στην αδελφή του υπό την αίρεση ότι αυτή μετά την πάροδο πέντε χρόνων θα τα μεταβίβαζε σε αυτόν. Επίσης εσφαλμένο ήταν το εύρημα του ότι η επιθυμία της μητέρας όταν αυτή μεταβίβαζε τα κτήματα στην αδελφή του, η οποία τα ενέγραψε μετά στην εφεσείουσα εταιρεία, ήταν όπως αυτά εντέλει να μεταβιβαστούν στον εφεσίβλητο. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέθεσε το περιεχόμενο του δωρητηρίου εγγράφου μεταξύ της μητέρας και της αδελφής του εφεσίβλητου, το οποίο δεν δικαιολογούσε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο δωρητήριο έγγραφο υπήρχε πρόνοια ότι η δικαιοδόχος αποδέχεται τη δωρεά της δικαιοπαρόχου και όπως μετά την πάροδο πενταετίας και ότε τα γεγονότα θα το επιτρέψουν θα ανεγείρει ισόγειο κατοικία ή κατάστημα ή εστιατόριο εντός των δωρηθέντων κτημάτων και να το εγγράψει και/ή δωρίσει επί ονόματι του αδελφού της. Τόνισε ότι ουδέποτε η δικαιοδόχος, αδελφή του εφεσίβλητου ανέλαβε, δυνάμει της συμφωνίας δωρεάς, την υποχρέωση να μεταβιβάσει τα δύο κτήματα που της είχε δωρίσει η μητέρα της στον εφεσίβλητο αδελφό της. Εκείνο που συμφώνησε με τη μητέρα της να κάνει, ήταν να ανεγείρει, 5 χρόνια μετά τη σύναψη της συμφωνίας και όταν τα γεγονότα θα το επέτρεπαν, «ισόγεια κατοικία ή κατάστημα ή εστιατόριο» εντός των δύο κτημάτων, το οποίο θα είχε υποχρέωση να εγγράψει και/ή δωρίσει στον αδελφό της εφεσίβλητο.

Το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του πως η Έκθεση Απαίτησης δεν αποτύπωνε το ακριβές περιεχόμενο του δωρητηρίου εγγράφου και είχε συνταχθεί με παραπλανητικό τρόπο, κάτι που δυστυχώς δεν διαπίστωσε ούτε ο συνήγορος υπεράσπισης αλλά ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης γινόταν ειδική αναφορά στο περιεχόμενο του δωρητηρίου εγγράφου, η οποία όμως ουδόλως υποστηριζόταν από το ίδιο το δωρητήριο έγγραφο. Όχι μόνο δεν υπήρχε υποχρέωση εκ μέρους της δικαιοδόχου για μεταβίβαση των δύο κτημάτων στον εφεσίβλητο, με ή χωρίς οικοδομήματα, αλλά ούτε και υποχρέωση ανέγερσης ισόγειας κατοικίας ή καταστήματος ή εστιατορίου εντός 5 ετών από τη σύναψη της συμφωνίας δωρεάς. Η συμφωνία έλεγε, μετά πάροδο πενταετίας και ότε τα γεγονότα θα το επιτρέψουν, τότε η δικαιοδόχος θα είχε υποχρέωση να ανεγείρει και να μεταβιβάσει ισόγειο κατοικία ή κατάστημα ή εστιατόριο στον εφεσίβλητο αδελφό της.

Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία δωρεάς. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της, αυτός ο οποίος θα παρέβαινε τους όρους της, θα υπόκειτο στην πληρωμή νομίμων αποζημιώσεων προς το έτερο συμβαλλόμενο μέρος και όχι προς τον εφεσίβλητο αδελφό της δικαιοδόχου. Υπό το φως της κατάληξης του, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εξετάσει αν εδώ θα μπορούσε να παρακαμφθεί το δόγμα της συμβατικής σχέσης, το οποίο δεν ηγέρθηκε, κάνοντας δεκτή την έφεση. 

* Δικηγόρος στη Λάρνακα