Στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ο Σωκράτης συζητά περί Δικαιοσύνης και Δικαίου με τον οικοδεσπότη, Κέφαλο, έναν πλούσιο έμπορο, ο οποίος έχει την αίσθηση ότι έζησε μια δίκαιη ζωή και ήρεμα, με αγαθή ελπίδα, αντικρύζει τώρα τον θάνατο.
Όταν αποχωρεί ο Κέφαλος, ο διάλογος αρχίζει έντονος.
Στην πρώτη σκηνή βρίσκουμε τον Σωκράτη να συζητά με τον Πολέμαρχο, τον γιο του Κέφαλου.
Δίκαιο, λέει ο Πολέμαρχος, είναι να δίνει κανείς πίσω τα οφειλόμενα. Με το πνεύμα αυτό αναμένεται να ενεργεί ένας καλός έμπορος στις δοσοληψίες του, δίκαιο είναι να κάνει κανείς καλό στους φίλους και κακό στους εχθρούς.
Στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας, βλέπουμε τον Σωκράτη στον διάλογο με τον Γλαύκωνα:
Η Δικαιοσύνη, ισχυρίζεται ο Γλαύκων, είναι προϊόν αδυναμίας, διότι εάν είχαν εξασφαλισμένη την ατιμωρησία, και οι δίκαιοι και οι άδικοι, θα έκαναν όλοι τα χειρότερα εγκλήματα για να κορέσουν τη φιληδονία τους.
Η Δικαιοσύνη, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται σε κάποια καθαρή ψυχική διάθεση, αλλά σε βιασμό της θελήσεως, είναι συμβιβασμός που επιτρέπει τη δύσκολη συνύπαρξη του συλλογικού με το ατομικό και τίποτε άλλο.
Ο Σωκράτης λέει ότι η Δικαιοσύνη έχει να κάνει, όχι με το φαινομενικό, αλλά με την αλήθεια, πώς είναι δυνατόν ο δίκαιος, που είναι καλός, να προξενεί κακό βλάπτοντας τους εχθρούς;
Το Δίκαιο είναι μια ηθική αξία, ασυμβίβαστη με το άδικο και το κακό.
Η άσκηση του δικαίου δεν μπορεί να οδηγεί στην ανταδικία, ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αδικούμε, αλλά και να μην ανταποδίδουμε την αδικία (μή ανταδικείν). «Οὐ δεῖ ἀδικεῖν, οὐδέ ἀνταδικεῖν ἀδικούμενος» (Κρίτων).
Η αρχή λοιπόν της συμβατικής ηθικής, να ωφελείς τους φίλους και να βλάπτεις τους εχθρούς, ναυαγεί μέσα στην ίδια την επιφανειακή της προσέγγιση, που δεν αντέχει ούτε στο κριτήριο της γνώσης, ούτε στο κριτήριο του αληθινά καλού. Η ηθική στο επίπεδο της δοσοληψίας, ερμηνευόμενη έτσι, οδηγεί τον άνθρωπο στην ύβρη της πλεονεξίας.
Ο Αριστοτέλης ασχολείται με το τι είναι Δικαιοσύνη κυρίως στα Ηθικά Νικομάχεια.
Η δικαιοσύνη ορίζεται ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία όποιου την ασκεί, αλλά στον άλλον άνθρωπο.
O Αριστοτέλης διακρίνει τη Δικαιοσύνη σε τρία είδη: το διανεμητικό, το διορθωτικό δίκαιο, το δίκαιο της αμοιβαιότητας.
Στη διανεμητική δικαιοσύνη η διανομή γίνεται με γεωμετρική αναλογία, με βάση δηλαδή την αξία του προσώπου.
Αντίθετα, στη διορθωτική δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία του ατόμου, αλλά η αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους, ενώ η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας είναι ανεξάρτητη από τις δύο προηγούμενες, γιατί, ενώ εκείνες απονέμονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας, η διανεμητική οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της πολιτικής κοινωνία και είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητάς της, όταν αποδίδεται με ανάλογο μέτρο.
Τι είναι τελικά η Δικαιοσύνη; Ταυτίζεται η Δικαιοσύνη με το Δίκαιον;
Ένα είναι το πιο σημαντικό, η Δικαιοσύνη και το Δίκαιο δεν θα πρέπει να αποκόπτονται από το Ηθικό και αυτό που ωφελεί τον άνθρωπο και την πόλη, την κοινωνία ως σύνολο.
Το Δίκαιο έχει παραμείνει να ορίζεται ως αυτό που γράφουν οι νόμοι και ερμηνεύουν τα δικαστήρια.
Το ποιος είναι ο νομοθέτης και το ποιος ο δικαστής έχει τεράστια σημασία.
Στην αρχαία Αθήνα του Περικλή και του Κλεισθένη, νομοθέτες ήταν όλοι οι πολίτες καθώς επίσης και οι δικαστές ήταν κληρωτοί (δηλαδή με κλήρο) πολίτες.
Η νομική δεν είναι επιστήμη
Σήμερα, στις δυτικές κοινωνίες, στα προαντιπροσωπευτικά συστήματα που έχουμε, τους νόμους νομοθετούν οι βουλευτές που ψηφίζονται κάθε Χ χρόνια και ερμηνεύουν τους νόμους οι δικαστές, οι οποίοι καθορίζονται και διορίζονται από τους ίδιους τους δικαστές, σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Η νομική ΔΕΝ είναι επιστήμη με την κλασσική σημασία του όρου, αφού δεν μπορείς να αποδείξεις κάτι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πειραματικά.
Η νομική είναι η ερμηνεία γραπτών κειμένων, τα οποία ονομάζουμε νόμους.
Φυσικά και υπάρχει μεθοδολογία για τον τρόπο που θα πρέπει να γίνονται οι ερμηνείες των νόμων αλλά στην τελική είναι απλά θέμα ερμηνείας των συγκεκριμενών ανθρώπων που ονομάζονται δικαστές.
Κλασσική περίπτωση, που αποδεικνύει ότι η νομική δεν είναι επιστήμη, σε κυπριακές υποθέσεις, είναι η απόφαση της ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Νικολάου Ναυσικά και άλλος (1991) 1 Α.Α.Δ. 963.
Πέντε δικαστές είπαν ότι ο νόμος περί ίδρυσης οικογενειακών δικαστηρίων είναι αντισυνταγματικός και πέντε είπαν ότι είναι συνταγματικός!
«Ενόψει της ισοψηφίας αυτής, η απάντηση στο Νομικό Ερώτημα που παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Οικογενειακό Δικαστήριο είναι ότι οι υπό εξέταση πιο πάνω Νόμοι είναι συνταγματικοί διότι δεν ανατράπηκε το τεκμήριο της συνταγματικότητας».
Άλλη κλασσική κυπριακή υπόθεση που καταδεικνύει με τον πιο έντονο τρόπο ότι η νομική είναι θέμα ερμηνείας ενός νόμου είναι η υπόθεση Αποστόλου, στην οποία ο δικαστής Ανώτατου Δικαστηρίου Κωνσταντινίδης, ανέτρεψε μια παράνομη/νόμιμη επί της ουσίας πρακτική που τηρείτο από όλους για 21 ολόκληρα χρόνια!
Δηλαδή, τα οικογενειακά δικαστήρια εξέδιδαν φυλακιστήρια για παράλειψη πληρωμής διατροφής μόνο με την ένορκη δήλωση του ενός μέρους, χωρίς καν να ακουστεί το άλλο μέρος.
Παραδείγματος χάριν, έκανε ένορκη δήλωση η σύζυγος ότι ο πρώην σύζυγος δεν κατέβαλε τη διατροφή για τον προηγούμενο μήνα και το δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του μόνο τη μαρτυρία του ενός μέρους, εξέδιδε φυλακιστήριο και η αστυνομία συλλάμβανε τον σύζυγο, ο οποίος ενδεχομένως να είχε καταβάλει τη διατροφή και να μην διέπραξε τίποτα παράνομο, αλλά απλά δεν είχε την ευχέρεια να το δηλώσει και να το αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου.
Αυτή η πρακτική, η οποία θεωρείτο νόμιμη για 21 ολόκληρα χρόνια, ανατράπηκε από τον δικαστή Κωνσταντινίδη το 2011.
Πολύ χαρακτηριστική επί αυτού του σημείου επίσης είναι η απόφαση Βρούντου, του Ανώτατου Δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Μάλιστα, στο κείμενο της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου γίνεται ρητή αναφορά πως τα 3 Ανώτατα Δικαστήρια της Ελλάδας είχαν διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά το ίδιο θέμα, δηλαδή του κατά πόσο θα πρέπει το δικαστήριο να παρεμβαίνει θετικά και να αποκαθιστά την αρχή της ισότητας όταν φαίνεται να υπάρχει νομοθετική παραβίαση.
Το ΕΔΑΔ ανέτρεψε την ερμηνεία που έδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο τον Οκτώβρη του 2015, 11 χρόνια μετά την πρώτη απόφαση το 2004.
Δεν υπάρχουν θέσφατα, ούτε ιερά κείμενα και ερμηνείες τους.
Υπάρχουν άνθρωποι που ερμηνεύουν και πολλές φορές η ερμηνεία τους εμπεριέχει τις προσωπικές τους απόψεις, τις προκαταλήψεις, ακόμη και σκοπιμότητες.
* Advocates-Legal Consultants