Ακόμη και στις θεωρητικά προηγμένες χώρες, η κατάρα της πανδημίας χρησίμευσε ως λυδία λίθος που κατέδειξε την ευαλωτότητα, τις ανισότητες και τις αδυναμίες του δημιουργικού τομέα. Αυτό που κατέστη σαφές είναι ότι όχι απλώς δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο για αδράνεια, αλλά δεν αρκεί ούτε ακόμη και η στοχευμένη οικονομική στήριξη. Είναι καιρός για σοβαρές και επαναστατικές αλλαγές στη ρίζα του τρόπου με τον οποίο ο πολιτιστικός τομέας λειτουργεί μέσα στην οικονομία, κυριότερα ως προς τη διαχείριση του εργατικού δυναμικού.
Στη Βρετανία, πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν ότι ο τομέας αυτός είναι βαθιά άνισος, βρίσκεται σε σημείο καμπής και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο επικείμενης εξάντλησης, σε συνδυασμό με σημαντικά κενά σε δεξιότητες και έμψυχο δυναμικό. Και διαπιστώνεται η ανάγκη να αξιοποιηθεί η δυναμική που προέκυψε από τις θετικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας κι είχαν να κάνουν με την αναθεώρηση και τον επανασχεδιασμό κάποιων πρακτικών, την επαγγελματική ανάπτυξη, τη δικτύωση, την αξιολόγηση, την περισυλλογή, την καινοτομία. Η επόμενη μέρα θα μπορούσε δυνητικά να είναι ρόδινη μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το φάσμα του πολιτισμού θα βρει τρόπο να λειτουργήσει ως ενιαίο οικοσύστημα.
Στην Κύπρο, η έντονη αβεβαιότητα σε συνάρτηση με την οφθαλμοφανή- και κοινώς παραδεκτή πια- έλλειψη επαρκούς πολιτικής προκάλεσε μεγάλη αναμπουμπούλα στους εμπλεκόμενους στον πολιτισμό. Μάλιστα, η ζοφερή περίοδος της πανδημίας συνέπεσε χρονικά με την αφερέπονη προετοιμασία του κράτους για τη μετάβαση στην εποχή της αυτόνομης πολιτιστικής διακυβέρνησης, με όλες τις αναταράξεις, τις προστριβές και την αμφισβήτηση που αυτή δημιούργησε, ελέω και των τσαλαβούτικων χειρισμών από πλευράς των αρμοδίων. Η προετοιμασία του Υφυπουργείου Πολιτισμού πήρε σχεδόν τέσσερα χρόνια- πολλά σε σχέση με άλλες ανάλογες δομές που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά λίγα αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για μια διαδικασία πολιτικής ενηλικίωσης του κράτους η οποία χρειάστηκε δεκαετίες ολόκληρες.
Το επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι εξελίξεις… δεν περίμεναν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή πότε επιτέλους θα αποφασίσει να διαβεί τον Ρουβίκωνα και θα δόξει να φτιάξει δομές πολιτιστικής διακυβέρνησης. Ο κόσμος προχωρά, ή μάλλον καλπάζει, και το σκηνικό που διαμορφώνεται στην εποχή του Covid δημιουργεί καινούρια δεδομένα και νέες ανάγκες. Αυτός ο άτιμος ο κορωνοϊός, που για όλα φταίει, ξεσκέπασε κάτω από το χαλί όπου βρίσκονταν, μύριες όσες παθογένειες. Ξαφνικά, «ανακαλύψαμε» με κάποια έκπληξη πόσο εκτεθειμένοι και επί ξυρού ακμής ήταν οι επαγγελματίες του πολιτισμού.
Για την ακρίβεια το πρώτο «σοκ» ήρθε από τη διαπίστωση ότι… υπάρχουν και κάμποσοι επαγγελματίες στον συγκεκριμένο χώρο και δεν πρόκειται απλώς για μια δράκα εκκεντρικών που κάνουν το ψώνιο τους. Αναγνωρίσαμε κοινώς την ύπαρξη της λεγόμενης δημιουργικής βιομηχανίας και συνειδητοποιήσαμε, μάλιστα, και πόσο πολύτιμη είναι για την ευημερία μας. Από κάθε άποψη.
Ένα από τα βασικά προβλήματα στον πολιτισμό είναι η εργασιακή επισφάλεια και μια από τις προτεραιότητες που πρέπει να δοθούν είναι ένα γενναίο μεταρρυθμιστικό πλάνο για τη δημιουργία ενός σύγχρονου ασφαλιστικού πλαισίου. Η διαδικασία αυτή προφανώς συνδέεται με το προς κατάθεση στη Βουλή νομοσχέδιο που θα ρυθμίζει το καθεστώς και την επαγγελματική ιδιότητα των καλλιτεχνών και των εργαζόμενων στον χώρο του πολιτισμού. Το οποίο νομοσχέδιο, παρεμπιπτόντως, «ψηνόταν» παράλληλα με το αντίστοιχο για το Υφυπουργείο Πολιτισμού, αλλά κάποια στιγμή στη διαδρομή το μομέντουμ «ξεφούσκωσε» και μοιάζει να έχει μείνει κάπως πίσω. Κι αν η υπόθεση του υφυπουργείου είχε ένα σωρό δικαιολογίες συνταγματικού, πολιτικού, νομοθετικού κ.λπ. κ.λπ. τύπου για να καθυστερήσει, η υπόθεση του status του καλλιτέχνη τι δικαιολογίες έχει; Η απάντηση νομίζω ότι είναι κατάδηλη.
Ο πρώτος υφυπουργός αναλαμβάνει τυπικά σε δύο μήνες κι αν αναλογιστεί κανείς ότι θεωρητικά θα έχει στη διάθεσή του 6-7 μήνες για να θέσει επί της ουσίας τις βάσεις με τις οποίες θα λειτουργήσει η νέα δομή τα επόμενα χρόνια, αντιλαμβάνεται ότι τα χρονικά περιθώρια είναι στενά. Ο Γιάννης Τουμαζής δεν έχει περιθώριο να κάθεται με σταυρωμένα χέρια και να μετράει αντίστροφα μέχρι την 1η Ιουλίου. Λογικά έχει ήδη αναλάβει δράση, δηλαδή ενημερώνεται, προετοιμάζεται, σχεδιάζει τα πρώτα βήματα.
Παράλληλα, υπενθυμίζω στο ΥΠΠΑΝ για να μην ξεχνιέται ότι εξακολουθεί να διατηρεί ακόμη μέχρι τον Ιούλιο εκείνο το δεύτερο «Π» στο ακρωνύμιό του. Κι αυτό δεν είναι μια τυπική υπόθεση, αλλά συνεπάγεται ένα σωρό ακόμη επίσημες ευθύνες και τρέχοντα ζητήματα και μάλιστα σε μια κρίσιμη και τεταμένη περίοδο για τον τομέα. Την ίδια στιγμή, επίσης, το Υπουργείο που επί 60 χρόνια τώρα χειρίζεται αυτό το θαλασσοδαρμένο χαρτοφυλάκιο έχει μπροστά του μερικές εβδομάδες ακόμη για να διασφαλίσει την ομαλή διαδικασία παράδοσης- παραλαβής μιας βαριάς σκυτάλης.
Ο πρώτος Υφυπουργός Πολιτισμού παραλαμβάνει μια «δημοσιονομικά ουδέτερη» λευκή κόλλα με αλχημείες μεταξύ στοιχειωδών δομών και θα πρέπει μέσα σε λίγους μήνες να παραδώσει μια νέα, στιβαρή και οργανωμένη δομή. Μοιάζει με αποστολή πολιτικής αυτοκτονίας, αλλά βέβαια αυτό δεν πρέπει να τον ενοχλεί εφόσον δεν είναι καριερίστας πολιτικός. Συν τοις άλλοις, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο τομέας είναι εκ φύσεως δομημένος από τη βάση προς τα πάνω, επομένως όσο στοχευμένη κι αν είναι μια στρατηγική χρηματοδότησης ή, στη συγκεκριμένη συγκυρία, μια στρατηγική υποστήριξης έκτακτης ανάγκης, η πλήρης πρόσβαση στα περίπλοκα και άνισα πολιτιστικά οικοσυστήματα είναι ακατόρθωτη.
Επιπλέον, επειδή διάγουμε ζόρικες εποχές που δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσουν, απαιτείται επαναπροσδιορισμός της ανθεκτικότητας στον τομέα και επικουρία της καλής δικτύωσης ατόμων και συνόλων. Ο κλάδος θα πρέπει να ενδυναμωθεί αλλά και να αναδειχτεί σε παράγοντα βιώσιμης ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής, ενώ η πολιτιστική διακυβέρνηση δεν αρκεί να δημιουργήσει άμεσα μια δομή και να αρκεστεί μετά σ’ αυτή λειτουργώντας διεκπεραιωτικά.
Στo αμέσως επόμενο στάδιο πρέπει να δρομολογηθούν μηχανισμοί και μεταρρυθμίσεις που αφορούν την πιο λειτουργική απορρόφηση κρατικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, την ανάπτυξη δεξιοτήτων των εργαζόμενων στον κλάδο, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του πολιτισμού, τη θωράκιση των πνευματικών δικαιωμάτων, την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των πολιτιστικών οικοσυστημάτων, την ανάπτυξη και εξέλιξη του κοινού.
Είναι τόσο πολλά που πρέπει να γίνουν και δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για δολιχοδρομήσεις και αμλετισμούς. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι.
Ελεύθερα, 1.5.2022