Η δημοσιογράφος Νατάσα Μπαστέα, με άρθρο της στην εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ αναφέρεται στις συζητήσεις που εν προκειμένω, έχουν εκκινήσει στο τρίγωνο Ταλιμπάν-Τουρκία και Κατάρ, για την λειτουργία του Διεθνούς Αεροδρομίου ‘Χαμίντ Καρζάι’ της Καμπούλ.[1]

Σταχυολογούμε ενδεικτικά από το άρθρο της δημοσιογράφου: «Αξιωματούχοι από την Τουρκία και το Κατάρ ήταν προγραμματισμένο να συναντηθούν χθες βράδυ στην Ντόχα (σ.σ: το βράδυ της Δευτέρας 20 Δεκεμβρίου), πρωτεύουσα του Κατάρ και αργότερα να ταξιδέψουν μαζί στην Καμπούλ προκειμένου να συζητήσουν μια επίσημη συμφωνία για τη λειτουργία του αεροδρομίου της αφγανικής πρωτεύουσας με τους Ταλιμπάν που βρίσκονται στην κυβέρνηση, δήλωσε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου».[2]  

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να τονίσουμε πως οι συζητήσεις μεταξύ αξιωματούχων της Τουρκίας και του Κατάρ με εκπροσώπους των Ταλιμπάν, σχετικά με την διασφάλιση της λειτουργίας του αεροδρομίου της Καμπούλ δεν είναι καινούργιες.

Αντιθέτως, είχαν ξεκινήσει από τις αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, όταν και ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των τελευταίων τμημάτων των Αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη χώρα, με την Τουρκία (αλλά και Αραβικές μοναρχίες του Κόλπου), να σπεύδουν να προσφέρει εχέγγυα ασφαλούς λειτουργίας του αεροδρομίου, και ως έναυσμα για την ενίσχυση των διμερών της σχέσεων με τους Ταλιμπάν, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτή η διμερής σχέση δεν είχε διαταραχθεί εν καιρώ παραμονής στη χώρα, στρατιωτικών δυνάμεων των Ηνωμένων πολιτειών (και όχι μόνο).

Μάλιστα, μεταξύ των τριών πλευρών, επιτεύχθηκε ένα modus vivendi που συνέβαλλε στην συνέχιση της λειτουργίας του αεροδρομίου μετά την οριστική αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη χώρα, με την Τουρκία και το Κατάρ να επενδύουν πάνω σε αυτή την ήδη διαμορφωθείσα παρακαταθήκη συνεργασίας, για να εξασφαλίσουν την εκ νέου εμπλοκή τους στα τη λειτουργίας του αεροδρομίου.[3]

Όμως, σε αυτό το σημείο, θεωρούμε πως ανακύπτει ένα βαθύτερο στοιχείο, το οποίο και δεν έχει να κάνει με αμιγώς τεχνικά θέματα που αφορούν την λειτουργία του αεροδρομίου. Και ποιο είναι αυτό το στοιχείο; Είναι το ό,τι, μέσω των συγκεκριμένων εξελίξεων, Τουρκία, Κατάρ (και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), σπεύδουν να διεκδικήσουν λόγο και ρόλο στο Αφγανιστάν της μετά-ΗΠΑ εποχής, επιδιώκοντας παράλληλα να προεκτείνουν την γεω-πολιτική τους επιρροή έως την καρδιά της Κεντρικής Ασίας.

Σε μία τέτοια επιδίωξη, συνδράμει και η όλη στάση της Ισλαμιστικής οργάνωσης των Ταλιμπάν, στο βαθμό όπου οι τελευταίοι, αφενός μεν διέκειντο ευνοϊκά προς τις συγκεκριμένες, μουσουλμανικές χώρες (ας την κρατήσουμε αυτή την παράμετρο),[4] αφετέρου δε, δεν επιθυμούν την πλήρη διακοπή των διαύλων επικοινωνίας τους με τον έξω κόσμο, ιδίως από την στιγμή όπου, όχι μόνο δεν έχει εκδηλωθεί κάποιο μαζικό ‘κύμα’ αναγνωρίσεων της νέας πραγματικότητας που έχει προκύψει στο Αφγανιστάν από τις 15 Αυγούστου  του 2021, όταν ουσιαστικά οι Ταλιμπάν εισήλθαν ως νικητές στην Καμπούλ, εκδιώκοντας την κυβέρνηση της χώρας, αλλά, επίσης, δεν έχει προκύψει κάποια μεμονωμένη (και Δυτική) χώρα που να έχει προβεί στην αναγνώριση του καθεστώτος των Ταλιμπάν.

Υπό αυτό το πρίσμα, δίχως να διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις μίας γεω-πολιτικής αλληλεξάρτησης, θα λέγαμε πως, τουλάχιστον ανακύπτει ένα πλαίσιο αμοιβαιότητας που διευκολύνει τις επιδιώξεις της Τουρκίας και του Κατάρ, εκεί όπου, και οι δύο χώρες, εξαρχής, κατάφεραν να δημιουργήσουν διαύλους επικοινωνίας με τους Ταλιμπάν.

Επιτυγχάνοντας σε αρχικό στάδιο, να κρατήσουν ανοιχτό το αεροδρόμιο. Για την Τουρκία, η εμπλοκή της στα του Αφγανιστάν, της παρέχει την δυνατότητα να αναδείξει ευκρινώς το ό,τι είναι μία χώρα πάροχος ασφάλειας και δη περιφερειακής ασφάλεια, παρά τις περί του αντιθέτου κατηγορίες και λεγόμενα, ενισχύοντας παράλληλα τις διμερείς της σχέσεις με το Κατάρ.

 Για την ακρίβεια,[5] μία τέτοια κοινή επιδίωξη, συνιστά ένδειξη των ανεπτυγμένων σχέσεων που διατηρεί με το Κατάρ, το οποίο, κατάφερε μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά από την είσοδο των Ταλιμπάν στην πρωτεύουσα και την αποχώρηση των Αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από την χώρα, να καλύψει ένα γεω-πολιτικό ‘κενό,’ σχετικό με την απουσία ενεργού συμμετοχής του στα δρώμενα του Αφγανιστάν. Η τελική απόφαση όμως, ανήκει στους Ταλιμπάν, που καλούνται να σταθμίσουν τα δεδομένα.

* Υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

[1] Βλέπε σχετικά, Μπαστέα Νατάσα, ‘Παιχνίδια της Τουρκίας και του Κατάρ στην Καμπούλ,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 21/12/2021, σελ. 38.

[2] Βλέπε σχετικά, Μπαστέα Νατάσα, ‘Παιχνίδια της Τουρκίας και του Κατάρ στην Καμπούλ…ό.π.

[3] Την σημαντικότητα που έχει το συγκεκριμένο αεροδρόμιο, την αναδεικνύει εναργώς η Νατάσα Μπαστέα: «Το αεροδρόμιο είναι κύρια αεροπορική σύνδεση του Αφγανιστάν με τον υπόλοιπο κόσμο σε μια εποχή που εκατομμύρια άτομα στην απομονωμένη αυτή χώρα αντιμετωπίζουν την πείνα εν μέσω ενός σκληρού χειμώνα». Ουσιαστικά, το αεροδρόμιο καθίσταται ο βασικός κόμβος επικοινωνίας του Αφγανιστάν με τον «υπόλοιπο κόσμο», η συνέχιση της λειτουργίας του οποίου, είναι ζωτικής σημασίας για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της χώρας (ανθρωπιστική βοήθεια), αλλά, και για τους ίδιους τους Ταλιμπάν, οι οποίοι, το τελευταίο που επιθυμούν, είναι το να απομονωθούν τελείως διπλωματικά.

[4] Η στάση των Ταλιμπάν ναι μεν είναι ευνοϊκή, από την άλλη όμως δε, δεν προσφέρεται άκριτα και δίχως επιφυλάξεις, που έχουν να κάνουν κύρια με τον υπόγειο φόβο ό,τι η επιθυμία της εμπλοκής των τριών αυτών χωρών στο Αφγανιστάν, με πρόσχημα την συνέχιση της λειτουργίας του αεροδρομίου, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την μονιμότερη, και σε ένα δεύτερο επίπεδο, παρεμβατική παρουσία τους στη χώρα. Αυτός ο φόβος όμως, που δεν εκφράζεται εμπρόθετα και ρητά, δεν αναιρεί το γεγονός πως οι Ταλιμπάν δείχνουν εμπιστοσύνη σε αυτές τις τρεις χώρες.

[5] O τίτλος που επιλέγει η Νατάσα Μπαστέα για το άρθρο της, ίσως αδικεί τις διεργασίες που συντελούνται και τις συσχετίσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων δρώντων, καθώς, θεωρούμε πως απλοποιεί δραστικά την όλη κατάσταση, βλέποντας ‘παιχνίδια,’ εκεί όπου ανακύπτει στρατηγικό ενδιαφέρον.