ΤΟΥ Χρυσοσώτηρος και αντί να ξενυκτήσουμε προσδοκώντας ν’ ανοίξει το καταπέτασμα του Ουρανού και να μας περιλούσει το Πλατάνι με το φως ιλαρόν του, ξενυκτούμε μπροστά στο ανάποδο/απροσδόκητο θέαμα: Πύρινες γλώσσες πεισματικά γλύφουν τα σύννεφα, με την καταστροφική καπνιά να διακρίνεται από το διάστημα και την αποπνικτική ατμόσφαιρα να πιέζει τα πλεμόνια των ανθρώπων από τη Μεσόγειο έως την υπερατλαντική Αμερική, ακυρώνοντας και την Ολυμπιακή Εκεχειρία και τα παιχνιδιάρικα πεφταστέρια του Αυγούστου.
Λοιπόν, μακριά από τους θρησκόληπτους και τις αντιεπιστημονικές εμμονές τους, αυθόρμητη η αναφώνηση/επίκληση:
– Παναγία μου!
Και η συνειρμική προέκταση, φορτωμένη με τις δεκαπενταυγουστιάτικες αναπολήσεις της Τροοδίτισσας:
– Μάνα μου!
Αυθόρμητα τα προσωνύμια της υμνωδίας Της, ως προσευχή που παραλείψαμε: Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε, αγνή, παρθένε, θεόνυμφε, Δέσποινα!
Μόνιμη καταφυγή μας σε όλες τις δύσκολες ώρες, έτσι και τώρα:
– Παναγία μου, βοήθα τους τρομοκρατημένους διψώντας για Ελευθερία και Υγεία:
Ως προείπε και ελάλησε ο Άγγελος Σικελιανός, ο ποιητής των παγκόσμιων ενοράσεων:
«σαν προαιώνιο σύμβολο Μεγάλης Θεάς,
της αιώνιας Μάνας,
αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,
με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,
για τον καημό της κόρης της λεγόταν
Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιού της
πιο πέρα ήταν Αλκμήνη ή Παναγία…»
Λοιπόν, εναλλασσόμενες έννοιες μιας –ένδον- επίκλησης και προσευχής:
– Παναγία μου:
– Μάνα μου!
με σιωπηρή την παράκληση:
«Την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι. Πρέσβευε υπέρ ημών, ως Γοργοεπήκοος!»