Συχνά στους δρόμους ακούμε απότομα φρεναρίσματα, ενώ βλέπουμε μια γάτα εφτάψυχη που μόλις τη γλύτωσε απ’ τους τροχούς κάποιου αυτοκινήτου. Αυτό το πανέμορφο, περήφανο αιλουροειδές, το συναντάμε παντού, στις πόλεις, στα χωριά, στις στέγες, στα κεραμίδια, στις ταβέρνες, στις παραλίες. Υπάρχουν βέβαια και οι περσικές, οι σιαμαίες ή της Αγκύρας που δεν τις βλέπουμε ποτέ, εφόσον βρίσκονται βουλιαγμένες στον καναπέ ενός σαλονιού.

Η γάτα υπήρχε στο νησί από τη νεολιθική εποχή αλλά σύμφωνα με τον θρύλο, τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν το καράβι της Αγίας Ελένης, προσάραξε στα νότια της Κύπρου μετά από μεγάλη θαλασσοταραχή, η αυτοκράτειρα βρήκε το νησί ερημωμένο, γεμάτο φίδια, μετά από σαράντα χρόνους ανομβρίας. Οι κάτοικοι το είχαν εγκαταλείψει καταφεύγοντας στις ακτές της Μικράς Ασίας. Ξαναγύρισε τότε η Αγία με ένα καράβι φορτωμένο γάτες που ξαμόλησε για να εξολοθρεύσουν τα ερπετά και ξάπλωσε να ξαποστάσει κοντά σ’ ένα ποτάμι, που ονομάστηκε Βασιλοπόταμος προς τιμήν της. Εκεί άκουσε φωνή από τον ουρανό που την πρόσταξε να κτίσει εκκλησία στη γειτονική Τόχνη, όπου και άφησε ένα κομμάτι από το τίμιο ξύλο.

Το όνομα του χωριού ανακαλεί πικρές μνήμες από τη σύγχρονη ιστορία μας. Η δική μου ιστορία από την πλευρά της μητέρας ξεκινά εκεί, στη δυτική όχθη του ποταμού Τέτιου που αργότερα ονομάστηκε Πεντάσχοινος. Ο προπάππος μου, ο Παπαρτέμης υπήρξε δάσκαλος και ιερέας του χωριού. Τα παιδιά του, μεταξύ των οποίων η κόρη του και γιαγιά μου, η Δέσποινα, μεγάλωσε με απέραντη πίστη στον Θεό και στον άνθρωπο. Ακόμα και όταν μια τραγωδία κτυπούσε την πόρτα της, είχε τεράστια αποθέματα πίστης και υπομονής ώστε να μην τα βάζει κάτω και να προχωρά. Ο δάσκαλος-πατέρας της, λάτρης της αρχαίας ελληνικής παιδείας, της έμαθε να σέβεται τις άλλες θρησκείες, τα ήθη και τα έθιμα των Τουρκοκυπρίων, μουσουλμάνων συγχωριανών της, συμμετέχοντας στις γιορτές, στους γάμους και στις κηδείες τους.

Δεν γνώρισα τους προπάππους παρά μόνο από κιτρινισμένες φωτογραφίες που κρέμονταν στην κάμαρα της γιαγιάς, η οποία παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια στην πόλη. Για μένα ήταν γιορτή η κάθε μας επίσκεψη στο χωριό, στις θείες Χρυσή, Καλυψώ, Πελαγία, γυναίκες με μυθικά ονόματα που είχε προτείνει ο Παπαρτέμης, του οποίου η σύζυγός λεγόταν Πηνελόπη, εξ ου και ονόμασε τον πρωτότοκό του γιό Τηλέμαχο, εμπνευσμένος από την Οδύσσεια. 

Οι γυναίκες τα δειλινά κάθονταν στα ανηφορικά καλντερίμια, κουβεντιάζοντας και κεντώντας λευκαρίτικα. Μας καλωσόριζαν και μας καλούσαν να μας τρατάρουν έστω και στο πόδι γλυκά, λεμονάδα ή φρούτα. Τον καφέ θα τον πίναμε στις θείες, ακόμη κι εμείς τα παιδιά βουτώντας σ’ αυτόν κουλουράκια. «Μάσιαλλα του εμεγάλωσε» μου έλεγαν κάθε φορά, Ελληνοκύπριες ή Τουρκοκύπριες, δεν τις ξεχώριζα, έτσι όπως κάθονταν όλες μαζί στα στενά που μύριζαν βασιλικό, αφού τέτοια ώρα πότιζαν τις γλάστρες τους. Ακόμη κι οι Τουρκοκύπριες έρχονταν στην εκκλησία ν’ ανάψουν ένα κεράκι στη γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ενώ εμείς ήμασταν καλεσμένοι στους γάμους και στο ραμαζάνι τους. Ύστερα η ζωή στο χωριό κόπηκε στα δυο, με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Κλάματα και ολολυγμοί, μοιρολόι και μετά απέραντη σιωπή.

Επιστρέφω εκεί κάθε 21η Μαΐου, παραμονή ή ανήμερα της μεγάλης γιορτής. Για χρόνια πήγαινα με τα παιδιά μου, έπειτα συνοδεύοντας τον ηλικιωμένο πατέρα. Τέτοια εποχή τα χωράφια τριγύρω είναι θερισμένα με μπάλες σανού και δεμάτια, ενώ τα υπόλοιπα κυματίζουν τα στάχυα τους, σαν μια θάλασσα χρυσή, περιμένοντας τη σειρά τους, σαν μπει ο Ιούνης ο Θεριστής. 

Στην πετρόχτιστη εκκλησία πάνω στη γέφυρα, όπου σε αλλοτινούς καιρούς έψαλλε ο προπάππος ο Παπαρτέμης, ανάβω ένα κεράκι εις μνήμην όλων αυτών που έζησαν κάποτε εδώ. Οι καμπάνες κτυπούν γιορτινά για τον εσπερινό, καθώς πέφτει το σούρουπο και ανάβουν τα πολύχρωμα φώτα της μεγάλης πανήγυρης. Ευωδιάζει το χωριό, από λιβάνι, γιασεμί και αγιόκλημα. Πραματευτάδες, καζαντιντήδες, οπωροπώλες απλώνουν τις πραμάτειες τους κατά μήκος του ποταμού. Οι γάτες της Αγίας Ελένης τριγυρνούν ανέμελες στα σοκάκια, μπλέκονται στα πόδια μας, περιμένοντας να τους ρίξουμε λίγο απ’ το σουβλάκι, τις σιεφταλιές ή τις κούπες που τρώμε μαζί με τη μπυρούδα μας.

Ανάμεσα στις καλαμιές, στην κοίτη του ποταμού, στα στάχυα, στις ελιές και τις χαρουπιές περνάει το θαλασσινό αεράκι, φέρνοντας κοντά μας ανάσες και φωνές ανθρώπων που αγαπήσαμε ή που απλά πέρασαν σιωπηλά από τη ζωή μας, με μια «καλημέρα», ένα «καλώς τους», ένα «κοπιάστε» ή ένα σφίξιμο του χεριού. Λέξεις και χειρονομίες που πάνε να εκλείψουν. Σκιρτώ, νιώθοντας την αύρα και την παρουσία τους ανεπαίσθητα ανάμεσά μας, μαζί με την πρώτη αίσθηση καλοκαιριού.

dena.toumazi@gmail.com