Μέρος Α΄: Μες στο ολόγιομο φεγγάρι
«Όταν ο ήλιος έβγαινε το πρωί, τραγουδούσε
Σαν μικρό πουλί που το προσκυνά, τραγουδούσε…
Για τη λύπη τη χαρά τραγουδούσε
Ήτανε ο τρελός του χωριού,
Ο τρελός που όλοι τον κερνούσαν
Καρπαζιές και ούζο, του χωριού ο τρελός…»
Με το νέο φεγγάρι ο Χαρίδημος γινόταν όλο και πιο ομιλητικός. Περπατούσε τραγουδώντας στα σοκάκια, στα αμπέλια και στα χωράφια με τα σπαρτά, καλημερίζοντας τους συγχωριανούς που έβλεπε στο διάβα του, ανταλλάζοντας κουβέντες και χωρατά. Στην πλατεία του χωριού με τα δύο καφενεία, των μακαριακών και των γριβικών, οι άντρες τον καλούσαν να κάτσει μαζί τους, τον κερνούσαν σουμάδα τον χειμώνα, κρύο τριαντάφυλλο το καλοκαίρι, ή κανένα λουκούμι της Γεροσιήπου. Καφέ όμως ποτέ, «να μεν τον πειράξει στα νεύρα», όπως τους ττεμπίσιαζε η μάνα του.
Καθόταν μαζί τους, παρακολουθώντας τους να παίζουν τάβλι, ακούγοντας τις κουβέντες και τους πολιτικούς τους καυγάδες, κάτω από το βλέμμα των ηρώων της Ελληνικής Επανάστασης που κρεμόντουσαν στους τοίχους ή των ηρώων του Απελευθερωτικού Αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. που μόλις πρόσφατα είχαν τοποθετηθεί και ήταν ακόμη φρέσκες, εν αντιθέσει με τις κιτρινισμένες ανατυπώσεις με ζωγραφιές του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, της Μπουμπουλίνας και της Μαντώς Μαυρογένους, των μόνων γυναικών που είχαν διαβεί το κατώφλι των δύο καφενείων, καθαρά ανδροκρατούμενων χώρων συνάξεως. Μόνη εξαίρεση η τζυρά Καλυψώ, η οποία έψηνε καφέδες βοηθώντας τον άντρα της, πίσω από τον ψηλό πάγκο.
Συχνά έσπαγαν πλάκα, πειράζοντας και γελώντας με τον Χαρίδημο ο οποίος σαν αντιλαμβανόταν πως τον κοροΐδευαν, σηκωνόταν να φύγει, βρίζοντας και αρχίζοντας να επικαλείται τους δαίμονες, ενώ αυτοί γελούσαν ακόμη πιο πολύ μαζί του αφού είχαν καταφέρει να φουτουνιάσουν τον «Πελλοχαρίδημον», όπως όλοι τον φώναζαν. Λες και υπήρχε ένας άγραφος νόμος σύμφωνα με τον οποίο το κάθε χωριό έπρεπε να έχει τον τρελό του, τουλάχιστον έναν, με τον οποίον γελούσαν οι άντρες και τα παιδιά. Και να μην υπήρχε, πάλι θα τον επινοούσαν.
Οι γυναίκες αντιθέτως πάντα προστατευτικές, καρτερικές, τού συμπεριφέρονταν όπως σ’ ένα δικό τους παιδί. Τον καλούσαν να κάτσει για να τον φιλέψουν με ό, τι τους βρισκόταν στο σπίτι, τον έβαζαν να τους τραγουδήσει ή τον έστελναν για κάποια θελήματα, κάτι που αυτός έκανε με χαρά και προθυμία αφού του άρεσε να νιώθει πως προσφέρει. Ακόμη και όταν έγινε άντρας, είχε πάντα την ψυχή ενός παιδιού, βλέποντας τον κόσμο με απόλυτη αθωότητα και αγάπη, παρατηρώντας κάθε μέρα τον ήλιο, τα ζώα, τα πουλιά με έκπληξη και δέος, λες και τα έβλεπε για πρώτη φορά.
Όσο οι μέρες περνούσαν και το φεγγάρι γέμιζε, δεν τον χωρούσε το σπίτι, ούτε το χωριό. Τριγυρνούσε τη νύχτα μες στο φεγγαρόφως σαν ξωτικό, πηδούσε στα δώματα, πήγαινε πέρα στο αλώνι ή στην πηγή. Παρόλο που δεν έκλεινε μάτι, η ανατολή τον έβρισκε το ίδιο φρέσκο, γεμάτο ζωντάνια και ενέργεια. Σαν γινόταν πανσέληνος, τη νύχτα που το ολόγιομο φεγγάρι ανατέλλει την ίδια ώρα ακριβώς που δύει ο ήλιος, θα γινόταν το αναπόφευκτο, αυτό που όλοι φοβόντουσαν.
Ο ουρανός ήταν τόσο φεγγερός που ούτε ένα άστρο δεν φαινόταν στο στερέωμα. Οι βουνοκορφές, τα σπίτια, τα αμπέλια και τα δέντρα φαίνονταν καθαρά μες στη νύχτα που έμοιαζε με μέρα. Οι χωρικοί κάθονταν ως αργά, στις αυλάδες ή στα καλντερίμια να πομορίσουν παρέα και να χαρούν τις δροσάτες θερινές νύχτες, με την ευωδιά των νυχτολούλουδων. Τις προχωρημένες ώρες όταν πια θα κοιμούνταν, ουρλιαχτά θα αντιλαλούσαν μες στη νύχτα, όπως αυτά ενός λύκου που αλυχτούσε.
Ήταν ο Χαρίδημος ανεβασμένος στο δώμα του σπιτιού αγνώριστος, ταμπουρωμένος, μισός άνθρωπος, μισός λύκος που έβγαζε άναρθρες κραυγές, συνομιλούσε με το φεγγάρι και με άγνωστα πλάσματα που μόνο αυτός έβλεπε. Δεν σταματούσε να «σεληνιάζεται» όπως έλεγαν οι άνθρωποι της υπαίθρου παρά όταν έβγαινε το άστρο της αυγής και η σελήνη έγερνε στη δύση. Οι γονείς και τ’ αδέλφια του, ξαγρυπνούσαν αυτή τη νύχτα στην αυλή, προσέχοντάς τον εξ αποστάσεως, ξέροντας όμως πως δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν ή να τον αγγίξουν για όσο διαρκούσε η κρίση και έπειτα τον βοηθούσαν, να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, όπου έπεφτε σε ένα μακρύ ύπνο του δικαίου.
«Κάτω απ’ τις ελιές το δικό του σπίτι
Για περβόλια κι αφρούς, θάλασσες και αύρες
Για ανοιχτά πανιά που δεν είχε δει ποτέ, τραγουδούσε»
(Στίχοι και μουσική: Αρλέτα)
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
dena.toumazi@gmail.co