Το ότι συνεχίζεται από την Αστυνομία (δηλαδή, την Εισαγγελία) η διαδικασία «ελέγχου» του Οδυσσέα Μιχαηλίδη ως ύποπτου για καταφρόνηση δικαστηρίου, επιβεβαιώνει αυτό που ισχυρίζεται ο ίδιος. Ότι ξεκίνησαν «την πολιτική δίωξη, την πολιτική φίμωση και την πολιτική εξόντωση μου».

Αυτό ισχυρίζεται και ο υποφαινόμενος. Είναι ευδιάκριτο ακόμα και μόνο από το γεγονός ότι οι ανακρίσεις που γίνονται αυτή τη στιγμή δεν αφορούν μόνο όσα είπε πρόσφατα ο κ. Μιχαηλίδης και τα οποία θα μπορούσε ο καθένας να κρίνει ως αοριστολογίες -για το ότι κάποιος συνεργάτης του Προέδρου, κάπου, κάποτε, του είπε ότι γνώριζε από τον Ιούλιο ότι θα ήταν καταδικαστική η απόφαση του Συμβουλίου εναντίον του- αλλά αφορούν και τις δηλώσεις του έξω από το Ανώτατο Δικαστήριο όταν εκδόθηκε η απόφαση τον Σεπτέμβριο.

Το νομικό επιχείρημα της υπεράσπισής του, ότι το Συμβούλιο δεν είναι δικαστήριο αλλά πειθαρχικό όργανο το οποίο αποφασίζει για απολύσεις δικαστών και ανεξάρτητων κρατικών αξιωματούχων, θα κριθεί –παρόλο που επιβεβαιώνεται με μια πρώτη ματιά στη σχετική συνταγματική πρόνοια. Αλλά επί της ουσίας της υπόθεσης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη, είναι ηλίου φαεινότερο ότι πρόκειται για πολιτική δίωξη ενός πολιτικού πλέον προσώπου. Καταδίωξη, ορθότερα.

Τον Σεπτέμβριο εκδόθηκε η απόφαση του Συμβουλίου, η οποία μέσα σε 209 σελίδες, παρουσίαζε από την αρχή μέχρι το τέλος έναν Οδυσσέα Μιχαηλίδη ως τον χειρότερο κρατικό αξιωματούχο στην ιστορία της Δημοκρατίας. Ισοπεδωτική σε κάθε γραμμή της. Τα δέκα χρόνια που ήταν Γενικός Ελεγκτής και οι πάντες εκθείαζαν τη δουλειά, την ικανότητα, την αφοσίωση, την εντιμότητά του, διαγράφηκαν με μια μονοκονδυλιά. Χωρίς ίχνος θετικού στοιχείου. Η απόφαση έλεγε ουσιαστικά στην κοινή γνώμη και στα κόμματα και στους βουλευτές και στους δημοσιογράφους, που υποστήριζαν το έργο του και την προσωπική συμβολή του στον αγώνα κατά της διαφθοράς, ότι τόσα χρόνια είχαν να κάνουν με έναν απατεώνα.

Μετά που άκουσε την ισοπεδωτική απόφαση ο κ. Μιχαηλίδης έκανε δηλώσεις, που ήταν απολύτως αναμενόμενες. Είπε ότι ήρθε σε αντιπαράθεση με το σύστημα «και σήμερα το σύστημα δια της απόφασης αυτής πέτυχε την καρατόμηση μου παρουσιάζοντας με ως με διαφορά τον χειρότερο αξιωματούχο που πέρασε ποτέ από την Κυπριακή Δημοκρατία». Καμία εμπλοκή η υπόνοια εμπλοκής του Συμβουλίου στην συνωμοσία καρατόμησής του. Η κρίση του για την απόφαση ήταν ότι «είναι κόλαφος στην ελευθερία έκφρασης και λόγου στη χώρα μας». Κι αυτό ήταν δικαίωμά του να το πει.

Τώρα, οκτώ μήνες μετά, ελέγχεται ως ύποπτος για καταφρόνηση δικαστηρίου. Πού είναι η καταφρόνηση, εμείς δεν μπορούμε να εντοπίσουμε. Αλλά, ακόμα και αν εμείς αδυνατούμε να δούμε αυτά που βλέπουν οι Εισαγγελείς, πρέπει να εξηγήσουν και το εξής: Αν διώκεται ο Οδυσσέας για όσα είπα, θα έπρεπε με τις ίδιες κατηγορίες να διωχθούν κι άλλοι. Το ΑΚΕΛ, για παράδειγμα, το οποίο μετά την απόφαση του Συμβουλίου ανακοίνωσε ότι η αίτηση για παύση του έγινε «προφανώς με τη συναίνεση και την κάλυψη του Προέδρου της Δημοκρατίας» και η απόφαση του Συμβουλίου «θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την αμφισβήτηση και την καχυποψία των πολιτών έναντι των θεσμών». Το Κίνημα Οικολόγων, που ανακοίνωσε ότι η απόφαση «μπορεί να θεωρηθεί ως ένα κατ’ ευθεία χτύπημα κατά των αρχών της διαφάνειας, της λογοδοσίας και εν τέλει, της Δημοκρατίας».

Με την ίδια λογική πρέπει να ελεγχθούν κι αυτά για ενδεχόμενη «καταφρόνηση δικαστηρίου». Και πολλά άλλα, φυσικά, που λέχθηκαν, γράφτηκαν και συνεχίζουν από την ημέρα της απόφασης μέχρι σήμερα. Αυτό που είναι ευδιάκριτο, λοιπόν, είναι η επιλεκτική ευαισθησία των κεφαλών της Γενικής Εισαγγελίας. Ιδίως επειδή οι ίδιοι στράτευσαν λειτουργούς της Υπηρεσίας τους (όταν εκκρεμούν για χρόνια στα συρτάρια τους οι υποθέσεις) ώστε επί μήνες ή και χρόνια, να συγκεντρώνουν δηλώσεις του Οδυσσέα, αναρτήσεις του γιου του, της αδελφής του ή και πρώην συνεργάτη του στην Ελεγκτική, με σκοπό να τον παρουσιάσουν στο Συμβούλιο ως τον πιο επικίνδυνο αξιωματούχο του πλανήτη όλου, που όχι μόνο πρέπει να παυθεί, αλλά να πέσει στο κεφάλι τόσο βαρύς καταπέλτης ώστε να μην το ξανασηκώσει.

Όμως, τώρα δεν είναι πλέον αξιωματούχος, είναι πολιτικός, αρχηγός κόμματος και πάει για την πρώτη του εκλογική αναμέτρηση. Η συνέχιση της καταδίωξης του, για δημόσιες δηλώσεις, ανάλογες με πολλών άλλων πολιτικών, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο προσπάθεια φίμωσης και πολιτικής εξόντωσής του.