Πρώτη φορά την είδα να κάθεται στο πλευρό της Ελένης Θεοχάρους την ημέρα που η «Αλληλεγγύη», ένα «ακηδεμόνευτο, πολυσυλλεκτικό Κίνημα», όπως μας το είχαν συστήσει, δήλωνε επίσημα το «παρών» στην πολιτική ζωή του τόπου. Το ημερολόγιο έδειχνε 15 Ιανουαρίου του 2016· η επιλογή της ημέρας κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν, καθότι ανήμερα της 66ης επετείου του Ενωτικού Δημοψηφίσματος. Η Ελένη Θεοχάρους θα επισκεπτόταν λίγο αργότερα το «Πατριωτικό Μέτωπο» των εκ Λακατάμιας «Λακεδαιμόνιων» που χαιρετούν… «σπαρτιάτικα» την ώρα του εθνικού ύμνου και στους τοίχους του οικήματός τους κρέμονται επιγραφές «…κι ας τρώγωμεν πέτρες», ενώ έντεκα μέρες μετά, στις 27 Ιανουαρίου, θα προέβαινε από την Αθήνα στην περιβόητη δήλωση περί αυτοπυρπόλησης στην πλατεία Συντάγματος για χάρη της Ένωσης.

Η συνεργασία της Άννας Θεολόγου με το «ακηδεμόνευτο, πολυσυλλεκτικό κίνημα» δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Όχι, βεβαίως, εξαιτίας των πιο πάνω. Η πρόθεση αυτοπυρπόλησης για την Ένωση δεν ενοχλούσε. Αλλά εξαιτίας της εκφρασθείσας -ένα μήνα μετά- πρόθεσης εκ μέρους Αλληλεγγύης και ΕΥΡΩΚΟ να περάσουν δαχτυλίδι αρραβώνα. Η Άννα Θεολόγου αποχώρησε και η απόφασή της, είπαν οι κακές γλώσσες, δεν ήταν άσχετη με το γεγονός ότι πλέον, μετά τη συνεργασία των δύο κομμάτων, υποψήφιος στην επαρχία Αμμοχώστου, στις βουλευτικές που ακολουθούσαν, θα ήταν ο ήδη δημοφιλής αναπληρωτής πρόεδρος του ΕΥΡΩΚΟ, Μιχάλης Γιωργάλλας. Η δικαιολογία που πρόταξε -«κανένα κατεστημένο δεν είναι σε θέση να ανατρέψει τον ίδιο του τον εαυτό… πόσο μάλλον να λειτουργεί ως μηχανισμός περίφραξης των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του ΔΗΣΥ…»-  δεν έπεισε, δεδομένων (και) των ήδη γνωστών αντιλήψεων της Ελένης Θεοχάρους περί εξήντα χιλιάδων κοτσιανιασμένων συναγερμικών ψηφοφόρων. Στις 15 Μαρτίου δε, μια μέρα πριν από την επίσημη συγχώνευση των δύο, ανακοίνωσε την κάθοδό της ως αριστίνδην υποψήφια στην επαρχία Αμμοχώστου με τη Συμμαχία Πολιτών, του Γιώργου Λιλλήκα.  Συνεργασία που έμελλε να κρατήσει λιγότερο από δύο χρόνια, συγκεκριμένα μέχρι τις παραμονές του δεύτερου γύρου των προεδρικών του 2018, οπόταν και διαφώνησε με τη μη στήριξη εκ μέρους του Συμμαχίας του Σταύρου Μαλά. Ανοίγω παρένθεση: Δεν ξέρω αν είναι σ’ αυτή τη στάση που οφείλονται στις μέρες μας οι παραισθήσεις κάποιων, αριστερών αποχρώσεων, που ο καυτός ήλιος της κομματικής Σαχάρας τούς οδηγεί να οπτασιάζονται οάσεις στο πρόσωπό της· είναι ωστόσο μια ενδιαφέρουσα διαπίστωση. Κλείνει η παρένθεση.  

Η ανεξαρτητοποίησή της, πάντως, από τη Συμμαχία εκλήφθηκε από κάποιους ως τολμηρή απόφαση πολιτικής διαφωνίας, άλλοι πάλι την κατέγραψαν ως κίνηση εφορμούμενη από τυχοδιωκτικά και καιροσκοπικά κίνητρα, δεδομένου του αποκαρδιωτικού αποτελέσματος του πρώτου γύρου, που καταδείκνυε εξαιρετικά χαμηλό προσδόκιμο ζωής για το κόμμα του Λιλλήκα.

Πάντως, παρατηρώντας -ομολογουμένως εξ αποστάσεως και όχι επί συστηματικής βάσεως- την πορεία της αναμφίβολα δυναμικής Άννας Θεολόγου θα έλεγα πως έμελλε, στα δικά μου μάτια πάντα, να «διαψεύσει» σύντομα και το δεύτερο σκέλος της ανακοίνωσης αποχώρησής της από την Αλληλεγγύη·  το σημείο που υπογράμμιζε πως «τα κατεστημένα ανατρέπονται από νέους ανθρώπους με φρέσκιες αντιλήψεις…». Καθότι το «νέος άνθρωπος» ήταν το μόνο που δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς από την προαναφερόμενη πρόταση. Και είχα από νωρίς σχηματίσει την άποψη πως, παρά το νεαρό της ηλικίας της, δεν είχε να κομίσει κάτι καινούργιο στην πολιτική σκηνή του τόπου, παρά μόνο να διαιωνίσει το παλιό, να υπηρετήσει τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία μέσα από ένα πιο φιλικό προς τον χρήστη πρόσωπο· χωρίς να παραβλέπω ότι κατά διαστήματα έκανε και κάποιες καίριες παρεμβάσεις σε θέματα (οικονομικά κυρίως) που έδειχνε μάλιστα διαβασμένη.

Ωστόσο, είδα, για παράδειγμα, τον τρόπο που μας μετέφερε τη χαρά της όταν για… 27 ολόκληρα δευτερόλεπτα (!) είχε έρθει τετ α τετ με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν (με τον ίδιο τρόπο που δεκάδες φαν πέφτουν πάνω σε δημοφιλείς καλλιτέχνες, όταν αυτοί βγαίνουν από το καμαρίνι τους) σε μια αίθουσα στην Αγία Πετρούπολη. Που παρόλο που ίσα και πρόλαβε να βγάλει μαζί του μια σέλφι με το κινητό της, μάς πληροφόρησε μέσα από τα social media της ότι «στον λίγο χρόνο που μου δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του, κατάφερα να του μιλήσω για την Κύπρο μας, ζητώντας τη βοήθεια και τη στήριξή του σε ορισμένα θέματα». Μπορεί να μη μάθαμε τι ακριβώς του είπε για την Κύπρο μας, ούτε ποια ήταν εκείνα τα θέματα για τα οποία πρόλαβε μέσα σε 27 ολόκληρα δευτερόλεπτα, να ζητήσει τη στήριξη του Βλαντιμίρ Πούτιν, ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι ο περικυκλωμένος από κόσμο Πούτιν άκουσε για την Κύπρο μας ήταν ένα ευχάριστο γεγονός. Κυρίως ως χαρακτηριστικό φρέσκιας αντίληψης. Όπως το ίδιο ο συγκλονισμός που ένιωσε και μοιράστηκε μαζί μας, ακούγοντας ένα βράδυ τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ να αποκαλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στις διαπραγματεύσεις, «Ελληνοκύπριο ηγέτη». Δεν λέω, τις εποχές που ως μαθητές πραγματοποιούσαμε ολονυκτίες στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας ακούγοντας το «έλα αγάπη μου έλα, να κάνουμε έναν Έλληνα ακόμα» της Αλεξίου, θα μπορούσες να εκλάβεις την άγνοια ως χαριτωμένη νεανική παρορμητικότητα. Το γεγονός, όμως, ότι ένας υποσχόμενος πολιτικός αγνοεί την αλφαβήτα· στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό συμμετέχουν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων και όχι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μ’ αυτό το καθεστώς συμμετείχαν όλοι ανεξαιρέτως οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας στις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις-  δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το νεαρό της ηλικίας. Στην περίπτωση δε που δεν είναι άγνοια, αλλά θέση, το ζήτημα είναι πιο σοβαρό.

Είδα επίσης την ανεκτικότητά της στην κριτική, όταν για παράδειγμα, αντιδρώντας πρόσφατα σε ανώδυνο (!) παραπολιτικό σχόλιο εφημερίδας, επιστράτευσε εκφράσεις όπως «φερέφωνα του συστήματος», έβαλε εντός εισαγωγικών τη λέξη δημοσιογράφος και άφησε αιχμές για «κάποιους που πληρώνονται κάτω από το τραπέζι». Και παρόλο που όταν κάποτε την είχαν κρεμάσει στα μανταλάκια, είχα γράψει, υπερασπιζόμενός την, «βροµά το πράγµα από µακριά», μια υπέρμετρη και παλαιοκομματικού ύφους αντίδραση σε ένα ανώδυνο παραπολιτικό, δεν κομίζει τίποτα φρέσκο στην πολιτική. Το ίδιο και οι εκ τους ασφαλούς λαϊκίστικες και δημαγωγικές εξάρσεις στη Βουλή. Κυρίως αυτές. Διότι το φλερτ (το λες και συγκυλισµό) της Άννας Θεολόγου µε τη γραφικότητα είναι δυστυχώς τακτικό. Τοποθετήσεις όπως «θεωρώ σωστό να μη λαμβάνω την αντιμισθία μου σε βάρος του πολίτη που θα υποφέρει, σε περίπτωση που καταψηφιστεί ο προϋπολογισμός», και αμετροεπή σχόλια όπως «Οι Ναζί σε έτσι συνθήκες είχαν τους κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης», αναφερόμενη στα ανοικτά παράθυρα των σχολικών αιθουσών, μπορούν μεν να χαϊδεύουν τ’ αφτιά (ενός συγκεκριμένου προφίλ κοινού), όμως «φρέσκιες αντιλήψεις» δεν το λες. Ούτε φυσικά και τα αποχαλιναγωγημένα συνθήματα για την «μπότα του λαού που πρέπει να πατήσει στον λαιμό της Κυβέρνησης», με στόχο τον προσεταιρισμό ομάδων που έχουν τη δεδομένη στιγμή απήχηση, θεωρούνται «φρέσκιες αντιλήψεις» που θα αντιτάξει κανείς στις μπαγιάτικες, τις μουχλιασμένες. Για την ακρίβεια, ποσώς διαφέρουν. Ενδεχομένως, στο αμπαλάζ μόνο. Για να μην αναφερθώ σε ορισμένες οπισθοδρομικές αντιλήψεις, όπως εκφράστηκαν κατά την ψήφιση συγκεκριμένων νομοσχεδίων, στη στέγαση πάσης φύσεως αρνητών και τραμπικών ή στον προεκλογικό συνεταιρισμό με τους κυνηγούς! Που διαλύθηκε επειδή δεν θα μπορούσαν να συνεχιστούν οι υψηλές φιλοδοξίες, οι συνοδευόμενες ενίοτε και με αυτοηρωισμούς του στυλ «ενοχλεί η παρουσία μας στη Βουλή» / «ορισμένοι εκνευρίζονται που είμαι ατίθαση». Πού ακριβώς, λοιπόν, είναι το καινούργιο και πού το φρέσκο;

[email protected]