Η δημοσία δαπάνη κηδεία προς τιμήν του Προέδρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ Βάσου Λυσσαρίδη στις 5 Μαΐου 2021 έκλεισε, όπως πολύ σωστά είπε στην επικήδεια ομιλία του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον κύκλο των ιστορικών ηγετών της Κύπρου. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως, με το μεγάλο όγκο της συμμετοχής και το κλίμα παλλαϊκού συλλαλητηρίου που επικράτησε στην κηδεία, η  συγκέντρωση έμοιαζε να είναι κατά κάποιο τρόπο και ένας θερμός αποχαιρετισμός και μια πολύ ευρεία έκφραση ευχαριστιών όχι μόνο προς τον κηδευόμενο αλλά και προς όλους τους ηγέτες του 1960. Αν αυτό ισχύει, είναι, πιστεύω, κάτι εθνικά και πολιτικά πολύ ενθαρρυντικό στη σημερινή πολύ δύσκολη για την Κύπρο χρονική περίοδο, δεδομένου ότι το μέγιστο, η παλλαϊκή δηλαδή αναγνώριση των ηγετών αυτών ως των πατέρων του ανεξάρτητου κυπριακού ελληνισμού, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη, τουλάχιστο στο παρόν στάδιο. Αυτό σημαίνει πως, πιθανότατα, θα συνεχίσουμε ως κυπριακός ελληνισμός να καταφεύγουμε στις μορφές των ηρώων μας (Αυξεντίου, Μάτση) ως ενοποιητικά σύμβολα, όπως στην Ελλάδα συνεχίζουν να καταφεύγουν μέχρι σήμερα, διακόσια χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, στις μορφές του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη και όχι στις μορφές των πολιτικών αρχηγών της Επανάστασης.

Η πραγματικότητα αυτή καθιστά βέβαια πολύ δύσκολη τη διακυβέρνηση της χώρας, αφού δεν υπάρχουν ομόφωνες θεμελιώδεις αρχές και πολιτικοί προσανατολισμοί που να γίνονται κοινά αποδεκτοί ως βάση έστω της πολιτικής απόφασης που χρειάζεται να λαμβάνεται κάθε φορά. Από την άλλη θα  μπορούσε να πει κανείς πως, δεδομένης, από τη μια, της επικράτησης της απαίτησης  της νέας γενιάς για πλήρη ελευθερία και ορθολογισμό στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και, από την άλλη, της ευκολίας με την οποία αλλάζουν σήμερα οι γενικές καταστάσεις και τα δεδομένα, η απουσία πατέρων είναι και μια μορφή ευλογίας, αφού αφήνει το έδαφος ελεύθερο στην εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτική ηγεσία να αποφασίζει ρεαλιστικά και επί τη βάσει των εκάστοτε δεδομένων το δέον γενέσθαι αναλαμβάνοντας κάθε φορά εκείνη την ευθύνη για τη λήψη της πιο συμφέρουσας για τη χώρα απόφασης.

Όσο περνούν τα χρόνια, ωστόσο, αναφύονται και νέες δυσκολίες οι οποίες θα μπορούσαν να αποφεύγονταν, αν ο κυπριακός ελληνισμός είχε τη δυνατότητα να αποδεχθεί κάποιους πατέρες. Το πιο σοβαρό από αυτά τα προβλήματα είναι ο διαρκώς και μεγαλύτερος κατακερματισμός του πολιτικού σώματος με την ίδρυση διαρκώς και περισσότερων πολιτικών κομμάτων.

Είναι ενδιαφέρον να αναζητήσει κανείς τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους ένα βαθύτατα συντηρητικό εκλογικό σώμα, όπως το ελληνοκυπριακό, του οποίου οι προτιμήσεις από το 1981 παρέμειναν μέχρι σήμερα σχεδόν πλήρως αναλλοίωτες (η μόνη εξαίρεση ήταν στις βουλευτικές εκλογές το 1985, όταν το ΔΗΚΟ αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα και άφησε τρίτο το ΑΚΕΛ), έφτασε σε αυτό το σημείο. Στην Κύπρο συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο προς εκείνο που γίνεται στην Ελλάδα, όπου σχεδόν σε κάθε νέα εκλογική αναμέτρηση γίνεται μεγάλη μετακίνηση ψηφοφόρων από το κέντρο προς τα δυο άκρα ή αντίθετα, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται κάθε φορά  αλλαγή κυβέρνησης. Η αλήθεια είναι ότι η τάση για κάποια ελευθεροποίηση της εκλογής των βουλευτών από τον έλεγχο των κομμάτων υπήρχε από καιρό, εκφραζόταν όμως με τον μανδύα του αιτήματος για οριζόντια ψηφοφορία. Η τάση αυτή πήρε τη μορφή ίδρυσης νέων κομμάτων στις περασμένες βουλευτικές εκλογές και επιτάθηκε στις φετινές. 

Οι ηγέτες των μικρών κομμάτων δικαιολογούν την ενέργειά τους ως αποτέλεσμα τριών κυρίως λόγων, της έλλειψης διαφάνειας στις αποφάσεις της ηγεσίας των μεγάλων κομμάτων, της άρνησής τους να προωθήσουν μέτρα τα οποία εκείνοι θεωρούν πολύ σημαντικά για την επικράτηση δικαιοσύνης και ισοπολιτείας στη χώρα, και της κλειστής κουλτούρας των μεγάλων ελληνοκυπριακών κομμάτων, που εμποδίζει την ανανέωση και την ανάδειξη των πιο ικανών και έντιμων υποψηφίων, αφού τα μέλη των κομμάτων συμπεριφέρονται συνήθως ως μέλη μιας κλειστής Λέσχης που ευνοούν τα παλιά μέλη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο περαιτέρω κατακερματισμός του βουλευτικού σώματος θα είναι μια πολύ δυσμενής πολιτική εξέλιξη για την ομαλή διακυβέρνηση. Για παράδειγμα, θα είναι πολύ δύσκολη η λήψη αποφάσεων και προ παντός η ψήφιση του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού, όπως απέδειξε η εμπειρία του 2021, όταν χρειάστηκε να ικανοποιηθούν και αιτήματα συγκεκριμένων βουλευτών, όχι μόνο τα αιτήματα μικρών κομμάτων, για να καταστεί δυνατή η εξασφάλιση της αναγκαίας πλειοψηφίας στη Βουλή. Ακόμα χειρότερα, αυτή η πολυδιάσπαση θα οδηγήσει πιθανότατα σε κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής και στην εξαφάνιση κάθε μορφής κοινωνικού κεφαλαίου. Αν λάβει κανείς υπόψη τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής που επέφερε ο βίαιος εκτοπισμός χιλιάδων ανθρώπων από τις εστίες τους το 1974, θα αντιληφθεί πως μια περαιτέρω επιβάρυνση αυτής της συνοχής θα αποβεί μοιραία για τη χώρα.

Πιστεύω πως οι βουλευτικές εκλογές της 30ής Μαΐου 2021 θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη αυτής της τάσης αλλά και της πολιτικής κουλτούρας γενικότερα.