Κάθε γέννηση και μια αρχή, μα ταυτόχρονα ένα τέλος, ένας αποχωρισμός. Κλαίμε όταν αποχωριζόμαστε τη μήτρα, το πρώτο οικείο μας σπίτι, τότε που ήμασταν ενωμένοι με την καρδιά της μητέρας, εξαρτώμενοι απόλυτα από αυτήν. Ένας παλμός σε έναν πλήρη, απόλυτο χρόνο, μέχρι τη στιγμή της γέννησης και της αυτονομίας μας, στον έξω κόσμο τον «πραγματικό».  

 

«Όταν το παιδί ήταν παιδί,

δεν ήξερε ότι ήταν παιδί,

όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής,

και όλες οι ψυχές ήταν μία.»

 

Κάθε γέννηση και ένας μικρός θάνατος. Ξεχωριστές οντότητες πια, βιώνουμε την αποκοπή από τη μητέρα και έκτοτε διψούμε και υποσυνείδητα αναζητούμε πάντα την πηγή την πρώτη, του ενδομήτριου παραδείσου. Από τότε η κάθε μέρα μας είναι γεμάτη από μικρούς αποχωρισμούς. 

 

«Όταν το παιδί ήταν παιδί,

Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου,

ενώ τώρα το πολύ να τον φανταστεί…»

 

Σκληρός αποχωρισμός και η πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο ή στο δημοτικό ή ακόμη όταν αφήνουμε τον γενέθλιο τόπο για να σπουδάσουμε ή για να ζήσουμε σε μια ξένη πόλη ή χώρα. Οι αποχωρισμοί σημαίνουν ένα τέλος. Αγαπημένα πρόσωπα φεύγουν από τη ζωή μας, αφήνοντάς μας με πόνο και θλίψη αφού θα πρέπει πλέον να ζούμε με την απουσία τους. 

 

«Όταν το παιδί ήταν παιδί,

ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι,

και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά.

Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι,

τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη.»

 

Το τέλος φέρνει όμως και μια νέα αρχή, μια κάθαρση, όταν επιτέλους καταφέρουμε να απελευθερωθούμε από κάθε τι το περιττό, από ανθρώπους και «φίλους» που μας καταδυνάστευαν, από τη μακρινή εκείνη εποχή του νηπιαγωγείου και του δημοτικού. Ένα παιδί που σου άρπαζε το ψωμάκι ή το παιχνίδι από τα χέρια, ή ένας ενήλικας που σου έκλεβε την πνευματική σου εργασία. Στο τέλος του παραδείσου της παιδικής ηλικίας βρισκόμαστε αναπόφευκτα κάποια στιγμή στη «ζούγκλα» των μεγάλων, χωρίς τη συμβολή και την προστασία των γονιών μας, όπου μόνοι πια καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τη σκληρότητα, τον ανταγωνισμό, την κακεντρέχεια των ανθρώπων και την αδικία.  

 

«Όταν το παιδί ήταν παιδί,

Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα:

Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν είμαι εσύ;

Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκεί;»

Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει το διάστημα;

Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο;

Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω

 μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο;

 

Η Νάτια, η αδελφή μου, είχε εδώ και καιρό φορέσει την μπλε καρό ποδιά με το λευκό κεντημένο γιακαδάκι, πηγαίνοντας στο δημοτικό, στον κόσμο των μεγάλων παιδιών. Αυτή είχε φοιτήσει πριν στο νηπιαγωγείο των καθολικών καλόγριων που ήταν ντυμένες σαν μαύρα κοράκια τον χειμώνα και με λευκά ράσα, σαν φαντάσματα το καλοκαίρι. Μιλούσαν ιταλικά και γαλλικά όπως η sister Veronica, η οποία έμαθε στην αδελφή το «Φρέρε Ζιάκε, ντορμέ βου» και «σόνε λε ματίνε» και «ντιγκ ντατγκ ντογκ, οι πρωινές καμπάνες». Τα παιδιά πήγαιναν στο δημοτικό, ασυνόδευτα, αφού τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και η μικρή πόλη καθόλα ασφαλής. Η Νάτια και η φίλη της η Σούλα, σχολάζοντας περνούσαν από το νηπιαγωγείο για να μου δηλώσουν: 

 

-Εμείς σχολάσαμε! Πάμε σπίτι να παίξουμε, ώχχω! 

Καθώς εξαφανίζονταν, έκλαιγα απαρηγόρητη, ενώ οι δασκάλες δεν ήξεραν τι μου συνέβαινε. Ώσπου τις έπιασαν στα πράσα, τις κατέδωσαν στους γονείς και από τότε δεν ξαναπέρασαν. 

«Όταν το παιδί ήταν παιδί,

έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ’ ένα δέντρο,

όπου πάλλεται ακόμη μέχρι σήμερα.»

 

Στον παλμό των γιορτών των Χριστουγέννων, προσμένουμε το θαύμα της Γέννησης μα και της δικής μας αναγέννησης, όπως όταν ήμασταν παιδιά και ξαναγεννιόμασταν κάθε μέρα. Τότε που όλα ήταν απλά παλμός και φως κάτω από τον Ήλιον της δικαιοσύνης.

Καλά Χριστούγεννα!

 

Υ. Γ. Οι στίχοι σε εισαγωγικά είναι από το ποίημα του Peter Handke «Lied vom Kindsein», «Το τραγούδι της παιδικής ηλικίας» με το οποίο αρχίζει η ταινία του Wim Wenders «Τα φτερά του έρωτα».    

dena.toumazi@gmail.com