Ο πατριωτισμός είναι ιδέα. Και  μια είναι η πύλη για όσους επιθυμούν να εισέλθουν στον κόσμο της. Είναι η πύλη της απόλυτης αφοσίωσης και της αυτοθυσίας. Στον πατριωτισμό δεν υπάρχουν κερκόπορτες. Ούτε θυρίδες εξαερισμού που χρησιμοποιούν τα κουνούπια. Μπορούν να γραφούν βιβλία επί πληρωμή και να τα υπογράφουν τα αφεντικά. Μπορεί να διαβάζουν λόγους κατά παραγγελία που απαγγέλλουν αδιάντροπα οι ενδιαφερόμενοι. Να επιστρατεύουν δημόσιους υμνητές και να χαλκεύσουν μυθεύματα με φανταστικούς ηρωισμούς. Αλλά μπροστά στην ιστορία οι μύθοι έχουν όριο που δεν ξεπερνά το ψεύδος. Και η ιστορία είναι αδέκαστη. Αργά ή γρήγορα η αλήθεια της βασιλεύει στη διαδρομή του χρόνου. Την επιβάλλουν τα τεκμήρια. Τεκμήρια δε είναι η πεντακάθαρη δέλτος της ανθρώπινης ζωής που δεν φορτώνεται με δικαιολογίες πλουτισμού. Και στις αποδείξεις περικεφαλαία η αντοχή στις δοκιμασίες. Στον καιρό μου ήταν τα βασανιστήρια. Στην Ομορφίτα, στο Σπέσιαλ Μπραντς, στις Πλάτρες, στην Αμμόχωστο, στο Ρετ Χάουζ, όπου δοκιμάστηκαν και νίκησαν οι αγωνιστές. Και σ’ αυτό το δοκιμαστήριο θα δω σήμερα τον αλησμόνητο φίλο Τεύκρο Λοΐζου που πέρασε περήφανος τις προάλλες, την πύλη του Άδη. Δυο φορές δραπέτης, αντάρτης πολεμιστής στα βουνά, πιστός σύνδεσμος του Διγενή, διακινητής εντολών και καταζητουμένων, Τομεάρχης της ΕΟΚΑ. Την έμπρακτη αφοσίωση προς την πατρίδα απέδειξε στα μαρτύρια της Λεύκας όπου του έσπασαν δυο δίσκους της σπονδυλικής στήλης κι ύστερα τον παρέδωσαν στους κτηνώδεις βασανιστές της Ομορφίτας, τον Μέρλιν και τον Μακλόκλαν. Τα γεγονότα του φρικτού ανακριτηρίου μου διηγήθηκε ο συναγωνιστής σε τηλεοπτική μας συνομιλία και τα αποδίδω χωρίς παρεμβάσεις:

«Όταν με πήραν στην Ομορφίτα με χέρια και πόδια αλυσοδεμένα, ο Μέρλιν με τράβηξε και βρίζοντάς με βρώμικα με πήρε να δω τον αδελφό μου τον Κωνσταντίνο που είχαν συλλάβει και τον βασάνιζαν. Δεν με κατάλαβε… Με πήραν στο «darkroom”, ένα κλειστό σκοτεινό δωμάτιο μ’ ένα  σιδερένιο κρεβάτι με σούστες. Με κλωτσοκόπησαν αρκετά και με έριξαν στο κρεβάτι. Τράβηξαν το χέρι μου και η γωνιά του κρεβατιού έμπαινε πάνω στο κόκκαλο. Μου πέρασαν χειροπέδες. Κάτω στο πάτωμα υπήρχε ένας γάντζος. Έδεσαν σφιχτά το χέρι. Το ίδια έκαναν και με τα πόδια και με τρόπο που να πιέζονται στις τέσσερις γωνιές του κρεβατιού και  να προκαλείται φοβερός πόνος. Ήταν το λεγόμενο «σταύρωμα».

Ήταν σκοτάδι. Έφεραν έναν κουβά με βρωμισμένο νερό, που χρησιμοποιούσαν για το καθάρισμα κάθε είδους βρωμιάς. Μου έβαλαν μια μαντηλιά στο πρόσωπο. Με ρωτούσαν που είναι ο Γρίβας. Με κλωτσούσαν και με γρονθοκοπούσαν. Έχυναν βρώμικο νερό στη μαντηλιά. Οι πόροι του υφάματος έκλειναν, το ρούχο απέκλειε την αναπνοή, άνοιγα το στόμα ν’ αναπνεύσω και πνιγόμουν. Σαράντα χρόνια μετά έχω ακόμα εφιάλτες… Μου έλυναν χέρια και πόδια, άρχιζα να συνέρχομαι, έβηχα, έκανα εμετούς. Και το μαρτύριο επαναλαμβανόταν. Στις πολλές φορές δεν εύρισκα τις αισθήσεις μου. Μ’ έδεσαν σφιχτά τεντωμένο και μ’ άφησαν εκεί. Μ’ έπιασαν Σάββατο μεσάνυχτα, πρέπει να ‘ταν Δευτέρα, 50- 60 ώρες μετά. Μέρα ή νύχτα δεν ήξερα. Δεν μπορούσες να συνειδητοποιήσεις τον χρόνο. Ούρλιαζα από τους πόνους. Κάθε 5-6 ώρες ερχόταν ένας Τούρκος, μ’ έβριζε και με χτυπούσε με τον υποκόπανο του όπλου να σταματήσω τα ουρλιαχτά. Προσπαθούσα να κόψω τις φλέβες μου να πεθάνω. Το μαρτύριο ήταν φοβερό. Κι από τα βρώμικα νερά, τον ιδρώτα, με πονούσαν τα μάτια, με τρώγαν σαν να μου βάλαν ψείρες, ήθελα να τα σκουπίσω, να κνιστώ, μα δεν μπορούσα. Παρακαλούσα τον Τούρκο να μου τρίψει λίγο τα μάτια μα εκείνος έφευγε.  Το βρώμικο νερό που κατάπινα με τους εμετούς προκαλούσε διάρροιες. Ήθελα να ουρήσω, να ενεργηθώ. Αισθανόμουν τα κόπρανα να γεμίζουν το παντελόνι μου και ουρούσα λίγο-λίγο να τα διαλύσω να φύγουν από πάνω μου. Στον αδελφό μου τον Κωνσταντίνο έκαναν χειρότερα. Χτυπούσαν με μπουκάλια τα γεννητικά του όργανα μέχρι που μεγάλωσαν σαν πορτοκάλια. Με άκουγε να ουρλιάζω και μετά 2-3 χρόνια μου αποκάλυψε: «Γονάτισα και προσευχόμουν να πεθάνεις μήπως και προδώσεις»…Κάποτε με μετακίνησαν. Στο σιδερένιο κρεβάτι έδεσαν άλλον. Άκουγα τα ουρλιάσματά του σαν αντίλαλο των δικών μου…

Σχεδόν σηκωτό με πήραν σ’ ένα δωμάτιο. Βρωμούσα πολύ, άλουτος τόσες μέρες, οι ακαθαρσίες ξεράθηκαν στο κορμί και στα ρούχα μου. Περπατούσα με δυσκολία. Σ’ ένα γραφείο καθόταν ο Μέρλιν. Έβλεπες ένα σαρδώνειο ύφος, κάγχαζε και ειρωνευόταν. «Ελάτε βρε γαϊδούρια, κερατάδες».  Ήταν η μέρα που σκοτώθηκε ο Αυξεντίου! Εκεί είδα τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, το Νίκο Σπανό, τον Ανδρέα Τσιάρτα, τη Βάσω Λοϊζιά, τη Νίτσα Χατζηγεωργίου. Τους έβλεπα καταπονημένους.  …Ακούσαμε αλυσίδες να σέρνονται. Είδαμε έναν άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια, στα πόδια. Κυριολεκτικά σερνόταν. Είχε περάσει το μαρτύριο του σταυρώματος 40, 50, 60 ωρών. Η δυσοσμία φοβερή. Ουρούσε και ενεργούνταν πάνω του. Ήταν ο Ματθαίος…Ο Μέρλιν σάρκασε: Ρε βρωμιάρη. Βγάλτα από πάνω σου ρε παλιάνθρωπε. Ο Ματθαίος πήγε να κατεβάσει το παντελόνι και ο Μέρλιν αμέσως φωνάζει ειρωνικά «βρε βρωμιάρη, μπροστά στις κοπέλες γδύνεσαι; Κι ο Ματθαίος τράβηξε το παντελόνι… 

*Αποσπάσματα από Γιάννη Σπανού «ΕΟΚΑ έτσι πολεμούν οι Έλληνες» τ.2, σελ86-89.