Η μεταβίβαση του αγώγιμου δικαιώματος, συμφέροντος ή ευθύνης διαδίκου λόγω εκχώρησης ή άλλου γεγονότος, μετά την έναρξη αγωγής ή άλλης διαδικασίας, επιφέρει τέτοια αλλαγή που καθιστά αναγκαία την υποκατάσταση του διαδίκου από το αποκτών πρόσωπο. Η υποκατάσταση του διαδίκου μπορεί να ζητηθεί από το πρόσωπο που θα πρέπει να γίνει διάδικος με αίτηση χωρίς ειδοποίηση (ex parte) προς το Δικαστήριο, με σκοπό την εξασφάλιση σχετικού διατάγματος για τη συνέχιση της διαδικασίας μεταξύ αυτού και των υπαρχόντων διαδίκων. Η αλλαγή διαδίκου θεωρείται σημαντική και είναι δημόσιας τάξης, εκτός εάν γίνεται στα πλαίσια συγκεκριμένης νομοθεσίας που προβλέπει ότι επαρκεί η καταχώρηση στο φάκελο της υπόθεσης προς τον Πρωτοκολλητή σχετικής ειδοποίησης για την αλλαγή που επήλθε. Ελλείψει ειδικής πρόνοιας, το ζήτημα της υποκατάστασης διαδίκου ρυθμίζεται από τη Διαταγή 12 Θεσμός 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προβλέπει την υποβολή αίτησης για εξασφάλιση διατάγματος από το Δικαστήριο, με αναφορά στην αλλαγή ή μεταβίβαση του συμφέροντος ή της ευθύνης ή της ύπαρξης νέου προσώπου που έχει συμφέρον στη διαδικασία. Η παράλειψη εξασφάλισης διατάγματος του Δικαστηρίου για υποκατάσταση διαδίκου δεν νομιμοποιεί το αποκτών πρόσωπο να συνεχίσει την αγωγή, την οποία το Δικαστήριο αναπόφευκτα θα απορρίψει.

Η εκχώρηση δικαιωμάτων ή μεταβίβαση τίτλου εκκρεμούσας αγωγής απασχόλησε τη νομολογία στα πλαίσια του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου, Ν.64(Ι)/1997 και πρόσφατα την Πρόεδρο του Ε.Δ. Λευκωσίας κα Λ. Δημητριάδου–Ανδρέου στην απόφαση που εξέδωσε στις 14.9.2020, όπου αναλύει το θέμα της νομιμοποίησης ή όχι της αποκτώσας τράπεζας να συνεχίσει την αγωγή της εξαγορασθείσας τράπεζας χωρίς την εξασφάλιση διατάγματος υποκατάστασης. Η τράπεζα αξίωνε από τον χρεώστη και τον εγγυητή ποσά και τόκους δυνάμει διαφόρων δανείων που υπερέβαιναν το ποσό του €1.300.000, οι οποίοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε μαρτυρία. Ήγειραν το ερώτημα ότι με δεδομένο ότι τα συμβατικά δικαιώματα της τράπεζας δυνάμει των επίδικων συμβάσεων δανείου και εγγύησης εκχωρήθηκαν και/ή μεταβιβάστηκαν από αυτή στην αποκτώσα τράπεζα, κατά πόσο διενεργήθηκε με νόμιμο και αποτελεσματικό τρόπο αλλαγή διαδίκου, δηλαδή υποκατάσταση της ενάγουσας τράπεζας από τον νέο δικαιούχο των επίδικων συμβάσεων δανείου και εγγύησης, την αποκτώσα τράπεζα. 

Η αγωγή καταχωρήθηκε το 2012 από την εξαγορασθείσα τράπεζα, η οποία το 2019 με γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Ν.64(Ι)/1997, γνωστοποίησε ότι με τη συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου είχε ολοκληρωθεί η συμφωνία εξαγοράς από την αποκτώσα τράπεζα των τραπεζικών εργασιών της, καθώς επίσης και των εξασφαλίσεων, των αντίστοιχων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού.  Ενόψει αυτού, η αποκτώσα τράπεζα καταχώρησε στο φάκελο της υπόθεσης ειδοποίηση προς τον Πρωτοκολλητή, η οποία είχε ως νομιμοποιητική βάση τον περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμο του 2015, χωρίς να υποβάλει αίτηση για εξασφάλιση διατάγματος του Δικαστηρίου για υποκατάσταση διαδίκου, της εξαγορασθείσας τράπεζας.

Η πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού ανέλυσε το θέμα της υποκατάστασης διαδίκου με επεξήγηση της Δ.12 Θ.4 και αναφορά στη νομολογία, έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε εξαγορά τραπεζικών εργασιών και τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος 64(Ι)/1997, όπως ορθά ήταν η εισήγηση εκ μέρους του χρεώστη και εγγυητή. Η εισήγηση εκ μέρους της αποκτώσας τράπεζας ότι παρεχόταν πεδίο εφαρμογής τόσο του Ν.64(Ι)/1997 όσο και του Νόμου του 2015 δεν τη βρήκε σύμφωνη, αφού δεν στηρίζεται σε οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο ή μαρτυρία. Με βάση το Ν.64(Ι)/1997, τόνισε πως είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ανάλογη πρόνοια ότι μπορεί να καταχωρηθεί σχετική ειδοποίηση. Το ότι στον εν λόγω Νόμο, αναφέρει, διαλαμβάνεται στο άρθρο 6 ότι οποιαδήποτε αγωγή που κατά το χρόνο μεταβίβασης εκκρεμεί υπό ή προς όφελος της εξαγορασθείσας τράπεζας δε θα τερματίζεται, ούτε θα διακόπτεται, ούτε επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο δυσμενώς, αλλά θα μπορεί να συνεχίζεται υπό ή προς όφελος της αποκτώσας τράπεζας, όπως ίσχυε πριν από το χρόνο μεταβίβασης για την εξαγορασθείσα τράπεζα, δεν αναιρεί ούτε ακυρώνει την αναγκαιότητα όπως προηγηθεί η συμμόρφωση με τις πρόνοιες της Δ.12 των Θεσμών.

Η παράλειψη της αποκτώσας τράπεζας, κατέληξε, να εξασφαλίσει προηγουμένως διάταγμα και άδεια να υποκαταστήσει την εξαγορασθείσα τράπεζα και να συμμετάσχει στη διαδικασία, σφραγίζει την τύχη της αγωγής και η καταχώρησης της ειδοποίησης στον Πρωτοκολλητή από μόνη της δεν είναι αρκετή να νομιμοποιήσει τη συμμετοχή της στην αγωγή. Συνεπακόλουθα, διέταξε την απόρριψη της.

*Δικηγόρου στη Λάρνακα