Ο κινηματογράφος ή αλλιώς σινεμά (από το γαλλικό cinématographecinema), είναι η αποκαλούμενη έβδομη τέχνη, δίπλα στη γλυπτική, τη ζωγραφική, το χορό, την αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Αρχικά, εμφανίστηκε περισσότερο ως μια νέα τεχνική καταγραφής της κίνησης και οπτικοποίησής της, όπως ακριβώς δηλώνει και ο ίδιος ο όρος (Κινηματογράφος – κίνηση + γραφή).
Η ιστορία των πρώτων κινηματογράφων της Λευκωσίας, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι κινηματογράφοι ανέκαθεν αποτελούσαν σημείο αναφοράς για τους νέους, αφού ήταν στενά συνυφασμένο με τις καθιερωμένες εξόδους με φίλους, με τα κρυφά, αθώα, ρομαντικά ραντεβού, με παρέες, όλα βγαλμένα από μια άλλη νοσταλγική εποχή.
Μάλιστα, με τις απαρχές της αγγλοκρατίας στο νησί, αρκετοί τομείς άλλαξαν άρδην. Επιτράπηκε η οργάνωση της εκπαίδευσης, η κυκλοφορία εφημερίδων και ο τομέας της ψυχαγωγίας γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση, στο πλαίσιο των επιτρεπόμενων ορίων της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα.
Το 1907, για πρώτη φορά κάνει την εμφάνιση του, ο κινηματογράφος στην καρδιά της Λευκωσίας. Οι μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου καθώς και οι μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Φανερωμένης είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν πρώτοι τις κινούμενες εικόνες στο πανί του θεάτρου Παπαδοπούλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο βουβός κινηματογράφος, δηλαδή οι βουβές ταινίες χωρίς συγχρονισμένο ηχογραφημένο ήχο είχαν παιδαγωγική αξία.
Σταδιακά λοιπόν, άρχισε η αξιοποίηση του κινηματογράφου ως διδακτικού εργαλείου στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων στα σχολεία και είχε χρησιμοποιηθεί ως πολυτροπικό μέσο διδασκαλίας. Το θέμα της βουβής ταινίας περιείχε και αποσπάσματα από τους Ολυμπιακούς αγώνες. 
Ο πρωτοπόρος του κινηματογράφου στην Κύπρο ήταν ο Νίκος Μ. Κυπριανού, ο οποίος είχε αναπτύξει μια παγκύπρια δραστηριότητα, δημιουργώντας μια πραγματική «κινηματογραφική αυτοκρατoρία», ως γενικός διευθυντής των επιχειρήσεων Μ.Μ. Κυπριανού. Προηγουμένως, ο Νίκος M. Κυπριανού στράφηκε στο Παρίσι, παρήγγειλε τον εξοπλισμό και τις ταινίες τις οποίες προέβαλλε. Τα μηχανήματα παραγωγής έλαβε από την εταιρεία «Αστέρι» και τις μηχανές προβολής από την εταιρεία «Πατέ». Έτσι, γεννήθηκε ο κυπριακός κινηματογράφος «Αστέρ-Πατέ».
Ο ενθουσιασμός του λαού της Κύπρου ήταν απερίγραπτος και ο κινηματογράφος το κεντρικό θέμα συζήτησης σε καφενεία, σπίτια και σχολεία. Η απήχηση της μεγάλης οθόνης στον κόσμο ήταν τόση, ώστε εξυπηρετούσε και εκπαιδευτικές ανάγκες με την προβολή ταινιών ιστορικού ενδιαφέροντος. Η ζήτηση ολοένα και αυξανόταν ώστε ο κινηματογράφος πρωτοτύπησε, αφού εκδίδονται μηνιαία εισιτήρια για τριάντα ταινίες στην τιμή των πέντε σελινιών. Κυλικεία δεν υπήρχαν, όμως οι μικρότεροι σε ηλικία πουλούσαν σε κασόνια αναψυκτικά και πασατέμποΜεσούσης του θέρους, ο κινηματογράφος μετακόμιζε από το χειμερινό θέατρο Παπαδοπούλου, στο θερινό καφενείο «Ακρόπολις».
Με το πέρασμα των χρόνων, δημιουργήθηκαν κι άλλοι θερινοί κινηματογράφοι με το όνομα «Παράδεισος», «Μαγικό Παλάτι», «Λουκούδι», «Παλλάς», «Ρόγιαλ» και «Ακροπόλ». 
Το 1952 άρχισε να λειτουργεί η πρώτη Κυπριακή Εκπαιδευτική Σχολή και τρία χρόνια αργότερα το «Ρετζίνα Σινεμά», του οποίου η συμβολή του ήταν ζωτικής σημασίας στον πνευματικό και κοινωνικό τομέα της εποχής.
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 1955-59 επηρέασε τον ψυχαγωγικό τομέα της Κύπρου. Τα «κέρφιου», οι συλλήψεις, τα «διατάγματα» είχαν πλήξει τις προβολές των ταινιών. Πολύ συχνά οι κινηματογράφοι χρησίμευαν για τις βρετανικές αρχές ως χώροι σωματικών ερευνών και ανακρίσεων.
Το 1960 με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, άρχισε η αλματώδης ανάπτυξη σε όλους τους τομείς και νέα άνθηση στη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες  ήταν πλέον γεγονός. Τοποθετημένο στην καρδιά της Λευκωσίας, εντός των τειχών δίπλα στην Πύλη Πάφου το κινηματοθέατρο Παλλάς αποτέλεσε σημείο αναφοράς κυρίως τη δεκαετία του ’60 όπου οι νέοι Λευκωσιάτες σύχναζαν κάθε Σαββατόβραδο στο εντυπωσιακό θέατρο παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες. Το κινηματοθέατρο εγκαταλείφθηκε λίγα χρόνια μετά την εισβολή και αφέθηκε έρμαιο του καιρού. Το 2008 ωστόσο ανακαινίσθηκε στεγάζοντας το Πολιτιστικό Κέντρο Κινηματογράφου Παλλάς. 
Συνεπώς το νησί, βαθμηδόν, απείχε πόρρω από τη μυρωδιά του παλιού φιλμ και των καρουλιών της ταινίας. Το σκηνικό του παλιού σινεμά, βγαλμένο μέσα από μια άλλη εποχή άφησε ιστορία και το αντικατέστησαν οι σύγχρονοι κινηματογράφοι.
*Καθηγήτρια Φιλολογίας.