Δυστυχώς ζούμε σε μια χώρα όπου οι εργασιακές στρεβλώσεις και οι αδικίες είναι πλέον σύνηθες φαινόμενο. Και αυτό δεν είναι κάτι που υπάρχει τώρα και το οποίο επιδεινώθηκε με την οικονομική κρίση αλλά ήταν ανέκαθεν από τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας και με τις ευλογίες όλων των κομμάτων. Παρόλο που η πρόσφατη οικονομική κρίση που έπληξε τον τόπο μας, ήταν μια χρυσή ευκαιρία για να διορθωθούν οι στρεβλώσεις που υπάρχουν κυρίως στο δημόσιο τομέα, εντούτοις το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος τομέας αποτελεί μια σημαντική δεξαμενή ψήφων για τα κόμματα δημιουργεί επιπλοκές και αναβλητικότητα στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση της κυπριακής οικονομίας. 
Σε καμία άλλη χώρα της Ευρωζώνη ίσως και της ΕΕ δεν υπάρχει το τεράστιο μισθολογικό χάσμα που υπάρχει μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει και οι μισθοί του δημοσίου να φτάσουν στα επίπεδα του ιδιωτικού τομέα για να ικανοποιηθούμε. Τουναντίον, θα έπρεπε να είχαν δοθεί τα απαραίτητα κίνητρα και να αναζητηθούν τρόποι ώστε οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξήσουν τις απολαβές των εργαζομένων τους σε συνάρτηση πάντα με την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη της ευρύτερης οικονομίας. Το πιο πάνω φυσικά υποδηλώνει μια ορθολογιστική εθνική στρατηγική η οποία θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να είχε αποφασιστεί και να σχεδιαστεί από τις εκάστοτε κυβερνήσεις σε συνεννόηση με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Ένα νέο δηλαδή κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Αντιθέτως, βλέπουμε σήμερα κρατικούς αξιωματούχους να μιλούν για το ότι ο κατώτατος μισθός είναι υψηλός. Δηλαδή με τη λογική αυτή αν γίνει αναπροσαρμογή προς τα κάτω του κατώτατου μισθού θα την πληρώσουν πάλι οι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι σιγά σιγά άρχισαν να παίρνουν τις αυξήσεις λόγω της επανεκκίνησης της οικονομίας θα επανέλθουν στο παλιό μισθολογικό τους καθεστώς. Ενώ δηλαδή με την οικονομική κρίση στην Κύπρο παρουσιάστηκε μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις στο κρατικό μισθολόγιο ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης (παραμένει ωστόσο μια από τις πιο καλά αμειβόμενες κρατικές υπηρεσίες στην ΕΕ), με τις νέες μισθολογικές αναπροσαρμογές και τη λογική των κρατικών αξιωματούχων το μισθολογικό χάσμα θα επανέλθει στην παλιά του μορφή. 
Το ότι παραδείγματος χάρη για μερικές θέσεις στο δημόσιο μετρημένες στα δάκτυλα των χεριών μας κάνουν αιτήσεις χιλιάδες υπάλληλοι που θέλουν να φύγουν από τον ιδιωτικό τομέα αυτό από μόνο του καταδεικνύει την ευνοϊκή κατάσταση που επικρατεί στο δημόσιο και την απελπιστική κατάσταση που επικρατεί ταυτόχρονα στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, το ότι για μια θέση στο δημόσιο κάνουν αιτήσεις και εργαζόμενοι τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από τον δημόσιο τομέα αλλά του δημόσιου τομέα οι πλείστοι εξ αυτών είναι σε πλεονεκτικότερη θέση αφού όταν σχολάνεις από το μεσημέρι έχεις και την ευχέρεια να κάνεις και τις επιπλέον σου σπουδές και τη δεύτερη σου δουλειά, είναι φαινόμενα που μόνο στην Κύπρο μπορεί να συναντήσει κάποιος και όχι σε σοβαρά κράτη. Αντιθέτως, στην περίπτωση των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα πολλοί στις μέρες μας αναγκάζονται να δουλεύουν πέραν των καθορισμένων ωρών εργασίας χωρίς να αμείβονται και για τις ανάλογες υπερωρίες. Τα πιο πάνω αποτελούν κατάφορες αδικίες και στρεβλώσεις. Τα κόμματα διαχρονικά έχουν συντηρήσει αυτό το πελατειακό και δυσλειτουργικό δημόσιο σύστημα με τη δημιουργία μιας προνομιούχας τάξης δημοσίων υπαλλήλων με αποτέλεσμα ο ιδιωτικός τομέας ο οποίος συνεισφέρει τα μέγιστα στην τρέχουσα ανάκαμψη της οικονομίας να δεινοπαθεί και να ασφυκτιά αυτή τη χρονική περίοδο.
Δυστυχώς, τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Όσα και να δηλώνουν οι αξιωματούχοι του κράτους και οι κυβερνώντες ότι έχουμε λάβει τα μαθήματά μας από την οικονομική κρίση που βίωσε ο τόπος, εντούτοις φαίνεται πως είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Μπορεί η κρίση που βίωσε και βιώνει ο τόπος να είναι κυρίως τραπεζική, εντούτοις ο διογκωμένος δημόσιος τομέας ο οποίος δειλά δειλά επανέρχεται στα προ κρίσης επίπεδα καταδεικνύει την αποτυχία και αυτής της κυβέρνησης να διαχειριστεί τις μελλοντικές μας τύχες.