Ο Χρυσόστομος Π. Ρουσής, πρώην διευθυντής σχολείων Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης, επισημαίνει λάθη στη χρήση της γλώσσας μας.

  1. «Αυτό που διαφαίνεται πλέον ως “επιτακτική αναγκαιότητα” είναι ότι θα πρέπει να βρεθούν τρόποι συνεννόησης της εκτελεστικής με τη νομοθετική εξουσία» (αντί του ορθού: επιτακτική ανάγκη – λέμε: εθνική/ πολιτική αναγκαιότητα).
    Λέμε και γράφουμε: «Είναι αδήριτη η ανάγκη να στραφεί η εκπαίδευση και η ευρύτερη παιδεία στην καλλιέργεια της ηθικής και της αρετής» – «Η αναγκαιότητα της ειρήνης/ συνεργασίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί».
    Επιτακτικός: α) διατακτικός β) απαραίτητος) – Aνάγκη: η επιβεβλημένη υποχρέωση. Aναγκαιότητα, αναγκαίος (= αναπόφευκτος) (Γ. Μπαμπινιώτης).
  2. «Κι όμως, το παράδοξο, “στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας”, είναι ότι, ενώ βασιλεύει ο φόβος και η οργή για το πρωτοφανές κλίμα ακρίβειας, να ψηφίζει ΝΔ» (αντί του ορθού: στη μεγάλη πλειονότητα του λαού μας).
  3. «Οι προβληματισμοί θα πρέπει να επεκταθούν και προς την κατεύθυνση του υφυπουργείου Τουρισμού, όπου και εκεί “τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα”» (αντί του ορθού: τα πράγματα δεν είναι καλύτερα – η λέξη «πολύ» πλεονάζει στον συγκριτικό).
  4. «Έχω δεσμευτεί ότι στο επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο θα έχουμε “πολλές περισσότερες” γυναίκες» (αντί του ορθού: πιο πολλές γυναίκες – τελικά οι γυναίκες είναι πολλές ή είναι περισσότερες;).
  5. «Ή Ελεγκτική Υπηρεσία, μετά από έρευνα που διενήργησε καθηκόντως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “καμία” παραβίαση νόμου ή κανονισμού “παρατηρήθηκε” σε όλη τη διαδικασία επιλογής αιτήσεων». (αντί του ορθού: καμία παραβίαση νόμου ή κανονισμού “δεν” παρατηρήθηκε).
  6. «Η επίδοση στην έρευνα PIRLS “μετρείται με βάση μια κλίμακα” που διαμορφώθηκε κατά την πρώτη υλοποίηση της έρευνας» (αντί του ορθού: μετριέται με βάση μια κλίμακα).
    (μετρώ, παθ. φωνή μετριέμαι/ μετρούμαι: Μετριέμαι κι εγώ/ μετριέται κι αυτός στους θαυμαστές της Σοσιαλδημοκρατίας των Σκανδιναβικών χωρών).
  7. «Οι καταγγελίες “αφορούν σε” ή “αφορούν” δύο πολύ σημαντικούς θεσμούς της Δημοκρατίας». Το ρήμα «αφορώ σε» (επίσημη χρήση) σημαίνει «αποβλέπω σε». Το ρήμα «αφορώ» χωρίς το «σε» (= αναφέρομαι σε) (καθημερινή χρήση της γλώσσας): Το θέμα «αφορά» τους χειρισμούς του Κυπριακού – Η ερώτηση δεν «αφορά σε» αυτό το θέμα. Αυτό «αφορά στους» χειρισμούς του Προέδρου.