Σημαντικός ο ρόλος των κτηρίων στην επίτευξη των εθνικών στόχων μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου
Η επίτευξη των φιλόδοξων περιβαλλοντικών στόχων που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μέσω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας απαιτεί ριζικό μετασχηματισμό του ενεργειακού συστήματος της χώρας μας την επόμενη δεκαετία και, ως εκ τούτου, την υλοποίηση σημαντικών επενδύσεων σε ενεργειακές υποδομές κυρίως στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης.
Τα κτήρια βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής για την ενεργειακή απόδοση, δεδομένου ότι σε αυτά αναλογεί σχεδόν το 40% της κατανάλωσης τελικής ενέργειας σε επίπεδο ΕΕ και 30% σε εθνικό επίπεδο.
Με στόχο τη μετατροπή υφιστάμενων κτηρίων, δημόσιων και ιδιωτικών, σε κτήρια υψηλής ενεργειακής απόδοσης με το βέλτιστο οικονομικά τρόπο που θα οδηγήσει ταυτόχρονα σε ένα απαλλαγμένο από ανθρακούχες εκπομπές κτιριακό δυναμικό, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία (2018/844/ΕΕ) για την Ενεργειακή απόδοση των Κτηρίων, να εκπονεί ανά τριετία Μακροπρόθεσμη Στρατηγική Ανακαίνισης Κτηρίων (ΜΣΑΚ) του εθνικού κτηριακού αποθέματος. H ΜΣΑΚ έχει στόχο να λειτουργήσει ως σημείο εκκίνησης για ισχυρότερη δράση στον τομέα της ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων, σε ευθυγράμμιση με τους στόχους που καταγράφονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) συμβάλει στην επίτευξη του στόχου αναβάθμισης του κτηριακού αποθέματος.
Πέραν των πολιτικών και δράσεων που θα δώσουν ώθηση στην ανακαίνιση του υφιστάμενου κτηριακού αποθέματος και του χάρτη πορείας που θα πρέπει να ακολουθηθεί, στην ΜΣΑΚ περιλαμβάνεται και αποτύπωση του εθνικού κτιριακού αποθέματος, η οποία δίνει μία ξεκάθαρη εικόνα για το πόσο αναγκαία είναι η υλοποίηση επενδύσεων για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύεται και το τεράστιο δυναμικό που υπάρχει σε αυτό τον τομέα.
Γενικά, το κτηριακό απόθεμα στην Κύπρο μπορεί στη βάση της ενεργειακής του απόδοσης να χωριστεί σε 5 χρονολογικές περιόδους: πριν από το 1959, από το 1960 έως το 1974, από το 1975 έως το 1990, από το 1991 έως το 2006 και από το 2007 έως σήμερα. Τα κτήρια κατοικιών αποτελούν την πλειοψηφία του κτιριακού αποθέματος της Κύπρου τα οποία καταγράφονται πέραν των 460.000. Τα περισσότερα οικιστικά κτήρια κατασκευάστηκαν πριν από το 2007 (81%), δηλαδή όταν δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης.
Εφόσον οι πρώτες απαιτήσεις για θερμομόνωση του κτηριακού κελύφους τέθηκαν μετά το 2007, είναι αντιληπτό ότι η απουσία υποχρεωτικής εφαρμογής μέτρων ενεργειακής απόδοσης συνέτεινε στη δημιουργία ενός ιδιαίτερα ενεργοβόρoυ κτηριακού αποθέματος. Από το 2007 μέχρι σήμερα, οι απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης γίνονται ολοένα και πιο αυστηρές. Συγκεκριμένα, οι υφιστάμενες απαιτήσεις, οι οποίες τέθηκαν σε εφαρμογή από την 1η Ιουλίου του 2020, προβλέπουν ότι όλα τα νέα κτήρια πρέπει να είναι ενεργειακής κατηγορίας Α, ενώ υπάρχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις για τα ξενοδοχεία καταλύματα. Στην περίπτωση ανακαίνισης μεγάλης κλίμακας, όλα τα κτήρια κατοικιών πρέπει να είναι ενεργειακής κατηγορίας Α, και ενεργειακής κατηγορίας Β+ όλα τα υπόλοιπα κτήρια.
Τα τελευταία χρόνια, το Υπουργείο Ενέργειας έχει αναπτύξει διάφορα Σχέδια Χορηγιών για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης τόσο των οικιστικών όσο και των μη οικιστικών κτηρίων, όπως η τοποθέτηση θερμομόνωσης οροφής, η αντικατάσταση ηλιακών συστημάτων για ζεστό νερό χρήσης, η διενέργεια ενεργειακού ελέγχου σε ΜμΕ, καθώς και η υλοποίηση ριζικής ανακαίνισης μέσα από τα Σχέδια «Εξοικονομώ – Αναβαθμίζω» σε κατοικίες και επιχειρήσεις. Σίγουρα τα Σχέδια συνέβαλαν στην υλοποίηση μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας αναβαθμίζοντας έτσι ενεργειακά ένα αριθμό κτηρίων, που αν και σημαντικός, ουσιαστικά δεν άλλαξε την συνολική ενεργειακή εικόνα του κτηριακού μας αποθέματος.
Αξίζει όμως να αναγνωριστούν και τα εμπόδια που οδήγησαν στην υφιστάμενη ενεργειακή κατάσταση του κτηριακού μας αποθέματος. Τα πιο σημαντικά από αυτά αποτελούν το υψηλό αρχικό κεφάλαιο, η μεγάλη περίοδος αποπληρωμής κάποιων επενδύσεων, η μη αξιοποίηση της δυναμικής που μπορεί να προσφέρει το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ) κατά την αγορά και ενοικίαση κτηρίων, η μειωμένη αντίληψη του οικονομικού οφέλους μιας επένδυσης ενεργειακής αναβάθμισης καθώς και οι διάφορες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικράτησαν για πολλά χρόνια στην χώρα μας.
Είναι ξεκάθαρος, λοιπόν, ο σημαντικός ρόλος των κτηρίων στην επίτευξη των εθνικών στόχων μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της περαιτέρω διείσδυσης των ΑΠΕ στη τελική κατανάλωση ενέργειας. Η μεγάλη πρόκληση παραμένει, ωστόσο, η επιτάχυνση του ρυθμού υλοποίησης μέτρων που θα αναβαθμίσουν ενεργειακά το κτιριακό μας απόθεμα με τον πιο οικονομικά αποδοτικά τρόπο.
* Ανώτερος Λειτουργός, Τμήμα Ενέργειας και Περιβάλλοντος
Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ)