Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Κύπρο καλύπτονται ευρύτατα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την οποία η Κύπρος επικύρωσε και ενσωμάτωσε μάλιστα σε νομοθεσία του 1962. Έκτοτε προστέθηκαν κι άλλα πρωτόκολλα κατοχυρώνοντας επιπρόσθετα δικαιώματα του ανθρώπου, πέραν εκείνων που προβλέπει η αρχική Σύμβαση και το Σύνταγμα και παράλληλα με αυτά.

Για παράδειγμα, τέτοια δικαιώματα είναι το δικαίωμα της ζωής, το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής της οικογένειας, της δίκαιης δίκης, της ελευθερίας του λόγου, της αποτελεσματικής θεραπείας για παράβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.ά.

Υπάρχει ως γνωστόν, ο θεσμός της παραγραφής αστικών δικαιωμάτων αλλά δεν υπάρχει ούτε μια πρόνοια παραγραφής δικαστικών αξιώσεων σε σχέση με ανθρώπινα δικαιώματα. Ούτε οι ποινικές διώξεις για ποινικά αδικήματα παραγράφονται.

Επειδή υπάρχει δικαίωμα βάσει της νομολογίας μας για επιδίωξη θεραπείας μέσω Δικαστηρίου για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο ισχύει οποιαδήποτε παραγραφή τέτοιων θεραπειών. Δεν υπάρχει νομολογία που να απαντά το ερώτημα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει απάντηση. Η πηγή των σχετικών δικαιωμάτων είναι μία σύμβαση διεθνούς δικαίου και ρυθμίζονται από τις πρόνοιες του. Δεν περιέχει οποιαδήποτε πρόνοια που να περιορίζει χρονικά τη δικαστική διεκδίκηση των δικαιωμάτων αυτών.

Προσωπικά, πιστεύω ότι η παραγραφή που ισχύει για τα δικαιώματα που αναφέρει ο παραγραφής Νόμος, δε ισχύει για τα ανθρώπινα δικαιώματα που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Η Σύμβαση επιτάσσει ρητώς από το πρώτο της άρθρο ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν σε καθένα τα δικαιώματα που καλύπτει η Σύμβαση. Εφόσον το κείμενο που δημιουργεί τα δικαιώματα δεν περιλαμβάνει περιορισμούς για την δικαστική διεκδίκηση τους, τέτοιος περιορισμός, εάν, επιβληθεί με εσωτερικό Νόμο της Κύπρου συγκρούεται με το γράμμα και το πνεύμα της Σύμβασης.

Εάν εφαρμοστεί, η παραγραφή πλήττεται εμμέσως η υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως προβλέπει η Σύμβαση, η οποία εφόσον είναι και διεθνούς δικαίου πρέπει να ερμηνεύεται και με τους κανόνες του δικαίου αυτού. Δεν διαπίστωσα κανένα κανόνα του διεθνούς δικαίου που να επιτάσσει περιορισμό άσκησης ή δικαστικής διεκδίκησης τέτοιων δικαιωμάτων. Έπειτα, τα δικαιώματα που προβλέπει η Σύμβαση είναι βασικά, κυρίως έναντι του κράτους και δεν μπορεί το κράτος να βάζει φραγμούς στην εξασφάλιση τους χωρίς να προβλέπεται μάλιστα τούτο στη Σύμβαση.

Έτσι κι αλλιώς, τα δικαιώματα αυτά διαφέρουν από τα αστικά δικαιώματα και είναι πολύ σοβαρότερα από αυτά. Τα ποινικά αδικήματα δεν παραγράφονται διότι ακριβώς αφορούν σοβαρά δικαιώματα για την προστασία των πολιτών από το κράτος ανώτερα εκείνων που επιδιώκει η νομοθετική εξουσία να περιορίσει με παραγραφή τους όπως είναι τα αστικά αδικήματα. Με την πιο πάνω λογική πρέπει τα ανθρώπινα δικαιώματα να μην παραγράφονται, αφού πρέπει να εφαρμόζονται και να προστατεύονται από το κράτος σε όλη τη διάρκεια της ζωής των ατόμων και αφού είναι και αλληλένδετα με την έννοια της ελευθερίας, της δημοκρατίας και το κράτος δικαίου. Σημειώνω ότι πολλά ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση έχουν και συνταγματική προστασία.

Θεωρώ χρήσιμο να προσθέσω και την εξής διακήρυξη η οποία εμπεριέχεται στο προοίμιο της Σύμβασης. ‘Οι υπογράφουσες κυβερνήσεις, μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης: Επιβεβαιώνοντας τη βαθιά τους προσήλωση στις θεμελιώδεις αυτές ελευθερίες, οι οποίες αποτελούν το βάθρο της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο και των οποίων η διατήρηση στηρίζεται κατά κύριο λόγο αφενός μεν σε πραγματικό δημοκρατικό πολιτικό καθεστώς και αφετέρου σε κοινή αντίληψη και κοινό σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία απορρέουν’.