Η μητέρα μας ορθόδοξη εκκλησία μέσα στο πλαίσιο του λειτουργικού της χρόνου μας καλεί και φέτος να εορτάσουμε το μεγαλύτερο θαύμα που έκανε ο Χριστός και που δεν είναι άλλο από την ανάστασή Του. Ο Ίδιος, όπως καταθέτει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στο Β’ 19, προείπε στους Γραμματείς και Φαρισαίους: «λύσατε τον ναόν τούτον, καιεν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν». Δηλαδή, γκρεμίστε τον ναό αυτόν και εγώ σε τρεις μέρες θα τον ανοικοδομήσω, εννοώντας θανατώστε εσείς τον ναό του σώματός μου και εγώ μετά από τρεις μέρες θα αναστηθώ από τον τάφο.

Το γεγονός αυτό συνέχει τους θεοφόρους Πατέρες. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντιπαραβάλλοντας το ιουδαϊκό Πάσχα με το χριστιανικό, αναφέρει: «Πάσχα ιουδαϊκό εστίν η εξ Αιγύπτου εις γην της Παλαιστίνης διάβασις. Πάσχα δε ευαγγελικό εστίν η εκ θανάτου προς ζωήν και εκ φθοράς προς αφθαρσίαν διάβασις». Δηλαδή, το εβραϊκό Πάσχα ήταν η ανάμνηση του γεγονότος της μετάβασης του λαού της Βίβλου από την Αίγυπτο στη γη της Παλαιστίνης. Το χριστιανικό Πάσχα είναι ουσιαστικά η διάβαση από τον θάνατο στη ζωή και από τη φθορά στην αφθαρσία.

Χάρη στην ανάσταση οι Άγιοι βίωναν τόσο το μαρτύριο της συνειδήσεως, όσο και το μαρτύριο του αίματος. Ο Άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός καταθέτει στον Γ’ τόμο της Φιλοκαλίας: «οι Άγιοι μάρτυρες δεν έμαθαν τη θεογνωσία και τη θεοσοφία, όπως εμείς εξ ακοής, αλλά έδωσαν αίμα και έλαβαν πνεύμα. Επίσης, οι θεοφόροι Πατέρες αντί αισθητού μαρτυρίου, μαρτύρησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, διά της ασκήσεως και της εκκοπής του ιδίου θελήματος και αντίσωματικού θανάτου, υπέστησαν τον κατά προαίρεση θάνατο, για να νικήσει ο νους τα σαρκικά θελήματα και να βασιλεύσει εν Χριστώ Ιησού». Εννοείται πως και οι πρώτοι, δηλαδή οι μάρτυρες του αίματος, αλλά και οι δεύτεροι, δηλαδή οι μάρτυρες τις συνειδήσεως, μαρτύρησαν, γιατί πίστευαν στην ανάσταση του Χριστού.

Συμπληρωματικά, ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνοντας αναφορά στη ανάσταση του Χριστού λέει: «οι νεκροί των μνημάτων ανίσταντο του δι’ ημάς νενεκρωμένου την έγερσιν προενφαίνοντες». Δηλαδή, οι νεκροί έβγαιναν από τα μνήματά τους προδηλώνοντας την έγερση εκείνου που έγινε νεκρός για χάρη μας.

Φοβερό από θεολογική άποψη το γεγονός της ανάστασης, αφού κατά τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, όπως αυτός καταθέτει στις περίφημες κατηχήσεις του: «αντέστη τριήμερος αφρπάσας ημάς εκ χειρός του δράκοντος και δούς ημίν την κατ’ αυτού δύναμιν και ισχύν». Δηλαδή, ο Χριστός αντέστη τριήμερος, αφού μας απάλλαξε από την τυραννία του διαβόλου και μας έδωσε τη δυνατότητα να αντιπαλεύουμε μαζί του.

Επιπλέον, ο Μέγας Αθανάσιος μιλώντας για το γεγονός της αναστάσεως αναφέρει: «το του Κυρίου σώμα απέθανεν ως θνητόν, ανέστη δε διά την εν αυτώ ζωή». Δηλαδή, το σώμα του Κυρίου πέθανε ως θνητό, όμως αναστήθηκε, αφού σε Αυτόν κατοικούσε ολόκληρη η θεότητα.

Εξάλλου, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θεωρεί ότι η ανάσταση του Χριστού είναι το πιο ηχηρό μήνυμα αισιοδοξίας και υπέρβασης του υπαρξιακού προβλήματος του θανάτου. Λέει γι’ αυτό: «όπως ακριβώς ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε ένδοξα,έτσι κι όλοι όσοι πιστεύουν σε Αυτόν θα πεθάνουν. Όμως, θα αναστηθούν και θα πάρουν σώμα ένδοξο, όπως είχε ακριβώς ο Χριστός μετά την ανάστασή Του».

Προς τούτοις, σύμφωνα με τον ίδιο ιερό Πατέρα το σπήλαιο, στο οποίο τοποθετήθηκε το νεκρό σώμα του Χριστού, είναι τύπος του Ορθοδόξου Ναού. Ο χώρος στον οποίο αποτέθηκε το νεκρό σώμα του είναι τύπος της Αγίας Τράπεζας, όπου ο Χριστός προσφέρεται στους πιστούς διά του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Έτσι, εκείνος που με σεβασμό προσβλέπει στα Τίμια Δώρα και βλέπει σε αυτά τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού, κάνει ένοικό του τον Χριστό και γίνεται σαν τη Μαρία τη Μαγδαληνή, που βλέπει και συνομιλεί με τον αναστημένο Κύριο. Τέλος, οι άγγελοι που βρίσκονταν στον τάφο του αναστημένου Χριστού είναι λευκοφορεμένοι, γιατί ήρθαν να διαλευκάνουν το μυστήριο της αναστάσεως. Αυτός που καθόταν εκεί όπου ήταν η κεφαλή Του, υποδηλώνει τη θεότητά Του. Ενώ, αυτός που καθόταν εκεί όπου ήταν τα πόδια Του, δηλώνει το γεγονός της ενανθρωπήσεώς Του.

Εκτός από τα πιο πάνω, κατά τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή, η ανάσταση του Χριστού στέλνει το μήνυμα της υπέρβασης της φυλετικής ή κοινωνικής διάκρισης των ανθρώπων: «αφού ο Χριστός υπέρ πάντων απέθανε και στην ελπίδα της αναστάσεως εξίσου πάσι εχαρίσατο». Τόσο λοιπόν σπουδαίο είναι το γεγονός της ανάστασης, ώστε ο Άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς θεωρεί πως τα τέσσερα ευαγγέλια συνοψίζονται σε τέσσερις μόνο λέξεις «Χριστός Ανέστη, Αληθώς Ανέστη».