Όταν στην Συρία εκδιώχθηκε ο Άσαντ και κατέλαβαν οι φιλότουρκοι τζιχαντιστές την εξουσία, χαρακτηρίσαμε το γεγονός ως τεράστια τουρκική επιτυχία. Ως ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα στην διαμόρφωση μιας νεοοθωμανικής επικράτειας, που είναι ο μύχιος πόθος και το φλογερό όραμα του σουλτάνου της Άγκυρας. Ωστόσο, αρκετοί στην Ελλάδα είδαν στις εξελίξεις αυτές την είσοδο της Τουρκίας σε έναν θανατηφόρο βαλτότοπο, που την έφερνε σε μια διαρκή σύγκρουση με τον αραβικό κόσμο, τους Κούρδους και, πρωτίστως, το Ισραήλ. Κάποιοι μάλιστα προέβλεπαν μια ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο περιφερειακών υπερδυνάμεων της ανατολικής Μεσογείου. Αυτό που συνέβη, όμως, παρά τις σοβαρές τριβές, που έφθασαν στον βομβαρδισμό από την ισραηλινή αεροπορία βάσεων που η Τουρκία σκόπευε να χρησιμοποιήσει προς όφελός της στο συριακό έδαφος, αλλά και σε αερομαχίες ισραηλινών και τουρκικών αεροσκαφών, είναι μια παρασκηνιακή διαδικασία διαμερισμού της επιρροής στην νέα Συρία. Η κάθε πλευρά επιδιώκει τα μέγιστα κέρδη επί του συριακού «πτώματος», που κατά τα φαινόμενα θα αποτελείται από 3,5 συνιστώντα μέρη – το φιλοτουρκικό τζιχαντιστικό, με τις μεγαλύτερες πόλεις, το ισραηλινό και των συνεργατών τους Δρούζων, στον νότο, των Κούρδων και κάποιων φιλοδυτικών Αράβων στην ανατολή, και μια ντε φάκτο μερική αυτονομία των Αλαουιτών στα δυτικά. Η τελευταία, ως παραχώρηση στην ανάγκη διεθνούς αναγνώρισης του νέου καθεστώτος, που ενδύθηκε κοστούμι, έστω και αν το στενεύει. Σε κάθε περίπτωση, η συνάντηση Τραμπ – Αλ Σαράα, πρώην Τζολάνι, επισφραγίζει αυτήν την νέα πραγματικότητα. Επαναλαμβάνουμε ότι πρόκειται για έναν τουρκικό θρίαμβο.
Και δυστυχώς, δεν είναι ο μοναδικός, εσχάτως. Γιατί αν θέλουμε να δούμε, χωρίς ευσεβοποθισμούς, την αλήθεια κατάματα, η τακτική Ερντογάν αποδίδει άφθονους καρπούς. Το βλέπουμε χαρακτηριστικά στην περίπτωση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Επί πάνω από 3 χρόνια παίζει το δικό του παιχνίδι, αδιαφορώντας για τις δυτικές πιέσεις και νουθεσίες. Συνεργάζεται στενά με την ουκρανική αμυντική βιομηχανία, στηρίζει ανοιχτά την ταταρική διεκδίκηση της Κριμαίας, αναφωνεί στο Κίεβο Слава Україні, και την ίδια ώρα ζητάει να εισέλθει στους BRICS, κρατάει τους S400, ολοκληρώνει τον πυρηνικό σταθμό στο Ακούγιου, μιλάει απευθείας με τον Πούτιν. Και σήμερα εμφανίζεται ως ο μέγας διαμεσολαβητής, που τον εμπιστεύονται όλοι, δυτικοί και ανατολικοί, εκθειάζοντας τις φιλειρηνικές του πρωτοβουλίες.
Ειδικά οι χώρες της Ευρώπης, οι οποίες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας, για τις οποίες είναι έτοιμες να πάνε μέχρι και να κατεδαφίσουν το κοινωνικό κράτος για να χρηματοδοτήσουν έναν τριακονταετή ή εκατονταετή πόλεμο στην Ουκρανία, πώς συμπεριφέρονται σε αυτόν το «πρότυπο» δημοκρατικής συνείδησης, που έχει βάλει πίσω από τα σίδερα της φυλακής τον βασικό του πολιτικό αντίπαλο -αλλά και τον αρχηγό του τρίτου κόμματος για να μην το ξεχνάμε; Κάτι ψέλλισαν για τα μάτια του κόσμου, και χωρίς αιδώ τον θερμοπαρακαλούν να λάβει μέρος στην μοιρασιά των 800 δισεκατομμυρίων του ReArm Europe, που θα κάνει υποτίθεται την Ευρώπη αστακό. Η δε «αγία τριάς» φον ντερ Λάιεν, Κάλλας και Κόστα, σχεδόν τον ικέτευσε να πάρει μέρος στο 35% των 150 δις, που θα προέλθουν από τα δάνεια του μέσου SAFE, και να προσπαθήσουν όλοι μαζί και για τα υπόλοιπα 75%. Όσο για τα δισεκατομμύρια των εθνικών προϋπολογισμών, ήδη η Ισπανία και η Ιταλία έχουν ανοίξει τον δρόμο, ενώ η τελευταία πούλησε και την Piaggio Aerospace στην τουρκική Baykar. Όλα αυτά είναι βεβαίως γνωστά, καθώς τα πληροφορούμαστε άναυδοι, κυριολεκτικώς, ακόμη και εκεί που πρέπει να πούμε και καμιά κουβέντα, ενώ μετά κάνουμε ότι τρέχουμε. Όπως, για παράδειγμα, πέραν της Ιταλίας, και με την Γερμανία ενός καγκελάριου, που αδημονεί να συνεργαστεί με την Άγκυρα και να αυξήσει μαζί της τις αμυντικές μπίζνες, προσδοκώντας να εισέλθει και αυτός στο παιχνίδι της Μέσης Ανατολής. Κάτι που, δυστυχώς, επιδιώκει και το Παρίσι, μέσω της τουρκικής πύλης. Τέτοια πολιτική συνέπεια, στην εποχή της αποθέωσης της πολιτικής υποκρισίας.
Αλλά, και στο εσωτερικό της Τουρκίας μας ήρθαν τα χαμπέρια από το PKK, το οποιο μετά από δεκαετίες καταθέτει τα όπλα. Μια κίνηση που έγινε προφανώς μετά από την σώφρονα παραίνεση τρίτων, στο πλαίσιο μιας συνολικής παρασκηνιακής διευθέτησης του μεσανατολικού χάρτη.
Πώς να μην αισθάνεται ισχυρός λοιπόν ο Ερντογάν, όταν μάλιστα μπορεί πλέον να συζητά επί ώρα με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος προφανώς εκτιμά τον «εκτός κανόνων» τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής, αλλά και τις κερδοφόρες μπίζνες του Τούρκου προέδρου;
Παρεμπιπτόντως, και για να «δέσει το γλυκό», ήρθαν οι εκλογές στην Αλβανία, καίριο συστατικό της νεοοθωμανικής ολοκλήρωσης -άλλωστε το αλβανικό στοιχείο ήταν πρωταγωνιστικό και στην μακρά οθωμανική περίοδο- όπου ο εκλεκτός της Άγκυρας και φανατικός ανθέλληνας Ράμα νίκησε για μια ακόμη φορά πανηγυρικά.
Όσο και αν είναι στενόχωρη, αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Εν πολλοίς προβλεπόμενη, αν και η ιστορία πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις, που έως τώρα δεν μας έκαναν την χάρη να εκδηλωθούν. Τα διλήμματα για τον ελληνισμό είναι πλέον κρίσιμα και άμεσα. Δεν προσπερνιούνται με πρόσκαιρες τακτικές. Ούτε βεβαίως με αυτήν την αμφίσημη και εν τέλει αλληλοακυρούμενη πολιτική απέναντι στην γείτονα. Αφενός, δηλαδή, να προβάλλουμε πομπωδώς εξοπλιστικά προγράμματα, και αφετέρου να είμαστε αγκιστρωμένοι στην «Διακήρυξη των Αθηνών», που πρόσφερε στην Τουρκία την έξωθεν καλή μαρτυρία απαλλάσσοντας τους δυτικούς συμμάχους μας και το τελευταίο πρόσχημα για να συνεργαστούν μαζί της. Ούτε βεβαίως με την επονείδιστη παραίτηση ακόμη και από αυτονόητα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δικαιώματα, όπως είναι η πόντιση αυτού του έρμου ηλεκτρικού καλωδίου.
Πρέπει να αποφασίσει επιτέλους το πολιτικό σύστημα αλλά και η ελληνική κοινωνία, υπάρχει ή όχι κίνδυνος εξ ανατολών. Και αν υπάρχει θέλει να τον αντιμετωπίσει ή θα δεχθεί το μοιραίο, έστω και με μιθριδατικές δόσεις. Με τη συγκυριαρχία στο Αιγαίο και στην Θράκη, με την «ειρηνική» εισβολή των τουρκικών επιχειρηματικών συμφερόντων, ειδικά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπου πανηγυρίζουμε οι «συφοριασμένοι» για την τουρκική τουριστική πλημμυρίδα.
Ούτε επιτρέπεται πιά να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις ότι απέναντι σε αυτόν τον θανάσιμο νεοοθωμανικό εναγκαλισμό, θα έχουμε την ανακουφιστική προστασία της ευρωπαϊκής οικογένειας -με την ιδέα που έχουμε δημιουργήσει στο φαντασιακό μας, μάλλον με τις προσλαμβάνουσες μιας παρελθούσης Ευρώπης.
Και τέλος πάντων, δεν μπορεί να εξακολουθεί αυτός ο καταστροφικός, μυωπικός ετεροκαθορισμός της εξωτερικής μας πολιτικής. Να εμφανίζεται δηλαδή ότι δήθεν η Ελλάδα πρωτοστατεί με τη Πολωνία στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, όταν οι Πολωνοί ενδιαφέρονται μόνον για τον ρωσικό κίνδυνο, και θέλουν διακαώς την Τουρκία εντός των ευρωπαϊκών διεργασιών. Ποιος κοροϊδεύει ποιόν; Αυτοχριστήκαμε ακρίτες της Ευρώπης, για να το πιστέψουμε οι ίδιοι, ενώ ούτε εμείς δεν κάνουμε κάτι για να επιτελέσουμε αυτόν τον ρόλο.
Ασφαλώς, όλ’ αυτά είναι επώδυνα να γίνουν αποδεκτά, τόσο πολιτικά όσο και ψυχολογικά. Και δεν αλλάζουν εύκολα, γιατί εμπίπτουν στη «βουλησιαρχία», αλλά αντικειμενικών συνθηκών, έστω και αυτές δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα της βούλησης. Γιατί, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, η Ελλάδα είναι μια χώρα χρεωκοπημένη, χωρίς αποκατεστημένο ακόμη το κύρος της από την ντροπιαστική περιπέτεια της προηγούμενης δεκαετίας χωρίς σοβαρή παραγωγική βάση, πλην της ναυτιλίας, που έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες με δημογραφικούς δείκτες που καταρρέουν με μια πολιτική, επιχειρηματική και «πνευματική» ελίτ βαθιά εξαρτημένη ιδεολογικά και υλικά από ξένα κέντρα με μια πολιτική ζωή που περιστρέφεται αυτοτροφοδοτούμενη στα ευτελή και ασήμαντα. Παρ’ όλα αυτά, όλο αυτό το πλέγμα εμφανίζεται με την βεβαιότητα του ορθολογισμού, γιατί κατά βάθος είναι απρόθυμο αλλά και αδύναμο να επιτελέσει την απαιτούμενη «ανορθολογική» ανατροπή, ώστε να αποτρέψει το «ορθολογικό» μας τέλος.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, πίσω από τα χαμόγελα αυτοπεποίθησης, το πολιτικό μας κατεστημένο, στο σύνολό του και όχι μόνον η κυβέρνηση, τα έχει τελείως χαμένα. Όλες οι βεβαιότητες στις οποίες είχε στηριχθεί καταρρέουν με πάταγο. Η φετιχοποίηση του διεθνούς δικαίου ή η ολοκληρωτική συστράτευση με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», είναι νομίσματα με ελάχιστη ανταλλακτική αξία σε μια εποχή επικράτησης του πλέον κυνικού ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις και στην παγκόσμια ανακατανομή ισχύος. Άλλωστε ακόμη και ο Τραμπ, σε αυτό το περιβάλλον, δεν είναι παρά μια εκδήλωσή της ραγδαίας μεταμόρφωσης του κόσμου, που μοιραία επιταχύνει την εκτροπή από το προηγούμενο status quo, προς το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή.