Όταν στα 1974, το πικρό εκείνο καλοκαίρι με τις αποφράδες μέρες της μεγάλης προδοσίας και της τουρκικής βαρβαρότητας, έφταναν καθημερινά τα κακά μαντάτα για τον χαμό μεγάλου αριθμού παλικαριών μας, που είχαν σπεύσει στις 20 του Ιούλη, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της πατρίδας, για να προασπίσουν την ανεξαρτησία και την εδαφική της ακεραιότητα, ενάντια στις ορδές του τουρκικού Αττίλα, βαθιά συγκλονισμένοι από το μεγάλο κακό που μας βρήκε τότε, καταριόμασταν και αναθεματίζαμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας τους αίτιους με τη γνωστή ρήση «ας όψονται που τα’ κάμαν».
Με τον ίδιο τρόπο αναθεματίζουν και σήμερα και καταριούνται τους μεγάλους ένοχους της κυπριακής τραγωδία οι συγγενείς των αγνοουμένων και των πεσόντων, οι πρόσφυγες και όσοι υπέστησαν τα πάνδεινα από τις συνέπειες της προδοσίας και της εισβολής. Κι αυτοί «που τα‘ κάμαν», αυτοί που πράξαν το κακό και δεν τους «πήρε μαύρο σύγνεφο» δεν είναι άλλοι από τους επίορκους αξιωματικούς της ξενοκίνητης Χούντας των Αθηνών΄(από τους οποίους κανείς ποτέ δεν λογοδότησε για το μέγα έγκλημα του πραξικοπήματος) και τους ατιμώρητους επίσης ως σήμερα ΕΟΚΑΒΗΤΑτζήδες του Γρίβα, που εν ονόματι της ένωσης και της ελληνικής σημαίας τούρκεψαν τη μισή μας πατρίδα με το εγκληματικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που είχε ως αποτέλεσμα ν’ ανοίξουν διάπλατα οι κερκόπορτες κι η τούρκικη ημισέληνος να κυματίζει από τότε στην Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Πενταδάκτυλο, στον Απόστολο Ανδρέα και σ’ όλη την κατεχόμενη γη μας!
Κι έχουν περάσει ήδη 51 συναπτά έτη! Κι έφυγαν οι μανάδες και οι πατεράδες με το σαράκι, την πίκρα και το παράπονο του αγνοούμενου ή σκοτωμένου γιου, που δεν αξιώθηκαν ούτε ξανά ζωντανό να τον δουν μα ούτε κι αποθαμένο, για να τον κλάψουν όπως του ταίριαζε, να τον κηδέψουν και ν’ ανάβουν καθημερινά το καντήλι του για να παρηγοριούνται. «Να μας πουν τουλάχιστον ένα συγγνώμη», μονολογούσε με πίκρα και με παράπονο ένας αδερφός αγνοουμένου, που, μετά την πρόσφατη ταυτοποίησή του, το χωριό του τον τίμησε τοποθετώντας την προτομή του στο Μνημείο Ηρώων της κοινότητας. «Έμεινα μόνη, ξαφνικά, στα 28 μου χρόνια, να μεγαλώνω πέντε ανήλικα ορφανά, που κανένας ποτέ δεν τους έδωσε μιαν εξήγηση γιατί να στερηθούν τόσο άδικα τον προστάτη τους και να μεγαλώνουν μες στην ορφάνια, τον πόνο, την έγνοια και την αγωνία του αγνοούμενου πατέρα, χωρίς το χάδι, το χαμόγελο και τη φροντίδα του, που τόσο πολύ την είχαν ανάγκη», εξομολογείται μια ηρωίδα σύζυγος αγνοουμένου, που πρόσφατα ταυτοποιήθηκε επίσης κι έγινε κι αυτός ήρωας και μαρμάρινη προτομή στο χωριό του. Και μια κόρη αγνοουμένου, ο οποίος ταυτοποιήθηκε και κηδεύτηκε πριν από λίγο καιρό, είπε στον δικό της αποχαιρετιστήριο λόγο, με σπαρακτική ειλικρίνεια, δικαιολογημένη οργή, πίκρα και άμετρο πόνο: «Όλοι μου λένε, πατέρα, πως είσαι ήρωας! Εμένα με ρώτησαν;»
Το ίδιο σπαρακτικό ερώτημα είναι σίγουρο πως ταλανίζει τον νου και την ψυχή όλων των ορφανών παιδιών των αγνοουμένων και των πεσόντων μας, που θα προτιμούσαν χίλιες φορές οι δικοί τους άνθρωποι να είναι μαζί τους, να τα βλέπουν να μεγαλώνουν, να προοδεύουν, να κάνουν οικογένειες, να τους κάνουν εγγόνια και να τους καμαρώνουν. Κι όχι να είναι «ήρωες» και μια άψυχη μαρμάρινη προτομή, πικρής μνήμης και οδύνης… Ας αφουγκραστούμε λοιπόν το εναγώνιο μήνυμα της θλιμμένης κόρης του αγνοούμενου κι όλων των ορφανεμένων παιδιών των αδικοχαμένων νέων μας. Κι ας κωφεύσουμε στις σειρήνες της ηρωικής μωρίας, του εθνικιστικού παροξυσμού και της ιδεολογίας του μίσους, που ευαγγελίζονται κάποιοι νέοι επίδοξοι εθνοσωτήρες-ακροδεξιάς κοπής, που τα ολέθρια έργα των ιδεολογικά ομογάλακτών τους μοίρασαν το 1974 και τούρκεψαν τη μισή μας πατρίδα. Δεν θέλουμε άλλους ήρωες κύριοι προύχοντες αυτού του τόπου, που αντί να λύσετε το Κυπριακό επικεντρωμένοι στην προοπτική της ειρήνης, περί άλλα τυρβάζετε. Δεν έχουμε ανάγκη από άλλους ήρωες! Είμαστε αδύναμος λαός και μικρός τόπος! Και τον έχουμε παραγεμίσει με σταυρούς και μνήματα, μνημεία ηρώων και αγνοουμένων. Θέλουμε ειρήνη, δεν θέλουμε ξανά πόλεμο, που μόνο συμφορές και θάνατο σκορπά παντού, όπως το βλέπουμε σήμερα στη Γάζα, στον Λίβανο, στη Συρία, στην Υεμένη, στην Ουκρανία κι όπου αλλού η πολεμική παράνοια καλά κρατεί, υπό τα απαθή βλέμματα των ισχυρών της Γης, που όπως λέει και ο ποιητής: «Κατάργησαν τα μάτια τους. Τυφλοί. Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε!» (Γ. Σεφέρης). Θα ήταν υπερβολή άραγε να ακολουθήσουμε (στις δοσμένες συνθήκες) τη σοφή και κατηγορηματική ρήση του Κικέρωνα, γνωστού Λατίνου ποιητή και φιλόσοφου, που είπε χωρίς φόβο κα πάθος: «Προτιμώ την πιο άδικη ειρήνη από τον πιο δίκαιο πόλεμο»;
*Φιλόλογος -συγγραφέας