Η πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2025 ήταν η μεγαλύτερη περιβαλλοντική καταστροφή στην Κύπρο από την Τουρκική εισβολή του 1974. Εύλογα, βιώνουμε κατάσταση πένθους. Ζωές χάθηκαν, βιοτικές συνθήκες άλλαξαν ριζικά, το τοπίο αλλοιώθηκε καθοριστικά, τόποι χαραγμένοι στη μνήμη καταστράφηκαν. Η φυσική καταστροφή αλλάζει τόσο το ίδιο το περιβάλλον, όσο και τη σχέση μας με αυτό. Η καταστροφή επέρχεται σε μια μέρα, αλλά η επαναφορά απαιτεί δεκαετίες.
Πέρα από το πένθος και την οργή, η φυσική καταστροφή πρέπει να γίνει το έναυσμα σκέψης. Απαραίτητος όρος για οποιαδήποτε στιβαρή πολιτική αντιμετώπισης των πυρκαγιών είναι η ποιότητα του δημόσιου προβληματισμού και των θεσμικών πρακτικών που απορρέουν από αυτόν.
Η συνήθης εκφραστική παραπλανά: μιλάμε για «φυσικές καταστροφές» ως τα καταστροφικά αποτελέσματα ακραίων φυσικών φαινομένων να είναι αυτονόητα. Δεν είναι. Μια δασική πυρκαγιά, σεισμός ή πλημμύρα είναι τόσο καταστροφική όσο πιο ευάλωτο είναι το κοινωνικό-φυσικό σύστημα στο οποίο εκδηλώνεται. Η Τουρκία λ.χ. είναι, γενικά, πιο ευάλωτη σε σεισμικές καταστροφές από την Ιαπωνία, καθότι οι οικοδομικές πρακτικές της χαρακτηρίζονται από υψηλή διαφθορά και, συνεπώς, ασθενή τήρηση πολεοδομικών κανονισμών. Η καταστροφικότητα φυσικών φαινομένων εξαρτάται, εν πολλοίς, από ανθρώπινες πρακτικές.
Στα καθ’ ημάς, εξ όσων γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, ένα από τα στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια, μετά την πρόσφατη φονική πυρκαγιά, είναι η ανετοιμότητα του κράτους – ο πλημμελής συντονισμός, η ανεπαρκέστατη Πολιτική Άμυνα, τα ανύπαρκτα σχέδια εκκένωσης, η πρωτόγονη και ανεπαρκής τεχνολογία, και άλλα. Είναι ενδεικτικό ότι ο υπεύθυνος για τον συντονισμό Γενικός Διευθυντής του Τμήματος Δασών απουσίαζε υπηρεσιακά στην Αυστραλία, χωρίς να έχει οριστεί αντικαταστάτης του!
Οι κρίσιμες έννοιες για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών είναι «ευαλωτότητα» και «ανθεκτικότητα» (resilience). Με απλούς όρους, η ευαλωτότητα είναι η επιρρέπεια ενός συστήματος στη βλάβη. Πιο σύνθετα, η ευαλωτότητα είναι συνάρτηση (α) του χαρακτήρα και του μεγέθους ενός φυσικού φαινομένου, και (β) της ανθεκτικότητας του συστήματος που το υφίσταται. Η ανθεκτικότητα υποδηλώνει το βαθμό στον οποίο το σύστημα διατηρεί τις ζωτικές λειτουργίες του παρά τις καταπονήσεις. Oι καταπονήσεις απορροφώνται ή εξουδετερώνονται, έτσι ώστε το σύστημα να επανέλθει στη συνήθη λειτουργία του.
Πώς χτίζεται η υψηλή ανθεκτικότητα; Με τη διαρκή εκλέπτυνση της οργάνωσης-διοίκησης (Ο-Δ) ενός συστήματος. Δηλαδή; Πάρτε το παράδειγμα ενός οικιακού κήπου. Πρόκειται για ένα κοινωνικό-φυσικό σύστημα (άνθρωποι συν φύση), του οποίου η ανθεκτικότητα στην πυρκαγιά εξαρτάται από την ποιότητα της Ο-Δ του συστήματος. Η Ο-Δ ενισχύεται όσο υπάρχουν και διαρκώς βελτιώνονται: το σχέδιο αντιμετώπισης πυρκαγιάς, οι διαθέσιμοι υλικοί και πληροφοριακοί πόροι, και οι δεξιότητες των φροντιστών του κήπου.
Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο ισχύει σε ένα δασικό σύστημα. Η ανθεκτικότητά του ενισχύεται όταν, βάσει σχεδίου, απομακρύνεται η καύσιμη ύλη, δημιουργούνται αντιπυρικές ζώνες, αξιοποιούνται δασικοί χάρτες και συστήματα άμεσου εντοπισμού πυρκαγιών, η Πυροσβεστική δρα με επάρκεια και ευφυία στο πεδίο, η Πολιτική Άμυνα μεριμνά για την άριστη προετοιμασία, και οι κάτοικοι έχουν ασκηθεί στην αντιμετώπιση πυρκαγιών. Αντιλαμβάνεστε πόσο καλή ποιότητα Ο-Δ απαιτεί αυτό το εγχείρημα: χορογραφημένο συντονισμό δεκάδων φορέων σε διάφορα επίπεδα, λεπτομερή πρωτόκολλα, εξαιρετική πληροφόρηση, επαρκή εξοπλισμό, πνεύμα συνεργασίας, και επιχειρησιακή ευθυκρισία.
Καθότι τα σχέδια δεν εφαρμόζονται από μόνα τους, απαιτούνται αφενός διαρκής κατάρτιση και εξάσκηση των εμπλεκομένων, έτσι ώστε να ενεργοποιούνται αυτονόητα, απρόσκοπτα και έγκαιρα τα πρωτόκολλα, αφετέρου συστηματική οργανωσιακή μάθηση, προκειμένου οι συμμετέχοντες φορείς να εκλεπτύνουν τη μελλοντική δράση τους. Υστερούμε και στα δύο.
Η πυρκαγιά της 23/7 είναι η αφορμή να ξαναστηθεί η Πολιτική Άμυνα και να αναδιοργανωθεί το σύστημα πυρόσβεσης δασικών πυρκαγιών. Τα ακραία φυσικά φαινόμενα θα είναι όλο και πιο συχνά, γι αυτό και η αντιμετώπισή τους πρέπει να είναι πιο σύνθετη. Με τη σειρά του, αυτό απαιτεί καλύτερη οργάνωση και διοίκηση των εμπλεκομένων υπηρεσιών. Αυτό εύκολα λέγεται αλλά δύσκολα υλοποιείται, στο μέτρο που η οργάνωση και διοίκηση του Δημοσίου αντανακλούν την πολιτική κουλτούρα της χώρας – το πελατειακό, κομματικοποιημένο και αναχρονιστικό κράτος. Αντιλαμβάνεστε το πρόβλημα: για να αλλάξει το επιμέρους (π.χ. Πολιτική Άμυνα) πρέπει να αλλάξει το όλον (η νοοτροπία του κράτους). Γι αυτό, συνήθως, η τάση των πολιτικών είναι να ασχολούνται με μπαλώματα και να αναβάλλουν τη ριζική αντιμετώπιση γι αργότερα.
Υπάρχει λύση; Η συνέχεια στο επόμενο.
Ο κ. Χαρίδημος Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Αντεπιστέλλον Μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας και Διεθνές Μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας