Πενήντα ένα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και την παράνομη, στρατιωτική κατοχή σημαντικού τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το προσφυγικό ζήτημα παραμένει εγκλωβισμένο σε μια παρωχημένη και αποσπασματική κρατική διαχείριση. Με απουσία συνολικού σχεδιασμού, καθυστερήσεις και συχνά με μια σιωπηρή αποδοχή της στασιμότητας της κατάσταση, η Πολιτεία δείχνει να αδυνατεί να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις. Ωστόσο, οι εξελίξεις είναι αμείλικτες και επιβάλλουν τομές.

Το κράτος οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες με ολιστική και σύγχρονη προσέγγιση, βασισμένη σε ένα αδιαπραγμάτευτο τρίπτυχο: αξιοπρέπεια, σεβασμός και διεκδίκηση.

Οι πρόσφυγες της Κύπρου δεν είναι πολίτες υποδεέστερης κατηγορίας ούτε αιτούντες ελεημοσύνη. Είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας που βίωσαν βίαιο τον ξεριζωμό, μεταφέροντας για δεκαετίες το φορτίο της απώλειας και της αδικίας. Δεν διεκδικούν προνόμια, αλλά το αυτονόητο: ισότιμη πρόσβαση σε κοινωνικά δικαιώματα και πολιτικές που ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους ανάγκες. Ζητούν στέγη για τις οικογένειές τους, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, σταθερό μέλλον για τα παιδιά τους, και ουσιαστική διαχείριση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων, όχι ως ευχολόγια ή συμβολικές χειρονομίες, αλλά ως πρακτική και δίκαιη πολιτική. Ζητούν πολιτική πραγματικής ισότιμης κατανομής βαρών, η οποία λαμβάνει υπόψη τις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους.

Παρά τις προφανείς και απαιτητικές σύγχρονες ανάγκες, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο παραμένει απαρχαιωμένο, περιορισμένο και σε πολλές περιπτώσεις άδικο. Η πρόσβαση στην αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας και η δυνατότητα στέγασης καθίστανται ολοένα και δυσκολότερες, επιδεινώνοντας τις ανισότητες και διευρύνοντας το χάσμα.

Η ανάγκη εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου είναι επιτακτική. Η οικονομική ανάπτυξη και η πολεοδομική διαχείριση δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από την κοινωνική αποκατάσταση. Η προωθούμενη ιδέα για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης από τις κατεχόμενες περιοχές στις ελεύθερες αποτελεί ένα καινοτόμο και ρεαλιστικό μέτρο, το οποίο συνδυάζει χωροταξική πολιτική με κοινωνική δικαιοσύνη και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Δεν αναιρεί το αναφαίρετο δικαίωμα επιστροφής, αλλά αντίθετα το ενισχύει, αναδεικνύοντας τη δέσμευση του κράτους να διατηρεί ζωντανή τη μνήμη και την ευθύνη απέναντι στους πρόσφυγες.

Παράλληλα, η ενσωμάτωση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων, όπως η ψηφιακή χαρτογράφηση και η ολοκληρωμένη διαχείριση κτηματολογικών δεδομένων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό βήμα προς την διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα στην αποκατάσταση των περιουσιακών δικαιωμάτων. Η αξιοποίηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων ενισχύει την προσπάθεια για βιώσιμες και δίκαιες λύσεις, προσφέροντας σύγχρονες δομές υποστήριξης και ένταξης.

Επιπλέον, οι νομοθετικές προτάσεις του Δημοκρατικού Συναγερμού για αντιστάθμιση της απώλειας χρήσης περιουσιών προσδίδουν ουσιαστική διάσταση στην προσπάθεια αποκατάστασης, καθιστώντας την πολιτική περισσότερο στοχευμένη και αποτελεσματική.

Το προσφυγικό ζήτημα δεν επιλύεται με ευκαιριακά επιδόματα, αστόχευτες πολιτικές ή επετειακές ανακοινώσεις για εντυπώσεις. Απαιτείται στρατηγική πολιτική βούληση, θεσμική στήριξη, κοινωνική ευαισθησία και αποφασιστικότητα. Όταν το κράτος αναγνωρίζει την αδικία και καταστρώνει σχέδια με συγκεκριμένα εργαλεία, μετρήσιμους στόχους και σαφές χρονοδιάγραμμα, χτίζει εμπιστοσύνη και ελπίδα.

Μετατρέποντας την προσφυγική πολιτική από απολογισμό διαχείρισης σε μακρόπνοο στρατηγικό σχέδιο, δημιουργείται το πλαίσιο για την πραγματική αποκατάσταση και την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής.

Οι πρόσφυγες δεν είναι απλώς φορείς του παρελθόντος· είναι οι θεματοφύλακες της ιστορικής μνήμης, της συνέχειας και της κρατικής αξιοπρέπειας. Η Πολιτεία οφείλει να τους αντιμετωπίζει με σεβασμό και πράξεις, όχι με λόγια κενά περιεχομένου. Η αποκατάσταση δεν είναι φιλανθρωπία ή χάρη. Είναι θεμελιώδες δημοκρατικό καθήκον που σηματοδοτεί την ωριμότητα και την ακεραιότητα της κοινωνίας μας.

*Μέλος Π.Γ. ΔΗΣΥ. Πρόεδρος του Συνδέσμου Εκτιμητών Ακινήτων Κύπρου.