Τρεις ακτιβιστές για την υπεράσπιση της πολιτικής ισότητας και ελευθερίας, εξαφανίζονται μυστηριωδώς και οι πράκτορες του FBI, Γιαρντ και Αντερσον, αναλαμβάνουν να ερευνήσουν την υπόθεση. Η έρευνά τους όμως δεν οδηγείται πουθενά μέχρι τη στιγμή που η γυναίκα του τοπικού σερίφη αποφασίζει να εκμυστηρευτεί ορισμένες αποκαλυπτικές πληροφορίες που ανατρέπουν τα μέχρι τότε δεδομένα. «1964: Η χρονιά που η Αμερική ήταν σε πόλεμο… με τον εαυτό της». Ακούγοντας αυτή την ατάκα μέσα από την ταινία «Ο Μισσισσιπής καίγεται», με λούζει πραγματικά κρύος ιδρώτας. Όχι μόνο γιατί θυμάμαι μια εποχή που το αμερικανικό όνειρο είχε μονάχα χρώμα λευκό, αλλά και γιατί, με ένα περίεργο τρόπο, παραπέμπει στην Αμερική της μετά-Μπους εποχής. Το μικρό αριστούργημα του Άλαν Πάρκερ μοιάζει με μια καθυστερημένη απάντηση στη «Γέννηση ενός έθνους» του Γκρίφιθ αλλά και σε όλες εκείνες τις ταινίες που –από καταβολής κινηματογράφου- παρουσίαζαν τους Ινδιάνους σαν καννίβαλους και τους μαύρους σαν αγράμματους και βίαιους ναρκομανείς. Είναι ίσως η καλύτερη ταινία για να ενδιατρίψει κανείς στο φαινόμενο του ρατσισμού, σερβιρισμένη ως ένα καλοστημένο αστυνομικό θρίλερ. Ο Τζιν Χάκμαν και ο Γουίλεμ Νταφόε είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο μεν ένας πρώην σερίφης που κρατάει χαμηλό προφίλ, ο δε ένας σόουμαν, με ευγενικό σκοπό. Στην αντίπερα όχθη, στέκεται ο υποστηρικτής της Κου Κλουξ Κλαν με το ισχυρό άλλοθι που δέρνει τη γυναίκα του. Η Φράνσις Μακντέρμοντ, στο ρόλο του θύματος οικογενειακής βίας που πρέπει να πάρει μια γενναία απόφαση, είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ερμηνευτικά αυτό το εμβληματικό φιλμ. Η ατμόσφαιρα της εποχής είναι εξαιρετική, με το νόμο της σιωπής να βασιλεύει παντού, κυριολεκτικά διά πυρός και σιδήρου. Ο Πάρκερ χειρίζεται ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν τον αγώνα για τα δικαιώματα των μαύρων, με προσοχή και μαεστρία. Λ.Π.
 
10.45 ΜΜ CAPITAL
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ (ΗΠΑ, 1988)
Σκηνοθεσία: Άλαν Πάρκερ
Παίζουν: Τζιν Χάκμαν, Γουίλεμ Νταφόε, Φράνσες Μακντέρμοντ
Διάρκεια: 128’