Ήταν Ιανουάριος του 1963 όταν Γαλλία και Γερμανία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Ελιζέ βάζοντας τα θεμέλια μιας στενής συνεργασίας. Το κλίμα μεταξύ του Γάλλου Προέδρου Σαρλ Ντε Γκολ και του Προέδρου της Δυτικής Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ, σύμφωνα με μαρτυρίες από εκείνη την εποχή, ήταν μουδιασμένο. Πράγμα καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς πως λίγα χρόνια πριν οι δύο χώρες βρέθηκαν αντιμέτωπες σε δύο πολέμους που αιματοκύλισαν ολόκληρο τον κόσμο. Είχε φτάσει, όμως, η εποχή να αφήσουν το παρελθόν πίσω και υπογράφοντας εκείνη τη συμφωνία ήλπιζαν πως θα εδραιώσουν τις διμερείς τους σχέσεις βάζοντας τέλος στις πολυετείς διαμάχες τους.
 
Πενήντα έξι χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Ελιζέ, οι γαλλο-γερμανικές σχέσεις εισέρχονται σε νέα εποχή. Την περασμένη Τρίτη η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υπέγραψαν στο Άαχεν μια νέα συνθήκη, καθοριστική για τις μελλοντικές σχέσεις των χωρών τους, αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η νέα συμφωνία περιγράφει λεπτομερώς την ενισχυμένη συνεργασία των δύο χωρών, την ασφάλεια, την άμυνα και την οικονομία, ενώ παράλληλα στέλνει το μήνυμα πως οι δύο ηγέτες στέκονται ενωμένοι μπροστά στα πολλά ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
 
Η συνθήκη του Άαχεν είναι πολύ σημαντική, ανέφερε ο Αντώνης Στυλιανού, λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, γιατί επιβεβαιώνει τη σημασία που έχει ο γαλλογερμανικός άξονας για την ΕΕ. «Πρόκειται για μια συμφωνία που επιβεβαιώνει τους στενούς δεσμούς που έχει η Γαλλία και η Γερμανία. Την ίδια στιγμή ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για τα τεκταινόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού επικυρώνει αυτό που υπήρχε άτυπα ως ένας γαλλογερμανικός άξονας που κινεί τα νήματα».
 
Η συμφωνία προβλέπει μια σύνθεση των γαλλογερμανικών θέσεων όσον αφορά στο μέλλον της Ευρώπης. Επί της ουσίας στοχεύει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ιδιαίτερα σε εποχές που η ΕΕ περνά μια σοβαρή κρίση. Επιπλέον δίνεται έμφαση στην εμβάθυνση της συνεργασίας στους τομείς ευρωπαϊκής, αμυντικής, εξωτερικής, οικονομικής, περιβαλλοντικής και αναπτυξιακής πολιτικής. Αν υπάρχει κάτι στο οποίο πρέπει να σταθούμε, αυτό είναι η κοινή βούληση των δύο χωρών για δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού. «Υπήρχε πάντα η ιδέα για έναν ευρωστρατό, ο οποίος μάλιστα θα μπορούσε να παρεμβαίνει σε εξωτερικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα στη Συρία ή στην Υεμένη, ως ένας ειρηνευτικός στρατός. Μέσα από αυτή τη διμερή συνεργασία η υλοποίηση αυτής της ιδέας έρχεται ακόμη πιο κοντά. Από τη στιγμή που Γερμανία και Γαλλία τα βρίσκουν για τη δημιουργία ενός τέτοιου στρατού, είναι πολύ πιθανόν πως και η ίδια η ΕΕ στο άμεσο μέλλον θα λάβει και τις ανάλογες αποφάσεις και το έργο να προχωρήσει», υπέδειξε ο Αντώνης Στυλιανού.
 
Το κατά πόσον οι στόχοι που έθεσαν οι δύο χώρες θα επιτευχθούν, δεν μπορεί να το γνωρίζει κανείς εκ προοιμίου, δεδομένων των πολλαπλών προβλημάτων που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι η προσφυγική κρίση, η χρηματοπιστωτική κρίση, το Brexit, ο ευρωσκεπτικισμός, αλλά και των εσωτερικών προβλημάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπο τόσο το Βερολίνο όσο και το Παρίσι. Η θέληση, πάντως, για συνεργασία υπάρχει και αν οι δύο χώρες πραγματικά το θέλουν, μπορούν να συνεργαστούν και να βγάλουν την Ένωση από το τέλμα που έχει βυθιστεί.
 
Η εμβάθυνση των γαλλογερμανικών σχέσεων θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στην ίδια την ΕΕ, υπέδειξε ο Αντώνης Στυλιανού λαμβάνοντας υπόψη το ειδικό βάρος που έχουν οι δύο χώρες. «Η δύναμη που έχει η Γαλλία και η Γερμανία μέσα στην ΕΕ, ειδικά και με τον αριθμό των ευρωβουλευτών που εκλέγουν, είναι πολύ μεγάλη, αλλά και με την επιρροή που ασκούν τόσο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όσο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή», επεσήμανε. Παρίσι και Βερολίνο έδειξαν ξεκάθαρα ποιος έχει το πάνω χέρι και αυτό είναι κάτι που δεν το βλέπουν με καλό μάτι τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Η υποψία δημιουργίας ενός «διευθυντηρίου» ενισχύει τις αντιδράσεις των άλλων κρατών-μελών και θα ενισχύσει την καχυποψία απέναντι στις προθέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας.
 
Οι δύο χώρες έχουν μεν μεγάλη βαρύτητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ωστόσο δεν είναι πλέον οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες της. Το μπλογκ είναι κατακερματισμένο και διχασμένο σε διάφορα στρατόπεδα και αυτό θα δυσκολέψει τις προσπάθειες του γαλλογερμανικού άξονα, όχι μόνο να ηγηθεί αλλά και να πάρει αποφάσεις. Επιπλέον, η αισιοδοξία περιορίζεται και εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό των χωρών τους οι δύο ηγέτες. Η Άνγκελα Μέρκελ αναγκάστηκε να παραδώσει τα ηνία του κόμματός της, ενώ ο Εμανουέλ Μακρόν είναι αντιμέτωπος με μια διαρκή κοινωνική αναταραχή. 
 
Σε κρίσιμο σταυροδρόμι βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση
 
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μία από τις δυσκολότερες κρίσεις στην ιστορία της. Οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει είναι πολλές και τα χρονικά περιθώρια που έχει στη διάθεσή της είναι λίγα. Μία από τις μεγαλύτερες, σύμφωνα με τον καθηγητή Αντώνη Στυλιανού, είναι οι μεταναστευτικές ροές. Αν και έχει υπάρξει μια μείωση στον αριθμό των προσφύγων και των μεταναστών που προσπαθούν να προσεγγίσουν την Ευρώπη, αυτό μάλλον οφείλεται στη συμφωνία με την Τουρκία, η οποία όμως, σύμφωνα με τον Κύπριο καθηγητή, καθιστά την ΕΕ δέσμια της Άγκυρας, η οποία χρησιμοποιεί αυτό το όπλο που έχει στη διάθεσή της είτε για να αντλεί κονδύλια είτε για τις διαπραγματεύσεις της. 
 
Το μεταναστευτικό είναι ένα καυτό ζήτημα που προκαλεί εντάσεις ανάμεσα στα κράτη μέλη. Οι χώρες υποδοχής, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, διαμαρτύρονται δικαίως πως έχουν αφεθεί μόνες τους να σηκώνουν ένα τόσο μεγάλο θέμα. Επίσης, υπάρχουν άλλες χώρες που αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους και δεν θέλουν να ανοίξουν τις πόρτες τους για να υποδεχτούν έστω και λίγους μετανάστες. Την ίδια στιγμή, τα ακροδεξιά αντιμεταναστευτικά κόμματα εκμεταλλεύονται τους φόβους των πολιτών και για αυτό παρατηρούμε πως η εκλογική τους δύναμη και η απήχησή τους στην κοινωνία τα τελευταία χρόνια έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις.
 
Οι προκλήσεις αφορούν την ίδια την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επεσήμανε ο δρ Στυλιανού. «Για πρώτη φορά η Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με την έξοδο ενός κράτους μέλους της. Το Brexit επηρεάζει πολύ βαθιά την ΕΕ και δημιουργεί ένα αρνητικό προηγούμενο, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το γεγονός πως καραδοκεί ο κίνδυνος για μια άτακτη υποχώρηση. «Η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει την έξοδο της Βρετανίας και τις αρνητικές συνέπειες που αυτή θα έχει, κάτι καθόλου εύκολο» εκτίμησε.
 
Επίσης, παρά τα σημάδια ανάκαμψης στην οικονομία, υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι που καραδοκούν. Το μεγάλο ερώτημα είναι, αν τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταφέρει να προχωρήσει σε κομβικά ζητήματα όπως είναι η τραπεζική ένωση, το ενιαίο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, ο κοινός προϋπολογισμός, καθώς και ένας υπουργός Οικονομικών που θα μπορεί να εκπροσωπεί συνολικά τα κράτη μέλη στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, καθώς και στην αναδιανομή των πλεονασμάτων. Με λίγα λόγια, αν θα εμβαθύνει και στην οικονομική ενοποίησή της, ώστε να είναι καλύτερα θωρακισμένη σε οποιονδήποτε κίνδυνο προκύψει στο μέλλον.
 
Απαραίτητη η απόκτηση ισχύος
 
Η Ευρωπαϊκή Ένωση για πολλά χρόνια άφησε στην τύχη το θέμα της ασφάλειας βασιζόμενη στις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Ώσπου ανέλαβε Πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν κρύβει την απέχθειά του για τη Βορειοατλαντική Συμμαχία και ο οποίος προσπαθεί με κάθε τρόπο να μειώσει τον ρόλο της, ακόμη και να τη διαλύσει. Αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες διαβλέπουν τον κίνδυνο που υπάρχει και για αυτό εντείνουν τις πιέσεις τους, ώστε η ΕΕ να αποκτήσει στρατό και άμυνα, προκειμένου να μη βασίζεται σε άλλους για την ασφάλειά της. «Η Ευρώπη δεν θα μπορεί να αμυνθεί χωρίς έναν αληθινό ευρωπαϊκό στρατό» είχε υποστηρίξει κατά καιρούς ο Γάλλος Πρόεδρος. «Πρέπει να διαμορφώσουμε ένα όραμα που θα μας επιτρέψει μια μέρα να φθάσουμε στη δημιουργία ενός αληθινού ευρωπαϊκού στρατού» έχει πει η Γερμανίδα Καγκελάριος. 
 
Η έλλειψη στρατιωτικής ισχύος περιορίζει την ΕΕ ουσιαστικά. Αν δεν μπορεί να προστατέψει μόνη της τα σύνορά της, αν εξαρτάται από άλλους για την ασφάλειά της, αν δεν μπορεί να επιβληθεί για να ικανοποιήσει τα συμφέροντά της, τότε βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Επίσης, η δημιουργία ενός πραγματικού ευρωστρατού λοιπόν θα είναι ωφέλιμη σε πολλά επίπεδα – οικονομικά, τεχνολογικάμ αλλά και πολιτικά.
 
Ταυτόχρονα θα ενισχύσει το αίσθημα της κοινής ταυτότητας των Ευρωπαίων, ανεξαρτήτως σε ποια χώρα ζουν.
 
Υπογραφές με συμβολισμό
 
Οι συμβολισμοί δεν έλειπαν από την τελετή υπογραφής του Συμφώνου Φιλίας. Ο σχεδιασμός του ήταν να υπογραφεί τον Ιανουάριο του 2018, με τη συμπλήρωση 55 χρόνων της Συμφωνίας του Ελιζέ που είχαν υπογράψει ο Πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκολ και ο Καγκελάριος της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ στις 22 Ιανουαρίου 1963 στο Παρίσι. Με έναν χρόνο καθυστέρηση υπογράφηκε στην πόλη Άαχεν της Γερμανίας, στην Αίθουσα Στέψης του ιστορικού Δημαρχείου της πόλης, όπου απονέμεται κάθε χρόνο το Βραβείο Καρλομάγνου για την ενοποίηση της Ευρώπης.
 
Η γαλλογερμανική συνεργασία θεωρείται συστατικό στοιχείο της σημερινής ΕΕ. Δεν ήταν καθόλου αυτονόητη όταν υπεγράφη η πρώτη συμφωνία στο Παρίσι που θεμελίωσε τη φιλία των δύο «αιώνιων εχθρών», Γαλλίας και Γερμανίας. Ο Σαρλ ντε Γκολ με το Σύμφωνο του Ελιζέ επεδίωκε τη μεγαλύτερη πρόσδεση της Γερμανίας στη Γαλλία, ως αντίβαρο στην αμερικανική και βρετανική επιρροή, ήταν μέρος της στρατηγικής που ακολουθούσε σταθερά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατά των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Το ίδιο επεδίωκε και ο Κόνραντ Αντενάουερ. Υποχρεώθηκε όμως να βάλει νερό στο κρασί του και υποχώρησε στην πίεση των ατλαντιστών του κόμματός του υπό τον μετέπειτα Καγκελάριο Λούντβικ Έρχαρντ αποδεχόμενος στο προοίμιο του Συμφώνου τη σύνδεση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, όπως και την υποστήριξη ένταξης της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ, την οποία ο Σαρλ ντε Γκολ είχε εμποδίσει με βέτο.
 
Η Ακροδεξιά παίζει τα ρέστα της στις εκλογές
 
Τα μάτια όλων στρέφονται στις Ευρωεκλογές που είναι προγραμματισμένες για τον ερχόμενο Μάιο. Η αναμέτρηση, θεωρούν πολλοί ειδικοί, θα είναι καθοριστική και αναλόγως των αποτελεσμάτων μπορεί να αποδειχθεί σε μία από τις κρισιμότερες στην ιστορία της Ένωσης. Και αυτό γιατί η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα προκύψει θα στελεχώσει τα νέα κοινοτικά όργανα, θα δημιουργήσει νέους συσχετισμούς ανάμεσα στα κράτη μέλη, ενώ είναι βέβαιο πως θα καθορίσει και τη φυσιογνωμία της ΕΕ τα επόμενα χρόνια, αν όχι τις επόμενες δεκαετίες. Και αυτό γιατί ακραία, αντιευρωπαϊκά κόμματα σημειώνουν μεγάλη άνοδο και θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις Ευρωεκλογές για να κλονίσουν το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. 
 
Η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά έχει αναγάγει τις Ευρωεκλογές σε υπαρξιακό επίπεδο. Θέλει να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια που υπάρχει για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους θεσμούς της και να ανεβάσει τα ποσοστά της. Τα λαϊκίστικα κόμματα και κινήματα όπως ο Εθνικός Συναγερμός στη Γαλλία (πρώην Εθνικό Μέτωπο) της Μαρίν Λεπέν ή το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Λουίτζι ντι Μάιο στην Ιταλία, για παράδειγμα, δεν αμφισβητούν το ευρώ, τα όργανα της ΕΕ και δεν επιθυμούν έξοδο της χώρας από την Ένωση. Αντίθετα, ενδιαφέρονται να κυριαρχήσουν με νόμιμες δημοκρατικές διαδικασίες όπως είναι οι εκλογές, ώστε να αλώσουν εκ των έσω το όλο οικοδόμημα στο όνομα της «Ευρώπης των λαών» εναντίον υποτίθεται της «Ευρώπης των ελίτ», τις οποίες υποτίθεται πως εξυπηρετεί ο γερμανογαλλικός άξονας.
 
Οι ακροδεξιοί ευρωσκεπτικιστές θα επιδιώξουν να καλύψουν το κενό από την υποχώρηση των μεγάλων δημοκρατικών ευρωπαϊκών κομμάτων, συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών, και να μεταβάλουν την Ευρωβουλή σε πεδίο υπονόμευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κεντρικά όργανά της, όπως είναι η Κομισιόν. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως είναι κοντά στο να καταφέρουν. Από τη Σκανδιναβία μέχρι την Ανατολική Ευρώπη τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα αναμένεται, όπως υποδεικνύουν σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις, πως θα αυξήσουν σε μεγάλο βαθμό την εκλογική τους δύναμη.
 
Κάποιοι αναλυτές προβλέπουν ότι τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα θα λάβουν ποσοστά από 20% έως 30% των ψήφων. Αυτού του είδους το αποτέλεσμα θα μπορούσε να τους καταστήσει την ισχυρότερη δύναμη στο νέο κοινοβούλιο, εάν ενώσουν τις δυνάμεις τους. Η ισχύς της Ακροδεξιάς μετά τις ευρωεκλογές θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από αν ακραία κόμματα θα μπορέσουν να συνενωθούν σε μια ισχυρή κοινοβουλευτική ομάδα, ένα είδος εθνικιστικής διεθνούς.
 
Απέναντι στις αντιευρωπαϊκές ομάδες ετοιμάζεται να στηθούν τα παραδοσιακά, συντηρητικά, δημοκρατικά κόμματα. Η Γαλλία και η Γερμανία αναμένεται πως θα σηκώσουν το μεγαλύτερο βάρος αυτής της αναμέτρησης. Ειδικά ο Εμανουέλ Μακρόν έγινε κόκκινο πανί για τους ευρωσκεπτικιστές, αφού αποδείχθηκε ακούραστος υποστηρικτής της βαθύτερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο Γάλλος εντείνει συνεχώς τις προσπάθειές του για την οικοδόμηση ενός φιλοευρωπαϊκού, προοδευτικού κοινού μετώπου, απέναντι στην άνοδο του λαϊκισμού και του αντιευρωπαϊσμού.
 
Ευτυχώς υπάρχουν δυνάμεις που κατανοούν την απειλή που αντιπροσωπεύει ο εθνολαϊκισμός όχι μόνο για την ενοποίηση αλλά και για τη δημοκρατία αυτή καθαυτή στην Ευρώπη. Το δύσκολο είναι να ενώσουν δυνάμεις και να καταφέρουν να απευθυνθούν στους Ευρωπαίους πολίτες, με τρόπο που να δείξουν πως κατανοούν τα προβλήματά τους και πως δεν τους αγνοούν. Επόμενο βήμα θα είναι να αποκτήσουν ισχυρή πλειοψηφία για να προωθήσουν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ενοποιητικών μέτρων που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα αλλά και θα αποκαταστήσουν τη νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος στα μάτια των Ευρωπαίων πολιτών και της κοινωνίας.