Μετά από 16 χρόνια με την Άνγκελα Μέρκελ στο τιμόνι της, η Γερμανία ετοιμάζεται να γυρίσει σελίδα. Οι ομοσπονδιακές, βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται σήμερα είναι καθοριστικές για την ίδια τη χώρα αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς η Γερμανία αποτελεί το πιο ισχυρό της κράτος-μέλος. Με την αποχώρηση της Ανγκελας Μέρκελ, της «μητερούλας» όπως την αποκαλούσαν οι συμπατριώτες της, τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν στους δύο υποψηφίους για την καγκελαρία τον Άρμιν Λάσετ που υποστηρίζεται από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) και τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) και τον Όλαφ Σολτς των Σοσιαλδημοκρατών. 

Ο προεκλογικός αγώνας χαρακτηρίστηκε από μεγάλες ανατροπές. Το CDU και το CSU, ενώ απολάμβαναν μια υψηλή δημοτικότητα τους τελευταίους μήνες, είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται. Αντίθετη ήταν η πορεία του Όλαφ Σολτς που ξεκίνησε έχοντας λίγες πιθανότητες να τα καταφέρει και τελικά μπήκε  στην τελική ευθεία οδηγώντας πρώτος την κούρσα. Από την άλλη οι Πράσινοι, που ήταν στην κορυφή, τώρα βρίσκονται στην τρίτη θέση. 

Και η επόμενη Κυβέρνηση της Γερμανίας θα είναι αποτέλεσμα συνεργασίας, εκτίμησε μιλώντας στον «Φιλελεύθερο» ο Χαράλαμπος Κουταλάκης, στρατηγικός αναλυτής, σύμβουλος Επιχειρήσεων και ιδρυτής της συμβουλευτικής εταιρείας CK Advisory με έδρα το Βερολίνο, προσθέτοντας πως ίσως για πρώτη φορά μετά το 1957 να δούμε ένα τριτοκομματικό σχήμα. Όλα τα ενδεχόμενα ως προς τη σύνθεση της επόμενης Κυβέρνησης είναι ανοικτά και τα πάντα θα εξαρτηθούν από τα ποσοστά που θα εξασφαλίσουν τα κόμματα. Το μόνο βέβαιο ότι κανένα κόμμα δεν θα συνεργαστεί με το ακροδεξιό AfD και όλα θα θέσουν τους δικούς τους όρους, πράγμα που σημαίνει πως ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης ίσως τραβήξει σε μήκος χρόνου.

Τα προβλήματα πάντως και οι προκλήσεις που περιμένουν τη νέα Κυβέρνηση είναι πολλές. Κλιματική αλλαγή και κοινωνική πολιτική, η αντιμετώπιση της φτώχειας, η φορολογική πολιτική, το συνταξιοδοτικό ήταν τα θέματα που κυριάρχησαν στην προεκλογική περίοδο. Ειδικά το θέμα της προσαρμογής της γερμανικής βιομηχανίας στην κλιματική αλλαγή και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας χωρίς την απώλεια θέσεων εργασίας θα απασχολήσουν έντονα τον νέο Καγκελάριο, όποιος και να είναι αυτός, επεσήμανε ο Έλληνας ειδικός.

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, τυχόν επικράτηση των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων ίσως επισπεύσει μια σειρά από εξελίξεις σχετικά με την περαιτέρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, ο Χαράλαμπος Κουταλάκης δεν αναμένει σημαντικές διαφορές σε ό,τι αφορά στη σχέση του Βερολίνου με την Άγκυρα, τονίζοντας πως οι δύο χώρες διατηρούν ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς μεταξύ τους σε βάθος χρόνου. Ως προς το Κυπριακό, είπε, ο σταθερός προσανατολισμός των γερμανικών πολιτικών κομμάτων είναι ότι αποτελεί πρωτίστως ευρωπαϊκό πρόβλημα για το οποίο επιθυμούν διακαώς την επίλυσή του στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για να κλείσει μια ακόμη εκκρεμότητα στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. 

-Τι αφήνει πίσω της η Άνγκελα Μέρκελ; Ποια είναι η κληρονομιά της για τη Γερμανία αλλά και για την Ευρωπαϊκή Ένωση;

Η Άνγκελα Μέρκελ κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της Γερμανίας για 16 χρόνια. Ήταν η μακροβιότερη καγκελάριος της χώρας τη μεταπολεμική περίοδο. Στα χρόνια αυτά η Γερμανία γνώρισε αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη, σχεδόν πλήρη απασχόληση και πρωτοφανή σταθερότητα παρά τις διαδοχικές κρίσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής η διακυβέρνησή της παγίωσε τον ρόλο της χώρας ως κυρίαρχης δύναμης στη διεθνή πολιτική παρά το μικρό της μέγεθος σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία. 

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση κλήθηκε να αντιμετωπίσει σημαντικές κρίσεις με αποκορύφωμα την οικονομική κρίση του 2008, την ελληνική χρεοκοπία και την κρίση στην Ευρωζώνη, το προσφυγικό, την κρίση στην Ουκρανία το 2014, την πανδημία και το αφγανικό ζήτημα. Σε όλες αυτές τις κρίσεις με τον πραγματισμό της και την ικανότητα να συνθέτει κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει πολιτικά αλλά και να δώσει λύσεις. Στις έκτακτες συνόδους του Ευρώ αυτή ήταν που μεσολάβησε στις συμφωνίες της τελευταίας στιγμής μεταξύ των λιτών βορείων και των καταχρεωμένων νοτίων. Στην κρίση της Ουκρανίας ήταν η δική της εμπλοκή που οδήγησε σε σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ήταν αυτή που διαμόρφωσε την κοινή θέση της ΕΕ για το Brexit. 

Στον πανδημία του νέου κορωνοϊού ήταν η τεχνοκρατική της επιμονή που κράτησε το ποσοστό θανάτων της Γερμανίας σχετικά χαμηλό και που σφυρηλάτησε μια προηγουμένως ασύλληπτη συμφωνία της ΕΕ για ένα πακέτο οικονομικής ενίσχυσης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ακόμη και οι πιο σκληροί επικριτές της τείνουν να παραδεχτούν ότι χωρίς την εμπειρία της στον χειρισμό τέτοιων κρίσεων θα είχε δημιουργηθεί μεγάλο κενό στο εσωτερικό της χώρας και την ΕΕ.

-Οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούν νίκη του Όλαφ Σολτς. Πού οφείλεται η άνοδος του SPD όταν μέχρι πριν από μερικές μέρες οι περισσότεροι το είχαν καταδικασμένο; 

Το SPD κυβέρνησε τα τελευταία οκτώ χρόνια ως συνεργάτης στη δικομματική Κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ. Στο παρελθόν συνέβαλε σε πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική πολιτική και την απασχόληση. Ο Όλαφ Σολτς κατάφερε ως υπουργός Οικονομικών να αποτελέσει εγγυητή της σταθερής δημοσιονομικής πορείας της χώρας και να αντιμετωπίσει με επιτυχία σημαντικότατες προκλήσεις για τη γερμανική οικονομία, με αποκορύφωμα την πρόσφατη ανάγκη γενναίας ενίσχυσης των πληττόμενων από την πανδημία επιχειρήσεων ώστε να μη χαθούν θέσεις εργασίας. Η συμμετοχή του κόμματος σε μια Κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες δεν ήταν πάντα εύκολη υπόθεση και δεν προχώρησε χωρίς εσωκομματικές αντιδράσεις και διαφωνίες, ιδίως στα ζητήματα της κοινωνικής πολιτικής και στα εργασιακά. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις τον Ιανουάριο του 2021 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συγκέντρωνε μόνο 16% των προτιμήσεων στις δημοσκοπήσεις. Όμως οι εκλογείς διαμορφώνουν τις προτιμήσεις τους βάσει της γενικής εικόνας και των διαθέσιμων κάθε φορά εναλλακτικών επιλογών. Η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ δημιουργεί ένα κενό το οποίο δεν κατόρθωσε να καλύψει πειστικά ο διάδοχός της, Άρμιν Λάσετ. Ταυτόχρονα μια σειρά από σημαντικά προβλήματα που σχετίζονται με την ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων για τη μείωση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων κυριαρχούν στο εσωτερικό της χώρας. Στα ζητήματα αυτά ο Όλαφ Σολτς έχει κατορθώσει να διαμορφώσει μια πολύ πειστική, καθαρά σοσιαλδημοκρατική πρόταση η οποία εμφανίζεται ελκυστική για τον επαναπατρισμό των παραδοσιακών ψηφοφόρων του SPD.

-Και από την άλλοι ποιοι είναι οι λόγοι καθίζησης των Χριστιανοδημοκρατών και του Άρμιν Λάσετ;

Με την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ είναι απόλυτα φυσιολογικό ότι θα δημιουργείτο ένα σημαντικό κενό στους Χριστιανοδημοκράτες. Το κενό αυτό δεν έχει να κάνει με πρόσωπα μόνο. Έχει να κάνει με τη σημαντική διαμάχη στο εσωτερικό του κόμματος η οποία εκδηλώθηκε με την ελληνική κρίση και κορυφώθηκε με το Προσφυγικό το 2015. Η απερχόμενη Καγκελάριος παγίωσε την ηγεμονία της στο εσωτερικό αναδεικνύοντας το κόμμα της ως ένα σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα το οποίο δεν διστάζει να πάρει αποφάσεις που συγκρούονται με την παραδοσιακή χριστιανοδημοκρατική ατζέντα. Η εσωκομματική αμφισβήτηση των επιλογών της στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους οδήγησε σε πολύ δύσκολες ψηφοφορίες εντός της Βουλής, τη δημιουργία της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) και μιας σειράς εσωκομματικών ομάδων που αυτοπροσδιορίζονται με αναφορά στις παραδοσιακές συντηρητικές αξίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης της διάδοχης κατάστασης, με την πρόσκαιρη επικράτηση της Ανεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ, απέτυχε παταγωδώς, ενώ ο ορισμός του Άρμιν Λάσετ ως υποψήφιου Καγκελάριου έγινε με πλήρως συγκρουσιακό τρόπο, σχεδόν στα όρια της διάσπασης της παράταξης. Στο συγκρουσιακό αυτό πεδίο έντονης αμφισβήτησης ήταν αδύνατο για τον Λάσετ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να διαμορφώσει ένα διακριτό, πειστικό προφίλ. Η εκτίμησή μου πάντως είναι ότι δεν αποκλείεται μια σημαντική συσπείρωση των παραδοσιακών συντηρητικών ψηφοφόρων την τελευταία στιγμή δεδομένου ότι περίπου το 40% του εκλογικού Σώματος εμφανίζεται αναποφάσιστο.

Οι Πράσινοι έχασαν  την ευκαιρία να είναι κυρίαρχη δύναμη

-Είδαμε τους Πράσινους να ανεβαίνουν δημοσκοπικά και μετά να ξεφουσκώνουν. Πώς εξηγούνται τα σκαμπανεβάσματα αυτά σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή γίνεται όλο και μεγαλύτερη προτεραιότητα;

Τα τελευταία χρόνια οι Πράσινοι έχουν παγιωθεί ως ο τρίτος μεγάλος πόλος στο γερμανικό κομματικό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι συμμετέχουν σε Κυβερνήσεις συνασπισμού σε 10 από τα 16 κρατίδια και έχουν κερδίσει σε δημοτικές εκλογές σχεδόν όλες τις μεγάλες πόλεις. Στις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές είχαν λάβει 8,9% και, αν κρίνουμε με βάση τις δημοσκοπήσεις, φαίνεται να διπλασιάζουν το ποσοστό τους. Παρά την επιτυχημένη τους πορεία έχασαν μια πολύ σημαντική ευκαιρία να αναδειχθούν ως η κυρίαρχη δύναμη. Αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, ενώ στα θέματα της κλιματικής αλλαγής έχουν μια πολύ επεξεργασμένη πρόταση, δεν ισχύει το ίδιο για άλλους τομείς πολιτικής και κυρίως την κοινωνική πολιτική. Δεύτερον, ενώ η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται πλέον στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας όλων των κομμάτων, οι προτάσεις των πρασίνων φαίνεται να δημιουργούν αρνητικά αντανακλαστικά σε μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων, ιδίως αυτών με χαμηλά εισοδήματα. Οι επιφυλάξεις επικεντρώνονται στο κόστος για ένα μέσο νοικοκυριό της προσαρμογής σε μια σειρά από μέτρα όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας αυτοκινήτων με κινητήρες καύσης και η επίσπευση της απολιγνιτοποίησης κατά 8 έτη. Σε κάθε περίπτωση θεωρώ δεδομένη τη συμμετοχή των Πρασίνων στην επόμενη Κυβέρνηση συνασπισμού ως βασικού εταίρου του SPD ή σε άλλο σχήμα.

-Όπως όλα δείχνουν, και η νέα Κυβέρνηση της Γερμανίας θα είναι προϊόν συνεργασίας. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα πιθανά σενάρια και ποιο τελικά θα δούμε να υλοποιείται;

Η σημερινή δημοσκοπική εικόνα δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα οδηγούμαστε σε μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Για πρώτη φορά από το 1957 θα έχουμε με βεβαιότητα τρικομματική Κυβέρνηση σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Όλα τα ενδεχόμενα ως προς τη σύνθεση της επόμενης Κυβέρνησης είναι ανοικτά. Όλα τα κόμματα αποκλείουν τη συνεργασία με το AfD. Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι έχουν δηλώσει ρητά ότι προτιμούν τη μεταξύ τους συνεργασία και ότι θα επιθυμούσαν να παραμείνουν οι Χριστιανοδημοκράτες στην αντιπολίτευση. Ωστόσο τα ποσοστά των δύο, SPD και Πρασίνων, δεν αρκούν. Υπάρχουν τρεις εναλλακτικές επιλογές. Πρώτον, η συνεργασία τους με το CDU. Δεύτερον, η συνεργασία με τους Φιλελεύθερους (FDP). Οι τελευταίοι έχουν θέσει ως αδιαπραγμάτευτη συνθήκη τη μη αύξηση της φορολογίας και τη χαλάρωση του κόφτη στο δημοσιονομικό χρέος της χώρας. Έχουν δε ρητά δηλώσει ότι δεν μπορούν να φανταστούν πως θα μπορούσαν να συνεργαστούν με το SPD και τους Πράσινους και ότι θα επιθυμούσαν συνεργασία με το CDU. To τρίτο σενάριο είναι ο σχηματισμός Κυβέρνησης SPD, Πρασίνων με το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), ο οποίος δεν έχει αποκλεισθεί από κανέναν και έχει δοκιμαστεί σε επίπεδο κρατιδίων. Καμία πρόβλεψη δεν είναι ασφαλής καθώς οι διερευνητικές συνομιλίες αναμένεται να διαρκέσουν αρκετές εβδομάδες, ίσως και μήνες. Η αίσθησή μου είναι ότι τελικά θα επικρατήσει ένα σχήμα χωρίς τη συμμετοχή του CDU.

Ψηλά στην ατζέντα η κλιματική αλλαγή

-Ποια ήταν τα θέματα που απασχόλησαν τους Γερμανούς ψηφοφόρους στην προεκλογική εκστρατεία; Με ποιο γνώμονα, πιστεύετε, θα πάνε στις κάλπες για να ψηφίσουν;

Η Γερμανία είναι συντηρητική χώρα. Ενώ υπάρχει η διάχυτη αίσθηση ότι η χώρα έχει ανάγκη ριζικές αλλαγές, η συντριπτική πλειονότητα δεν επιθυμεί πλήρη ρήξη και αξιολογεί θετικά τη συνέχεια και τη σταθερότητα. Κλιματική αλλαγή και κοινωνική πολιτική, η αντιμετώπιση της φτώχειας, η φορολογική πολιτική, το συνταξιοδοτικό είναι τα θέματα που έχουν κυριαρχήσει στην προεκλογική περίοδο. Η Γερμανία είναι η πιο βιομηχανική χώρα της ΕΕ και τρίτη στην παγκόσμια κατάταξη ως προς την παραγωγή εκπομπών που επηρεάζουν το κλίμα. Η κλιματική αλλαγή βρίσκεται εδώ και χρόνια στην κορυφή της εγχώριας ατζέντας όλων των κομμάτων με έμφαση στον ρυθμό αλλά και το κόστος προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Η συζήτηση αυτή συνδέεται με δύο βασικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει εξίσου τους ψηφοφόρους. Πρώτον, είναι το ζήτημα της δίκαιης μετάβασης σε κλιματικά ουδέτερο παραγωγικό μοντέλο. Η σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου μοντέλου κοινωνικής πολιτικής ώστε να μην πληγούν τα πιο ευαίσθητα κοινωνικά στρώματα από το πρόσθετο κόστος. Δεύτερον, είναι η ενίσχυση της έρευνας και τεχνολογίας για τη διατήρηση της κυρίαρχης θέσης της γερμανικής βιομηχανίας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, ποιότητα ζωής αποτελούν αρμοδιότητες των κρατιδίων και έχουν απασχολήσει ελάχιστα την προεκλογική συζήτηση. Αίσθηση πάντως προκαλεί η ελάχιστη, έως καθόλου, αναφορά στην ΕΕ παρά το γεγονός ότι όλα τα κόμματα, εκτός του AfD, αυτοπροσδιορίζονται ως φιλοευρωπαϊκά. 

-Ποιες είναι οι προκλήσεις και τα προβλήματα που θα βρει απέναντί της η νέα Κυβέρνηση;

Στο εσωτερικό μέτωπο αναμφίβολα οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι η προσαρμογή της γερμανικής βιομηχανίας στην κλιματική αλλαγή, η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των γερμανικών τεχνολογιών χωρίς απώλειες θέσεων εργασίας και, κυρίως, η αντιμετώπιση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων με τη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου κοινωνικής πολιτικής. Στο εξωτερικό μέτωπο τα θέματα της ασφαλείας είναι κρίσιμα και ιδίως η διαμόρφωση ενός μοντέλου ανταγωνιστικής ή συνεργατικής συμβίωσης με την Κίνα που είναι ο βασικός εμπορικός και επενδυτικός εταίρος της Γερμανίας. 

Ισχυροί οι δεσμοί με την Τουρκία

-Θα δούμε θεαματικές αλλαγές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Γερμανίας ειδικά σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις 26 Σεπτεμβρίου; 

Στην εσωτερική πολιτική οι διαφορές κομμάτων είναι σημαντικές και ανάλογα με το εκλογικό αποτέλεσμα και τη σύνθεση της Κυβέρνησης που θα προκύψει αναμένονται σημαντικές αλλαγές. Στο πεδίο της ευρωπαϊκής πολιτικής η ενδεχόμενη επικράτηση του SPD και των Πρασίνων είναι βέβαιο ότι θα επισπεύσει μια σειρά από εξελίξεις προς περαιτέρω εμβάθυνση της ΕΕ. Να θυμίσω ότι οι περίφημες προτάσεις του Γάλλου Προέδρου, Εμανουέλ Μακρόν, για το μέλλον της Ευρώπης αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη από τη σημερινή Κυβέρνηση. Όπως όμως έχει αποδειχθεί το τελευταίο διάστημα, δεν αρκεί πλέον μια θετική στάση του Βερολίνου για την εμβάθυνση της ΕΕ σε κρίσιμους τομείς όπως το Προσφυγικό, η κοινή εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας.

-Η Γερμανία έχει κατηγορηθεί πολλές φορές ότι ακολουθεί μια φιλοτουρκική πολιτική. Θα αλλάξει αυτό μετά τις εκλογές; Πώς επηρεάζει αυτό την Κύπρο και τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού;

Η γερμανική πολιτική απέναντι στην Τουρκία καθορίζεται από δύο βασικές παραμέτρους. Πρώτον, η Γερμανία και η Τουρκία διατηρούν ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς μεταξύ τους σε βάθος χρόνου. Περισσότερες από 4.000 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Τουρκία σε τομείς όπως το εξωτερικό εμπόριο, η χρηματοοικονομική και τεχνική συνεργασία, ο τουρισμός και η αμυντική βιομηχανία. Το 2020 η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας, με διμερή εμπορικό όγκο 38 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι γερμανικές εταιρείες επένδυσαν σχεδόν 25 δισεκατομμύρια ευρώ στον ενεργειακό τομέα της Τουρκίας. Η δεύτερη παράμετρος είναι το Προσφυγικό, το οποίο αποτελεί πολύ ακανθώδες ζήτημα στο εσωτερικό της χώρας.

Βεβαίως θυμίζω ότι η κυβέρνηση Μέρκελ ρητά απέκλεισε το ενδεχόμενο ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ και προέταξε την ιδέα μιας ασαφούς εταιρικής σχέσης χρησιμοποιώντας ως βασικό της επιχείρημα τον αποκλεισμό των λιμανιών της Τουρκίας για τα κυπριακά πλοία. Στο σύνθετο αυτό πλαίσιο η αντιπολίτευση -ιδίως το SPD, οι Πράσινοι και το κόμμα της Αριστεράς- έχει πολύ πιο ξεκάθαρες θέσεις απέναντι στην Τουρκία με βασική αιχμή το πάγωμα των εξαγωγών πολεμικού υλικού και εξοπλισμών μέχρι η Τουρκία να αποδείξει ότι σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό της και να πάψει να αποτελεί απειλή για άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Ως προς το Κυπριακό ο σταθερός προσανατολισμός των γερμανικών πολιτικών κομμάτων είναι ότι αποτελεί πρωτίστως ευρωπαϊκό πρόβλημα για το οποίο επιθυμούν διακαώς την επίλυση στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για να κλείσει μια ακόμη εκκρεμότητα στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Η πρόσφατη δήλωση του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας αναφορικά με τα Βαρώσια αποτελεί απόδειξη ότι ο σκληρός πυρήνας των γερμανικών συμφερόντων είναι η προάσπιση του κεκτημένου της ΕΕ. Αυτή είναι διαχρονικά η λογική μέσα από την οποία κάθε γερμανική Κυβέρνηση διαλέγει τη στρατηγική της σε κάθε κρίση. Αυτό είναι θετικό για την Κύπρο, γιατί αποτελεί μέλος της ΕΕ.