Συναρπαστικά και θανάσιμα επικίνδυνα, τα φίδια στη θέση του κατοικίδιου διχάζουν τους ειδήμονες. Ακόμη κι αν κάποιος επιβιώσει από την επίθεση τους, μπορεί να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας για το υπόλοιπο της ζωής του, αναφέρει στον «Φ» ο λειτουργός του Τμήματος Δασών στον κλάδο βιοποικιλότητας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ερπετολογικού Συνδέσμου Κύπρου, Χάρης Νικολάου. Αφορμή το δάγκωμα από κατοικίδιο κόμπρα σε 30χρονο Κύπριο στο σπίτι του στην Αθήνα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση από την προηγούμενη Πέμπτη.

Τονίζει, μάλιστα, ότι υπάρχει νομοθεσία που απαγορεύει τα δηλητηριώδη είδη ως κατοικίδιο, σημειώνοντας πως θα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι. Στην αντίπερα όχθη, ο ιδιοκτήτης Ερπετολογικού Κέντρου Κύπρου και γητευτής φιδιών, Γιάννης Αγγελής υπογραμμίζει ότι τα φίδια είναι επικίνδυνα μονό εάν το άτομο δεν διαθέτει αντίδοτο και εάν δεν είναι ενημερωμένες οι αρμόδιες υπηρεσίες. Εξάλλου, λέει, είναι πολλοί περισσότεροι οι θάνατοι από επιθέσεις σκύλων.  

«Ο κίνδυνος για τον 30χρονο δεν έχει παρέλθει», υπογραμμίζει ο κ. Νικολάου και προσθέτει ότι «ακόμη και αν ζήσει κάποιος μετά από δάγκωμα φιδιού, επειδή είναι τόσο τοξικά δηλητήρια, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα υγείας». Διευκρινίζει, παράλληλα, ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για την κόμπρα νάγια καούθια, η οποία δεν συναντάται στην ανατολική Μεσόγειο.

«Θεωρώ ότι κανένα είδος φιδιού δεν θα έπρεπε να είναι κατοικίδιο. Ειδικά αν πρόκειται για δηλητηριώδες φίδι. Κατοικίδιο σημαίνει ζώο συντροφιάς, όπως είναι μια γάτα ή ένας σκύλος, με τα οποία μπορείς να ασχοληθείς και να αναπτύξεις μια σχέση μαζί τους. Το φίδι τις περισσότερες ώρες είναι ακίνητο. Θα κινηθεί μόνο όταν είναι να φάει και έπειτα πάλι θα ακινητοποιηθεί για να χωνέψει. Μπορείς μόνο να υπερηφανεύεσαι ότι το έχεις».

Τα φίδια, είπε, είναι απρόβλεπτα. «Μπορεί να το βλέπεις ακίνητο και να πιστεύεις ότι είναι εντάξει. Να το πλησιάσεις και σε κλάσματα δευτερολέπτου να εκτιναχτεί και να σε δαγκώσει. Είναι ψυχρόαιμα, δεν συνηθίζουν τον άνθρωπο. Δεν μπορεί να γίνει φιλικό επειδή σε συνήθισε ή σε έμαθε. Δεν ανιχνεύει τη μυρωδιά σου. Δεν αναπτύσσει καμία σχέση μαζί σου. Απλώς συνηθίζει τον ήχο και την κίνηση ότι θα ταϊστεί. Για αυτό και δεν μπορείς να το αποκαλείς ζώο συντροφιάς».

Θα έπρεπε να μπει ένα όριο, υπογραμμίζει. «Να υπάρχει μια νομοθεσία που να μην επιτρέπει τα φίδια ως κατοικίδια. Εξάλλου, είναι και θέμα της ευημερίας του ζώου, το οποίο είναι μέσα σε μια γυάλα τη στιγμή που η βιολογία του προστάζει να κυκλοφορεί ελεύθερο για αρκετές εκατοντάδες μέτρα. Δεν θα έπρεπε να γίνεται». Πάντως, είπε, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν στην κατοχή τους κυπριακά φίδια δίχως άδεια, κάτι το οποίο απαγορεύεται ή ακόμη ξενικά φίδια, τα οποία είναι δηλητηριώδη, όπως κόμπρες και κροταλίες, καθώς και πύθωνες που είναι σφικτήρες. «Βάσει της νέας νομοθεσίας, απαγορεύεται πλέον διά νόμου η κατοχή των δηλητηριωδών φιδιών, τόσο από την Κύπρο όσο και από αλλού».

Εφόσον κάποιοι έχουν φίδι, σημείωσε, εναπόκειται στις αρμόδιες υπηρεσίες να τους εντοπίσουν, διότι υπάρχει κίνδυνος απελευθέρωσης. «Θα μπορούσε να γίνει ένα ατύχημα με τη γυάλα, ένας σεισμός, οτιδήποτε. Είναι πολύ σοβαρό. Δεν σηκώνει αστεία όταν πρόκειται για τέτοια ζώα. Πρέπει οι νομοθεσίες να τηρούνται απόλυτα και να γίνεται καλύτερος έλεγχος». Εξάλλου, είπε, για να μιλήσουμε για αντίδοτο, σημαίνει ότι μιλάμε και για κατοχή δηλητηριωδών φιδιών, η οποία απαγορεύεται. Διευκρινίζει, παράλληλα, ότι το αντίδοτο είναι ένα εξειδικευμένο, πολύ ακριβό και ευαίσθητο σκεύασμα. «Πρέπει να ξέρεις πού στοχεύεις. Το αντίδοτο για μια κόμπρα είναι διαφορετικό από το αντίδοτο για την οχιά ή τον κροταλία».

Τρία τα δηλητηριώδη φίδια στην Κύπρο

Αναλόγως της γεωλογίας που συναντάται το φίδι είναι και η σύσταση του δηλητηρίου του, σημειώνει ο κ. Νικολάου. «Επί παραδείγματος στην Κύπρο έχουμε τρία δηλητηριώδη φίδια, ωστόσο, μόνο της οχιάς (φίνας) το δηλητήριο είναι επικίνδυνο για τον άνθρωπο και μπορεί να προκαλέσει ακόμη και θάνατο. Τα αλλά δύο είδη, η σαΐτα και ο ξυλοδρόπης (αγιόφιδο), θα προκαλέσουν μόνο ερεθισμό και οίδημα (εφόσον δεν υπάρχει αλλεργία)». Ωστόσο, είπε, το δηλητήριο επιδρά διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο, ανάλογα με αρκετούς παράγοντες, όπως το σημείο που δαγκώθηκε κάποιος, η ηλικία του, αν χτυπήθηκε φλέβα, πόσες φορές δαγκώθηκε, η κατάσταση του ατόμου (υγείας και φυσική). Ο χρόνος που έχει κάποιος στη διάθεση του, εξαρτάται από δεκάδες μεταβλητές.

«Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες δηλητηρίων. Είναι ένας συνδυασμός τοξικών ενζύμων, τα οποία προκαλούν διάφορα προβλήματα στον οργανισμό που εισχωρούν. Ο λόγος που τα φίδια έχουν αυτά τα ένζυμα, είναι για να μπορούν με μεγαλύτερη ευκολία να καταπιούν τη λεία τους. Ακινητοποιούν το θήραμα προκαλώντας ζημιά στα όργανα και στους ιστούς του. Επειδή δεν έχουν τη δυνατότητα να κόψουν κομμάτι από τη λεία τους, τα φίδια καταπίνουν ολόκληρο το θήραμα τους και συνεπώς αυτό πρέπει να είναι ελαστικό, να μην αντιστέκεται και να μην έχει την κανονική του μάζα». 

Τα διάφορα φίδια, εξηγεί, έχουν και διαφορετικά ένζυμα. «Υπάρχουν είδη όπου το δηλητήριο τους είναι ακίνδυνο για τον άνθρωπο. Δεν είναι, δηλαδή, αρκετά τοξικό για να επιφέρει θάνατο, μπορεί όμως να σκοτώσει ένα μικρό ποντικό ή μια μικρή σαύρα. Πολύ τοξικό δηλητήριο έχουν φίδια τα οποία χρειάζεται να τραφούν με ζώα πολύ μεγαλύτερα από το μέγεθος τους. Όπως έναν λαγό, έναν μεγάλο αρουραίο, κάποιο πουλί ή ένα άλλο φίδι». 

«Επικίνδυνο το φίδι για το οποίο δεν έχεις αντίδοτο»

Από κοινό φίλο τους ο ιδιοκτήτης Ερπετολογικού Κέντρου Κύπρου και γητευτής φιδιών, Γιάννης Αγγελής, ενημερώθηκε για το περιστατικό που συνέβη στον 30χρονο και την άμεση ανάγκη να βρεθεί αντίδοτο, καθώς δεν υπήρχε διαθέσιμο στην ελληνική επικράτεια. Ο ίδιος είχε στη διάθεση του και έγιναν οι απαραίτητες συνεννοήσεις με το νοσοκομείο. «Ήρθε η ιδιωτική πτήση και πήγα στο αεροδρόμιο όπου το παρέδωσα», είπε και πρόσθεσε ότι γνώριζε τον θανάσιμο κίνδυνο στον οποίο είχε εκτεθεί ο 30χρονος. 

«Το συγκεκριμένο είδος κόμπρας το έχω ζήσει για πάρα πολλά χρόνια, καθώς ήμουν στην Ταϊλάνδη και εργαζόμουν σε φάρμες που ανέβαζαν παραστάσεις με τέτοια φίδια. Έχω δει αρκετά δαγκώματα από αυτό το φίδι. Μάλιστα, είχε σημειωθεί και στην Κύπρο ανάλογο περιστατικό το 2005, όπου και πάλι είχα μεσολαβήσει. Γνωρίζω πολύ καλά τη σοβαρότητα του δαγκώματος της συγκεκριμένης κόμπρας», υπογράμμισε και διευκρίνισε ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη φιδιών και διαφορετικά είδη δηλητηρίων. Για παράδειγμα, είπε, η κυπριακή οχιά έχει αιμοτοξικό δηλητήριο, ενώ η κόμπρα νάγια καούθια νευροτοξικό. 

«Το συγκεκριμένο φίδι είναι ένα από τα πιο προβλέψιμα είδη κόμπρας. Από τις 100 φορές που θα δαγκώσει, μόλις τις 20 θα κάνει επίθεση. Τις υπόλοιπες πρόκειται για αμυντικό δάγκωμα. Δεν ανοίγει το στόμα του για να βγάλει δηλητήριο. Είναι πολύ προβλέψιμο. Όμως, βρίσκονται σε φάση φαγητού και είναι πάντοτε επιθετικό το δάγκωμα τους κατά την τροφή. Δαγκώνουν για να σκοτώσουν, επομένως είναι και θανατηφόρο. Σε σχέση με άλλα είδη κόμπρας είναι από τα πιο ακίνδυνα ως προς τη συμπεριφορά του». Στη φύση, είπε, για να σε δαγκώσει ένα φίδι σημαίνει κατά 99% ότι έχει γίνει ανθρώπινο λάθος.

«Επικίνδυνο φίδι είναι εκείνο για το οποίο δεν διαθέτεις αντίδοτο, ό,τι είδος και αν είναι. Σε αυτή την περίπτωση κινδυνεύεις να πεθάνεις». Μπορείς να διαθέτεις φίδι με ασφάλεια, σημείωσε, εφόσον επικρατεί διαύγεια και εφόσον οι αρμόδιες υπηρεσίες κρίνουν ότι πληροίς τις προϋποθέσεις. «Έχουν καταγραφεί πολύ περισσότεροι θάνατοι από σκύλους ή και άλλα ζώα». Όπως εξηγεί, επηρεάζουν πάρα πολλοί παράγοντες τη σοβαρότητα ενός δαγκώματος φιδιού. «Έχει να κάνει με το είδος του φιδιού, την ποσότητα του δηλητηρίου, την κατάσταση του οργανισμού του ατόμου, την ευαισθησία του στην ουσία, το βάρος, το ύψος. Μπορεί το ίδιο ζώο να δαγκώσει δυο διαφορετικούς ανθρώπους και εκείνοι να έχουν άλλη αντίδραση».

Έχει μεγάλη σημασία να διευκρινίζεται σωστά το είδος του φιδιού, υπογράμμισε και πρόσθεσε: «Ο αντιοφικός ορός είναι εξίσου επικίνδυνος με το δηλητήριο. Φτιάχνεται από δηλητήριο. Αν χορηγηθεί λάθος αντίδοτο, τότε ο άνθρωπος κινδυνεύει να πεθάνει. Σαν να κάνει μετάγγιση με λάθος ομάδα αίματος». Όσοι έχουν τέτοιου είδους ζώα, παρότρυνε να προμηθεύονται με αντίδοτο και επίσης να τα δηλώσουν στις αρμόδιες υπηρεσίες. «Έστω και μόνο για να υπάρχει καταγεγραμμένο, τόσο για το δικό τους καλό όσο και των υπόλοιπών μας. Αν λόγου χάρη μάς φύγει ένα φίδι, να γνωρίζουμε τι αντίδοτο πρέπει να ψάξουμε. Είναι θέμα ζωής και θανάτου».