Στο άναρχο και συχνά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, η διαμόρφωση και υλοποίηση υψηλής στρατηγικής είναι υψίστης σημασίας για τα κράτη. Ιδιαίτερα για τα μικρά κράτη, τα οποία προσπαθούν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια και επιβίωση τους, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή τους κατάλληλης υψηλής στρατηγικής  έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

 «Η Σιγκαπούρη, το Ομάν, η Ισλανδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι μερικά παραδείγματα μικρών και σχετικά αδύναμων κρατών, τα οποία όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά και κατόρθωσαν να διασφαλίσουν ένα αξιοζήλευτο επίπεδο ευμάρειας για τους πολίτες τους, μέσα από κατάλληλες στρατηγικές. Σήμερα, τα θεωρούμε επιτυχημένα και ασφαλή κράτη, ωστόσο τίποτε δεν προδίκαζε ένα θετικό αποτέλεσμα τους δεκαετίες προηγουμένως», ανέφερε σε συνέντευξη του στον «Φ» ο δρ Βασίλης Κάππης, Αναπληρωτής Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας και Πληροφοριών του Πανεπιστημίου του Μπάκιγχαμ του Ηνωμένου Βασιλείου.

Στο πλαίσιο αυτό, εξήγησε ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, λόγω τους τουρκικής εισβολής και κατοχής», ενώ υπογράμμισε ότι «προτεραιότητα οποιασδήποτε υψηλής στρατηγικής και υπέρτατος «οδηγός» των επιμέρους πολιτικών, που χαράσσονται από τους ιθύνοντες, θα πρέπει να είναι η απελευθέρωση τους νήσου». Διευκρίνισε, εντούτοις, ότι «η απελευθέρωση, εάν δεν συνοδεύεται από ένα ολιστικό όραμα, αποτελεί ένα στόχο αποσπασματικό», ενώ εξήγησε ότι η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και των εσωτερικών θεσμών του κράτους αποτελούν αναγκαίες παραμέτρους για τη διαμόρφωση ωφέλιμων συμμαχικών σχέσεων με μια μεγάλη δύναμη χωρίς τον εγκλωβισμό σε μια σχέση εξάρτησης.

Καταληκτικά υποστήριξε ότι δημιουργούνται οι «συνθήκες για την ανάδειξη τους Κύπρου ως πυλώνα σταθερότητας και προκεχωρημένο φυλάκιο τους Δύσης, ενώ τόνισε πως «ο Ελληνισμός καλείται και πάλι να επιλέξει «στρατόπεδο» και να προετοιμαστεί για σημαντικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα».

– Ποιες οι δυνατότητες τους μικρού κράτους σε ένα διεθνές σύστημα, όπου κυριαρχεί ο «νόμος» τους ισχύος; Ποιοι θεωρείτε ότι πρέπει να είναι οι στρατηγικοί στόχοι τους Κύπρου και ποιες οι επωφελείς στρατηγικές που μπορεί να εφαρμόσει τους επίτευξή τους;

-Ένα μικρό κράτος οφείλει, καταρχάς, να επιδιώξει την επιβίωσή του. Η Σιγκαπούρη, το Ομάν, η Ισλανδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είναι μερικά παραδείγματα μικρών και σχετικά αδύναμων κρατών, τα οποία όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά και κατόρθωσαν να διασφαλίσουν ένα αξιοζήλευτο επίπεδο ευμάρειας για τους πολίτες τους μέσα από κατάλληλες στρατηγικές. Σήμερα, τα θεωρούμε επιτυχημένα και ασφαλή κράτη, ωστόσο τίποτε δεν προδίκαζε ένα θετικό αποτέλεσμα μερικές δεκαετίες προηγουμένως. 

Η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Αυταπόδεικτο είναι, επομένως, πως προτεραιότητα οποιασδήποτε υψηλής στρατηγικής, θα πρέπει να είναι η απελευθέρωση της νήσου. Φυσικά ένας τέτοιος μεγαλεπήβολος στόχος δε δύναται να ευοδωθεί αύριο, ωστόσο πρέπει να αποτελεί υπέρτατο «οδηγό» των επιμέρους πολιτικών που χαράσσονται από τους ιθύνοντες. Ακόμη και η απελευθέρωση, όμως, είναι ένας στόχος αποσπασματικός, εφόσον δε συνοδεύεται από ένα ολιστικό όραμα. 

Σε όρους εξωτερικής πολιτικής, επιθυμούμε μια Κυπριακή Δημοκρατία, ουδέτερη ή ένα προπύργιο της Δύσης; Σε ότι αφορά στην πολιτική ασφάλειας, προτιμούμε μία Κυπριακή Δημοκρατία υπό την «προστασία» μεγάλων δυνάμεων ή ένα κράτος στρατιωτικά ισχυρό στην Ανατολική Μεσόγειο; Στον τομέα της οικονομίας, σκοπεύουμε να ενισχύσουμε την εικόνα της νήσου ως τουριστικός προορισμός ή, εναλλακτικά, να προτάξουμε την ανάδειξη της Κύπρου σε περιφερειακό εκπαιδευτικό και τεχνολογικό κέντρο υψηλής εξειδίκευσης; 

Δύσκολες ερωτήσεις, με πιθανές απαντήσεις που συνεπάγονται διαφορετικές επιμέρους στρατηγικές. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ, η δαπανηρή δημιουργία πολεμικής αεροπορίας, ακόμη και το φορολογικό καθεστώς της Κυπριακής Δημοκρατίας εξαρτώνται από το όραμα, τους υψηλούς στρατηγικούς στόχους, που θα θέσουμε. Για να κλείσουμε με ένα ακόμη πιο δύσκολο ερώτημα, επιθυμούμε ένα κράτος με ελληνική πολιτιστική ταυτότητα;  Εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε η πολιτιστική, η εκπαιδευτική, ακόμη και η μεταναστευτική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να σχεδιασθούν ανάλογα. 

Προσωπικά, θα επιθυμούσα η Κυπριακή Δημοκρατία να αποτελεί ένα στρατιωτικά ισχυρό κράτος, προπύργιο του Ελληνισμού και της Δύσης, με εξωστρεφή οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μία φιλελεύθερη δημοκρατία με ισχυρούς θεσμούς που θα παράγει ασφάλεια, όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Εναπόκειται, ωστόσο, στους Κυπρίους να αποφασίσουν για το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας.

– Ο εγκλεισμός στη σφαίρα επιρροής μιας μεγάλης δύναμης αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία των μικρών κρατών. Πώς μπορεί ένα μικρό κράτος να διαμορφώσει ωφέλιμες συμμαχικές σχέσεις με μια μεγάλη δύναμη χωρίς να εγκλωβιστεί σε μια σχέση εξάρτησης;

Η απάντηση είναι διττή: ενισχύοντας αφενός τις Ένοπλες Δυνάμεις και αφετέρου τους εσωτερικούς θεσμούς του κράτους. Η στρατιωτική ισχύς θα επιτρέψει την άμβλυνση της εγγενούς «ασυμμετρίας» μεταξύ του μικρού κράτους και της μεγάλης δύναμης. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετέβαλαν την πολιτική τους απέναντι στην Ταϊβάν το 1971, προσεγγίζοντας την Κίνα, ώστε να μετριαστεί η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στην Ασία, η Ταϊπέι κατόρθωσε να προστατέψει την ανεξαρτησία της έναντι του Πεκίνου χάρις στην ισχυρή στρατιωτική της μηχανή. Η πρόσδεση στο άρμα των Η.Π.Α. αποτελεί διαχρονική στρατηγική επιλογή της χώρας, αλλά αυτή δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση τη δημιουργία σχέσης εξάρτησης από την Ουάσιγκτον. 

Στον αντίποδα, οι Αρμένιοι τα τελευταία χρόνια είχαν επαναπαυθεί στις εγγυήσεις ασφάλειας που παρείχε η Μόσχα στον μακροχρόνιό της σύμμαχο στον Καύκασο. Η υπο-επένδυση στον αμυντικό τομέα, δεδομένης της εκ παραλλήλου αύξησης της στρατιωτικής ισχύος του Αζερμπαϊτζάν, επέφερε καταστροφικά αποτελέσματα. Το 2020, η Μόσχα επέλεξε, για τους δικούς της λόγους, να μην παρέμβει υπέρ των Αρμενίων στη σύρραξη του Ναγκόρνο Καραμπάχ, με κατάληξη την οδυνηρή ήττα και την απώλεια εδαφών για τους Αρμένιους. 

Η ύπαρξη ισχυρών θεσμών, τέλος, διασφαλίζει την πολιτική ανεξαρτησία στο εσωτερικό ενός μικρού κράτους. Οι μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι φυσικό, προωθούν τα συμφέροντά τους με θεμιτούς και, ενίοτε, αθέμιτους τρόπους. Ομάδες επιρροής που υπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικές στο εσωτερικό, μη κυβερνητικές οργανώσεις με πόρους από αδιευκρίνιστες πηγές και κατευθυνόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είναι μερικά μόνο από τα κανάλια επιρροής που μπορεί να χρησιμοποιήσουν εχθρικές, αλλά και συμμαχικές χώρες, με στόχο την προώθηση των συμφερόντων τους. Ένα μικρό κράτος οφείλει, για τον λόγο αυτό, να διαθέτει ισχυρούς θεσμούς, ώστε να παρεμποδίζονται ή να αποτρέπονται τέτοιες πρακτικές και να μετριάζεται η επίδραση εξωτερικών δρώντων στη διαδικασία χάραξης πολιτικής. 

Η επιβίωση σε ένα άναρχο συγκρουσιακό διεθνές σύστημα

-Κατά τη διάρκεια δημόσιων συζητήσεων για το Κυπριακό, αρκετές φορές ο «ρεαλισμός» συνδέεται με την αποδοχή των όρων του ισχυρότερου και εν προκειμένω της Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτό, υποτιμάται η αξία της αμυντικής ενίσχυσης της ΚΔ. Συμφωνείτε με αυτή την προσέγγιση;

-Πρόκειται περί παρανόησης. Το θεωρητικό υπόδειγμα του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις χαρακτηρίζεται από κάποιες θεμελιώδεις παραδοχές σε σχέση με τη φύση του διεθνούς συστήματος, την επιρροή των διαφόρων δρώντων και τη συμπεριφορά τους στη διεθνή «αρένα». Πιο συγκεκριμένα, οι Ρεαλιστές αποδίδουν εξέχουσα σημασία στην αναρχία του διεθνούς συστήματος, στην ανυπαρξία, δηλαδή, ενός «διαιτητή» σε διεθνές επίπεδο (σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην εγχώρια έννομη τάξη), ο οποίος θα επιλύει τις διαφορές μεταξύ κρατών και θα επιβάλλει την τήρηση των συμπεφωνημένων κανόνων (Διεθνές Δίκαιο). 

Η δεύτερη σημαντικότερη παραδοχή του ρεαλισμού σχετίζεται με τη φύση των δρώντων στο διεθνές σύστημα. Ενώ η φιλελεύθερη σχολή σκέψης διαβλέπει τη σχετική αποδυνάμωση των κρατών και την ανάδειξη δρώντων, όπως οι διεθνείς οργανισμοί και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, ως καθοριστικής σημασίας για τις διεθνείς εξελίξεις, οι ρεαλιστές επιμένουν διαχρονικά πως η φύση του διεθνούς συστήματος δεν μεταβάλλεται στην ουσία της. Τα κράτη παραμένουν οι πρωταγωνιστές της διεθνούς πολιτικής, ενώ δρώντες όπως οι διεθνείς θεσμοί και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν δευτερεύοντα ρόλο, εάν δεν αποτελούν απλά το «δεξί χέρι» των μεγάλων δυνάμεων. 

Οι δύο αναφερθείσες παραδοχές του ρεαλισμού καθορίζουν, εν πολλοίς, την οπτική των ρεαλιστών για τις διεθνείς σχέσεις. Η αναρχία του διεθνούς συστήματος συνεπάγεται μία διάχυτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, οδηγώντας τα κράτη σε αυτό που αποκαλούμε «αυτό-βοήθεια (self help)», κύρια χαρακτηριστικά της οποίας αποτελούν η εσωτερική (εξοπλισμοί) και η εξωτερική (συμμαχίες) «εξισορρόπηση», με στόχο την ισχυροποίησή τους έναντι πιθανών και υφισταμένων απειλών. 

Η δεύτερη παραδοχή, περί της δεσπόζουσας θέσης των κρατών στο διεθνές σύστημα, βοηθά τους ιθύνοντες να εστιάσουν, μέσα από τους αναλυτικούς «φακούς» του ρεαλισμού, στη σκληρή και κυνική φύση του διεθνούς συστήματος, όπου τα εθνικά συμφέροντα υπερισχύουν έναντι όλων των άλλων συντελεστών (διεθνές δίκαιο, συμφωνίες, θεσμοί κλπ.) Ο ρεαλισμός, κατά συνέπεια, ουδεμία σχέση έχει με ενδοτικές ή έστω υπεραισιόδοξες προτάσεις πολιτικής. Τουναντίον, καλεί τα κράτη σε συνεχή εγρήγορση, ώστε να επιβιώσουν στο φύσει άναρχο και συγκρουσιακό διεθνές σύστημα.

Μπορεί να αναδειχθεί σε πυλώνα σταθερότητας

-Ποιοι είναι οι κίνδυνοι αλλά και ποιες οι ευκαιρίες που προκύπτουν για την Κύπρο από την παρούσα μεταβατική φάση του διεθνούς συστήματος; Δημιουργούνται ευκαιρίες, ώστε να αναπτύξει νέες δυνατότητες σε περιφερειακό επίπεδο;

-Κάθε συστημική μετάβαση ελλοχεύει κινδύνους, αλλά δημιουργεί και ευκαιρίες. Η «Αραβική Άνοιξη» κατέδειξε μερικές από τις νέες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Κυπριακή Δημοκρατία. Το ριζοσπαστικό Ισλάμ, οι μεταναστευτικές ροές και η επάνοδος της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίστηκαν με αμηχανία από τη διεθνή κοινότητα. Οι τρεις προκλήσεις που αναφέρθηκαν θα συνεχίσουν να ναρκοθετούν την περιφερειακή σταθερότητα, με προφανείς κινδύνους για την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Ταυτόχρονα, δημιουργούνται και οι συνθήκες για την ανάδειξη της Κύπρου ως πυλώνας σταθερότητας και προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, εφόσον η χώρα επιθυμεί την ανάληψη αυτού του ρόλου. Η συγκεκριμένη επιλογή, εξάλλου, θα ήταν συμβατή με τις επιταγές του ρεαλισμού, για να προβούμε και σε σύνδεση με το αρχικό ερώτημα της συνέντευξης. Σε συνθήκες συστημικής πόλωσης, χώρες «γέφυρες» μεταξύ γεωπολιτικών συμπλεγμάτων τείνουν (ορθά) να μετατρέπονται σε προπύργια του ενός ή του άλλου μπλοκ, καθώς οι γεωπολιτικές «τεκτονικές πλάκες» συνθλίβουν όσα κράτη διατηρούν επαμφοτερίζουσα στάση. Αντίθετα, όσα κράτη «διαβάσουν» σωστά τις συστημικές μεταβολές, και λάβουν θέση στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», αποκομίζουν οφέλη και ισχυροποιούν τη θέση τους στο διεθνές σύστημα.

Κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων πολέμων, η Ελλάδα συντάθηκε με τους νικητές, εξασφαλίζοντας, μετά το τέλος των εχθροπραξιών, σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα έναντι των γειτόνων της. 

Το Κίεβο, αντίθετα, επιχείρησε να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής για αρκετά χρόνια εν μέσω αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, οδηγώντας τη χώρα σε εδαφικό ακρωτηριασμό. Κατά τη φάση της ανεξαρτησίας της, και κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία τήρησε μια πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Δύσης, σε μια περίοδο αλλεπάλληλων ψυχροπολεμικών κρίσεων. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί, φοβούμενοι τυχόν εναγκαλισμό της Λευκωσίας με τη Μόσχα, είδαν θετικά τη διχοτόμηση της νήσου, ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για την τουρκική εισβολή του 1974. Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, ο Ελληνισμός καλείται και πάλι να επιλέξει «στρατόπεδο» και να προετοιμαστεί για σημαντικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα.