Στην Τουρκία μέχρι την τελευταία στιγμή η απεγνωσμένη αντιπολίτευση υποστήριζε πως σήμερα μπορεί να νικήσει. Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) πλαισιωμένος από τους δημάρχους της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου και της Άγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς, όπως και τους υπόλοιπους αρχηγούς των κομμάτων που τον υποστήριξαν, ανέβασαν τους τόνους και έδωσαν σκληρή μάχη, για να πετύχουν κάτι πολύ δύσκολο. Αν τα κατάφεραν θα φανεί σήμερα όταν θα κλείσουν οι κάλπες και θα ξεκινήσει η καταμέτρηση των ψήφων. Είναι αλήθεια, όμως, πως το έργο τους είναι τιτάνιο και πως οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. 

>Ο πρώτος λόγος είναι πως δεν έχει με το μέρος του τους αριθμούς. Το 44,6% που εξασφάλισε είναι μικρότερο από το 99,4% του αντιπάλου του, ο οποίος έχει σαφώς μικρότερη απόσταση να διανύσει, προκειμένου να εξασφαλίσει το πολυπόθητο 50%. Ειδικά μετά που ο Ταγίπ Ερντογάν εξασφάλισε την υποστήριξη του τρίτου του πρώτου γύρου, Σινάν Ογάν, η νίκη ήρθε ακόμη ένα βήμα πιο κοντά. 

>Ο δεύτερος, όμως και σημαντικότερος λόγος είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος διατηρεί ένα πολύ σημαντικό έρεισμα μέσα στην τουρκική κοινωνία. Και αυτό παρά το ότι βρίσκεται 21 χρόνια στην εξουσία και θα ήταν φυσικό επακόλουθο να φθαρεί. Παρά και το ότι η Τουρκία τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει μια βαθιά οικονομική κρίση που οδήγησε σε εκτόξευση του πληθωρισμού και της ανεργίας και στη βύθιση του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων Τούρκων. Παρά το ότι η διαφθορά διογκώθηκε. Παρά το ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν υποβαθμιστεί σε σημαντικό βαθμό και οι ελευθερίες περιοριστήκαν. Παρά το οι φονικοί σεισμοί της 6ης Φεβρουαρίου ανέδειξαν το βάθος των πελατειακών σχέσεων και τη γύμνια του κράτους να ανταποκριθεί άμεσα και αποτελεσματικά στην καταστροφή. 

Στο διάστημα που μεσολάβησε πριν από τις κάλπες είχε λεχθεί κατά κόρο πως η οικονομία θα αποδειχθεί καθοριστικός παράγοντας για τους ψηφοφόρους. Όμως το «είναι η οικονομία ανόητε» φάνηκε πως δεν στέκει για την Τουρκία και πως αυτό που μέτρησε κυρίως ήταν θέματα ταυτότητας. Το δίπολο πάνω στο οποίο στήθηκαν οι εκλογές δεν ήταν το κλασσικό αριστερά εναντίον δεξιάς ούτε συστημικοί εναντίον αντισυστημικών όπως βλέπουμε να διαγράφεται σε αρκετές χώρες, αλλά η αντιπαράθεση στήθηκε ανάμεσα στους οπαδούς ενός αυταρχικού κρατισμού και που υποστηρίζουν τον Ταγίπ Ερντογάν και σε αυτούς που θέλουν εκδημοκρατισμό της χώρας.

Ο Ταγίπ Ερντογάν πόνταρε στις παραδοσιακές αξίες της Τουρκίας, εθνικό μεγαλείο, οικογένεια, θρησκεία και για αυτό χρησιμοποίησε σκληρή γλώσσα εναντίον των εχθρών της χώρας, της Δύσης, της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Βάζοντας στο στόχαστρο τους Κούρδους, τις χώρες της Δύσης, τα άτομα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ συσπειρώνει την εκλογική του βάση. Κάποτε, μάλιστα καταφέρνει να συνδυάζει τους «εχθρούς». αποκαλώντας τα queer άτομα, τους ομοφυλόφιλους και τους τρανς διεστραμμένου και εξισώνοντάς τους με τρομοκρατικές οργανώσεις.

 

 

 

Ο Τούρκος Πρόεδρος επένδυσε στο θυμικό των ψηφοφόρων. Μιλώντας συνεχώς για το μεγαλείο της Τουρκίας, μιας Τουρκίας που γίνεται όλο και πιο ισχυρής επί των ημερών του και εφευρίσκοντας συνεχώς αντιπάλους, τους οποίους φυσικά μόνο ο ίδιος μπορεί να τους αντισταθεί και να νικήσει. Και αυτό αποτελεί από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Ταγίπ Ερντογάν ότι κατάφερε να πείσει σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων, πως είναι αυτός που έχει ανορθώσει την Τουρκία και που μπορεί να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κρίση. 

Για αυτό και δεν προξενεί μεγάλη εντύπωση ότι η μισή Τουρκία αδιαφορεί για το ότι σαπίζουν στη φυλακή ο αρχηγός των Κούρδων, εκατοντάδες δημοσιογράφοι, δικηγόροι και ακτιβιστές που είτε στάθηκαν εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν ή απλά του άσκησαν κριτική. Για τους υποστηρικτές του όλοι αυτοί βρίσκονται στη λάθος πλευρά, επιβουλεύονται το κακό της χώρας και για αυτό τους αξίζει ότι παθαίνουν. O Τούρκος πρόεδρος έκτισε την καριέρα του ως ο εκπρόσωπος και ως ο υπερασπιστής των συντηρητικών μαζών, που αυτοπροσδιορίζονται ως στερημένες αλλά και καταπιεσμένες απέναντι σε πραγματικές και κυρίως σε φανταστικές ελίτ. Για αυτές οι μάζες παραμένει ο ηγέτης τους, ο πατερούλης τους όπως θα έλεγαν σε παλαιότερες εποχές.

Η υπερηφάνεια για την τουρκική ταυτότητα είναι πολύ σημαντική για τον μέσο Τούρκο. Σε αυτό ακριβώς βασίζεται και ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος προέρχεται από ταπεινή οικογένεια και δεν σταματά να το διαφημίζει. Είναι ένας από το λαό. Του αρέσει να μιλά με τον κόσμο, να δίνει δώρα στα παιδιά, να τους ακούει, να συμμετέχει στον πόνο τους. Το ότι βέβαια έκτισε για τον εαυτό του ένα παλάτι για να μένει μέσα ή ότι η γυναίκα του ντύνεται με τις ακριβότερες μάρκες ή ότι υπάρχουν κατηγορίες πως απέκτησε τεράστια περιουσία, είναι μάλλον λεπτομέρειες.

Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατεία, ο Ταγίπ Ερντογάν δεν δίστασε να εμφανίζεται στα προεκλογικά μπαλκόνια και τραγουδά γνωστά διάσημα λαϊκά τραγούδια. Για τους δυτικότροπους Τούρκους, ήταν κάτι αδιανόητο και φυσικά κοροϊδέψαν τον Τούρκο πρόεδρο. Για τους υποστηρικτές του, όμως πολλοί από τους οποίους ανήκουν και στα χαμηλότερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα ήταν άλλη μια απόδειξη πως είναι ένας από αυτούς και το πόσο μπορούν να ταυτιστούν μαζί του. 

Ανοιχτά τα μέτωπα με ΗΠΑ, Δύση και Κούρδους

 

Η Τουρκία στρέφεται όλο και περισσότερο στον ακραίο εθνικισμό, που θα επηρεάσει σημαντικά την εξωτερική πολιτική της χώρας μετά και τις σημερινές εκλογές. «Περιμένω ότι ο Ταγίπ Ερντογάν, εφόσον επανεκλεγεί, σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, θα ακολουθήσει μια ολοένα και πιο επιθετική εξωτερική πολιτική», είπε ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο του Ντούισμπουργκ, Μπουράκ Τσοπούρ. «Δεν θα αλλάξουν και πολλά και άρα περιμένω πως θα συνεχίσει τη σκληρή πορεία στα μέτωπα που έχει ανοίξει με τις γειτονικές χώρες, με τις ΗΠΑ και τη Δύση αλλά και κατά των Κούρδων, στο εσωτερικό, καθώς δεν θα τους συγχωρήσει ότι υποστήριξαν στον πρώτο γύρο των εκλογών τον αντίπαλό του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου», τόνισε.

Η εθνικιστική στροφή της Τουρκίας επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από τη σύνθεση του νέου κοινοβουλίου, η οποία, όπως δήλωσε στην ισπανική εφημερίδα Εl Pais ο αναλυτής Μουράτ Γετκίν, «είναι η πιο συντηρητική και εθνικιστική στην ιστορία της χώρας». Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, η Τουρκία ήταν πάντοτε μια συντηρητική χώρα η οποία έκλινε προς τα δεξιά. 

Οι αριθμοί αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Η απόλυτη πλειοψηφία, για παράδειγμα, του συνασπισμού του Ταγίπ Ερντογάν, της Λαϊκής Συμμαχίας, διασφαλίζεται από τις 50 έδρες του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, καθώς και από τις 5 έδρες του Νέου Κόμματος Ευημερίας του Φατίχ Ερμπακάν και τις 4 του Κόμματος του Θεού (Hüda Par), κληρονόμου της φονταμενταλιστικής ένοπλης οργάνωσης Χεζμπολάχ, που εξελέγησαν από τις λίστες του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).

Η εικόνα δεν είναι καλύτερη ούτε στο στρατόπεδο του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και της Εθνικής Συμμαχίας που τον στήριξε. Πράγματι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, από τις 169 έδρες τού  θεωρητικά κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) οι 34 πηγαίνουν σε εθνικιστικά ισλαμικά ή ισλαμοφιλελεύθερα μορφώματα που διασπάστηκαν από το ΑΚΡ και εντάχθηκαν στην αντιπολίτευση. Επίσης, όπως είναι γνωστό, της δεύτερης μεγαλύτερης δύναμης του συγκεκριμένου στρατοπέδου, του Καλού Κόμματος (IYI) που διαθέτει 43 έδρες στη νέα Βουλή, ηγείται η Μεράλ Ακσενέρ, η οποία προέρχεται επίσης από τη «μήτρα» του MHP.

Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι παρόμοιας προέλευσης και αντιλήψεων είναι και ο δήμαρχος της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Ο πολιτικός, δηλαδή, που θεωρείται φαβορί, μαζί με τον συνάδελφό του της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, για να αναλάβει τα ηνία της αντιπολίτευσης μετά τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, του οποίου η σχεδόν βέβαιη ήττα θα σημάνει, πιθανότατα, την αρχή του τέλους της πολιτικής του διαδρομής.

Το εθνικιστικό στοιχείο κυριαρχεί. «Εάν, για παράδειγμα, αφαιρεθούν το φιλοκουρδικό HDP, το τουρκικό εργατικό κόμμα TIP και το κεμαλικό CHP, στη νέα βουλή έχουμε ένα συντηρητικό έως ακροδεξιό εξτρεμιστικό ισλαμιστικό κομματικό τοπίο, με περισσότερους από 400 σε σύνολο 600 βουλευτών. Πρόκειται για τα δύο τρίτα του Κοινοβουλίου. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι οι πραγματικοί νικητές αυτών των εκλογών είναι ο τουρκικός εθνικισμός και το πολιτικό Ισλάμ», επεσήμανε ο Μπουράκ Τσοπούρ.

Από την πλευρά του, ο Χαλίλ Γενιγκιούν, εξόριστος Τούρκος ακαδημαϊκός που τώρα εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, δίνει μια ευρύτερη διάσταση στο θέμα, θεωρώντας ότι έχει σχέση και με τις διεθνείς εξελίξεις. «Η Τουρκία είναι εγκλωβισμένη, όπως συμβαίνει με χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ, σε βίαιους πολιτιστικούς πολέμους, με τον Ερντογάν να έχει προσπαθήσει να εδραιώσει τη βάση του χρησιμοποιώντας διχαστική ρητορική», τόνισε.