Ακτινογραφεί την παγκόσμια πολιτική σκηνή όπως διαμορφώνεται με την πανδημία σε εξέλιξη, την αλλαγή σκυτάλης στις ΗΠΑ και τον αντίκτυπο της, ιδιαίτερα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΜΠ) και Ανώτερος ερευνητής του  ΕΛΙΑΜΕΠ – Επικεφαλής στο Πρόγραμμα Ασφάλειας, Παναγιώτης Τσάκωνας, επισημαίνει ότι ο τραμπισμός ως φαινόμενο άνοιξε πληγές στο σώμα τόσο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος όσο και της αμερικανικής κοινωνίας.

Εκτιμά ότι η εκλογή Μπάιντεν σηματοδοτεί την επιστροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην πολυμέρεια και την ενίσχυση και προώθηση του ρόλου των διεθνών οργανισμών. Σημειώνει ακόμα ότι ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος θα επιχειρήσει την αποκατάσταση της διατλαντικής σχέσης, τόσο απέναντι στους συμμάχους στο ΝΑΤΟ όσο και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα ευρωπαϊκά κράτη, που ο Πρόεδρος Τραμπ δεν δίστασε να αποκαλέσει «αντιπάλους» των ΗΠΑ. Αναφέρεται επίσης στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας οι οποίες με την εκλογή Μπάιντεν, θα μεταφερθούν από το πεδίο του προσωπικού, στο πεδίο του θεσμικο,ύ με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση να θέτει ξεκάθαρα όρια και «κόκκινες γραμμές» στον Ερντογάν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να δημιουργούν υπερβολικές προσδοκίες για την Ελλάδα και την Κύπρο.

– Αλλαγή σκυτάλης στις ΗΠΑ. Τι σημαίνει η ανάληψη της εξουσίας από τον Μπάιντεν και τι αναμένεται να αλλάξει στο εσωτερικό και στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ;

– Η εκλογή Μπάιντεν σηματοδοτεί –και κυρίως αναμένουμε να δρομολογήσει– την επιστροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην πολυμέρεια και την ενίσχυση και προώθηση του ρόλου των διεθνών οργανισμών σε σχέση με σειρά ζητημάτων οικονομικής (επιστροφή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) και περιβαλλοντικής φύσης (συμμετοχής στη Συνθήκη για το Κλίμα) καθώς και παγκόσμιας ασφάλειας (ο μέλλων υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι έτοιμη να επιστρέψει στη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, με την προϋπόθεση ότι η Τεχεράνη θα τηρήσει εκ νέου τις δεσμεύσεις της). Παράλληλα ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος θα επιχειρήσει την αποκατάσταση της διατλαντικής σχέσης, τόσο απέναντι στους συμμάχους στο ΝΑΤΟ όσο και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα ευρωπαϊκά κράτη, που ο Πρόεδρος Τραμπ δεν δίστασε να αποκαλέσει «αντιπάλους» των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, οι αναμενόμενες επιλογές της νέας αμερικανικής διοίκησης θα αφορούν στη συμμετοχή των ΗΠΑ σε έναν κόσμο με περισσότερους κανόνες και μεγαλύτερη προβλεψιμότητα. Στο εσωτερικό, το μεγάλο στοίχημα αφορά στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της μετάβασης που βιώνει μια βαθιά διχασμένη χώρα και στο εξωτερικό στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας μιας υπερδύναμης που ήδη βρίσκεται σε υποχώρηση στην παγκόσμια κονίστρα. 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

– Η μη ομαλή μετάβαση της εξουσία στις ΗΠΑ και τα επεισόδια που παρακολουθήσαμε με πρωταγωνιστές τους οπαδούς Τραμπ πιστεύετε ότι θα έχουν αντίκτυπο στην αμερικανική κοινωνία;

– Αναμφίβολα. Σημασία έχει το βάθος και το εύρος των συνεπειών. Ο τραμπισμός άνοιξε πληγές στο σώμα τόσο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος όσο και της αμερικανικής κοινωνίας, καταφέρνοντας αρχικά να αλώσει τόσο το κόμμα όσο και την κοινωνία και ειδικά μετά τις εκλογές να επιτείνει τον διχασμό και την πόλωση. Αυτές τις πληγές καλείται να επουλώσει ο νέος «μεταβατικός» Πρόεδρος. Είναι θετικό ότι το έργο αυτό αναλαμβάνει ένα πολύπειρο στέλεχος του αμερικανικού κατεστημένου που έχει μάθει να πορεύεται στην πολιτική πετυχαίνοντας δύσκολες συγκλίσεις. Το έργο του όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο ειδικά σε σχέση με το ποιά άποψη θα κυριαρχήσει στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και κατά συνέπεια πόσο διατεθειμένο θα είναι να συμφωνήσει στις απαραίτητες συγκλίσεις.

– Πώς κατά την άποψη σας επηρεάζει αυτή η αλλαγή εξουσίας στις ΗΠΑ την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα την κρίση στα ελληνοτουρκικά αλλά και το Κυπριακό; 

– Είναι λογικό να αναμένουμε από μια κυβέρνηση που δηλώνει ότι θα κινηθεί στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενός κόσμου με περισσότερους κανόνες και μεγαλύτερη προβλεψιμότητα, ότι θα επιχειρήσει να περιορίσει τις κινήσεις του κράτους που επιλέγει να λειτουργεί ως ταραξίας επιχειρώντας να επιβάλει τη θέλησή του με τρόπο παράνομο και προκλητικό και κυρίως μέσω της χρήσης ή της απειλής της χρήσης βίας. Ειδικότερα όσον αφορά στην Τουρκία, η εκλογή Μπάιντεν αναμένουμε να υποχρεώσει τον Ερντογάν να μετακινηθεί από το –αναμφίβολα προνομιακό– πεδίο των «προσωπικών σχέσεων] με τον απελθόντα Πρόεδρο στο σαφώς δυσκολότερο πεδίο μιας «θεσμικής σχέσης» με τον νέο πρόεδρο, το περιεχόμενο της οποίας θα ορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική γραφειοκρατία. Μάλιστα η μη διαφοροποίηση του κ. Μπάιντεν από τις θέσεις και προτάσεις της γραφειοκρατίας αναμένεται να ομογενοποιήσει τη στάση των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, ακυρώνοντας έτσι τον –εξαιρετικά ωφέλιμο για τον Ερντογάν– «δυϊσμό» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας. 

Είναι για αυτό που πιθανόν να δούμε τη νέα αμερικανική διοίκηση να ορίζει με περισσότερο σαφή τρόπο το πλαίσιο των σχέσεων της με την Τουρκία θέτοντας «κόκκινες γραμμές», η παραβίαση των οποίων θα έχει συνέπειες  οι οποίες επί προεδρίας Μπάιντεν ούτε θα καθυστερούν, ούτε θα αναβάλλονται. Αναμφίβολα η εκλογή Μπάιντεν και η πιθανή δρομολόγηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στις κατευθύνσεις που αναφέρθηκαν δημιουργεί ένα πλαίσιο περιορισμού των κινήσεων της Τουρκίας. Θα ήταν όμως λάθος να οδηγήσει σε υπερβολικές προσδοκίες από την πλευρά της Ελλάδας και της Κύπρου, για καταλυτικού χαρακτήρα παρέμβαση του νέου Αμερικανού Προέδρου.

– Η κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ –Τουρκίας με αφορμή τους S-400 θεωρείτε ότι θα συνεχιστεί ή θα αναζητηθούν τρόποι αποκατάστασης και εξομάλυνσης;

– Αναζητούνται ήδη τρόποι αποκατάστασης των διαταραγμένων σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση γενικότερα. Δεδομένης της γεωπολιτικής σημασίας της Τουρκίας τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για το ΝΑΤΟ η υπόθεση των S-400 θα αποτελέσει μέρος μιας «συναλλακτικής λογικής», την οποία θα συνεχίσει να ακολουθεί η Τουρκία στην όποια νέα σχέση οικοδομήσει η νέα αμερικανική διοίκηση μαζί της. Συνεπώς θα αναζητηθούν τρόποι αποκατάστασης της σχέσης τους και με τους S-400 να εξακολουθούν να αποτελούν ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για την Τουρκία. 

– Σχέσεις ΗΠΑ- Ρωσίας. Πιστεύετε ότι με τον Μπάιντεν μπαίνουν σε μια νέα εποχή; 

– Οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία βρίσκονται αναμφίβολα πολύ ψηλά στην ατζέντα της νέας αμερικανικής διοίκησης. Η διαχείριση της Ρωσίας θα ακολουθήσει την αποκατάσταση της διατλαντικής σχέσης την οποία θα επιχειρήσει ο νέος πρόεδρος, παρακολουθώντας με μεγαλύτερη συνέπεια τη ΝΑΤΟϊκή προσέγγιση αντιμετώπισης της Ρωσίας μέσα από το σχήμα «αποτροπή και διάλογος». Ας έχουμε όμως υπόψη μας ότι η σχέση Ρωσίας-Τουρκίας θα ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη από τη νέα αμερικανική διοίκηση, θέτοντας όρια στις όποιες αποφάσεις της να ελέγξει ή να τιμωρήσει την Τουρκία για την «μη-συμμαχική» συμπεριφορά της, καθώς οι επιδιώξεις των ΗΠΑ για την αποκατάσταση της διατλαντικής σχέσης, την αντιμετώπιση της Ρωσίας και τη σταθεροποίηση της ανατολικής Μεσογείου δεν εξυπηρετούνται από την πλήρη ρήξη των σχέσεων της με την Τουρκία.

Η Τουρκία θέλει να «αγοράσει» χρόνο

– Ελληνοτουρκικός διάλογος. Μπορεί να υπάρξει υπό τα σημερινά δεδομένα και να προκύψει και ουσιαστικό αποτέλεσμα; Το Κυπριακό και οι εξελίξεις σχετικά με αυτό, πώς επηρεάζουν; 

– Όπως γνωρίζετε, την ερχόμενη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου ξεκινούν και πάλι σχεδόν μετά από μια πενταετία οι «διερευνητικές επαφές» μεταξύ  Ελλάδας και Τουρκίας. Σε αυτές η Τουρκία προσέρχεται μετά από μια περίοδο συνεχών αναβολών αλλά και προσπαθειών επίρριψης της ευθύνης για τη μη επανέναρξη των διερευνητικών συζητήσεων στην Ελλάδα. Προσέρχεται κυρίως επειδή πιέζεται από διάφορες εξελίξεις: την εκλογή Μπάϊντεν και την αναμενόμενη ενίσχυση του ελέγχου της συμπεριφοράς της, την τραγική οικονομική κατάσταση που επιβάλλει στην Τουρκία την επαναπροσέγγιση των σημαντικότερων οικονομικών της εταίρων, τις αποφάσεις των Συμβουλίων Κορυφής της ΕΕ  τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο που εξαρτούν το μέλλον των ευρω-τουρκικών σχέσεων και το ενδεχόμενο προώθησης της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» από την εγκατάλειψη της επιθετικής συμπεριφοράς της στην ανατολική Μεσόγειο και τη συμμετοχή της σε διερευνητικές συνομιλίες με την Ελλάδα, αλλά και την αποσύνδεση του Κυπριακού προβλήματος –την οποία κατέστησαν σαφή με δηλώσεις  τους τόσο ο Πρόεδρος όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου– από τη δυνατότητα της Ελλάδας να επιτύχει μέσω της επανέναρξης της διαδικασίας των διερευνητικών επαφών ένα σταθερότερο πλαίσιο σχέσεων με την Τουρκία. 

Όμως η υποχρεωτική λόγω αυτών των πιέσεων επιστροφή της Τουρκίας στις διερευνητικές επαφές είναι προσχηματική (η «επίθεση γοητείας» σε ΕΕ δείχνει να στοχεύει στην «αγορά χρόνου» μέχρι το επόμενο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ τον Μάρτιο και στην αποκατάσταση της διεθνώς τρωθείσας εικόνας της) και δεν αφορά σε μια ειλικρινή «επιστροφή» της Τουρκίας στη Δύση, ειδικότερα στην Ευρώπη ή στην εγκατάλειψη του αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Αυτή η πραγματικότητα επιβαρύνεται επίσης σήμερα από την απουσία ενός δεσμευτικού πλαισίου που θα «επέβαλλε» στην Τουρκία να συμμετάσχει εποικοδομητικά στις διερευνητικές επαφές. Όπως γνωρίζετε, ένα τέτοιο πλαίσιο υπήρχε στην πρώτη περίοδο των διερευνητικών επαφών (Απρίλιος 2002- τέλος 2003) οπότε και επετεύχθη πρόοδος στις συνομιλίες διότι υπήρχε η «δαμόκλειος σπάθη» του τερματισμού της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας εάν η συμμετοχή της δεν ήταν εποικοδομητική καθώς και η υποχρεωτική προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σε περίπτωση μη επίτευξης λύσης. Αυτές οι προϋποθέσεις ελλείπουν σήμερα και είναι σχεδόν αδύνατον να επιβληθούν στην Τουρκία. Κατά συνέπεια δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που να δικαιολογούν αισιοδοξία όσον αφορά στην προοπτική του ελληνοτουρκικού διαλόγου.

Ζητούμενο για την ελληνική πλευρά ένα «νέο Ελσίνκι»

– Θα μπορούσε η ΕΕ να προχωρήσει σε πιο ουσιαστικές οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας; Ποια η σημερινή σχέση ΕΕ- Τουρκίας; Είχαμε πρόσφατα και τη συνομιλία Ερντογάν με Μπορέλ και φον ντερ Λάινεν.

– Παρακολουθούμε ήδη μια προσπάθεια «επανατοποθέτησης» -δεν θα έλεγα αναδίπλωσης- μέσω μιας «επίθεσης γοητείας» της Τουρκίας όσον αφορά στις σχέσεις της τόσο με την ΕΕ όσο και με συγκεκριμένα ισχυρά κράτη με τα οποία οι σχέσεις της βρίσκονταν σε κρίση, όπως η Γαλλία (δείτε τις πρόσφατες ανταλλαγές επιστολών μεταξύ Μακρόν και Ερντογάν και τη συμφωνία τους να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους). Το νέο αυτό πλαίσιο των σχέσεων θα επιχειρήσουν να «δέσουν» οι δύο πλευρές μέσα στο επόμενο διάστημα και μέχρι το Ευρωπαϊκό συμβούλιο τον Μάρτιο μέσα από μια έντονη διπλωματική κινητικότητα επισκέψεων υψηλού επιπέδου σε Άγκυρα και Βρυξέλλες. 

Συνεπώς απομακρυνόμαστε από το ήδη απομακρυσμένο αν όχι απίθανο για πολλούς λόγους, ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία. Σας θυμίζω ότι το ζητούμενο για την ΕΕ ήταν ήδη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις αρχές Οκτωβρίου 2020 πώς μπορεί -αφού η Τουρκία εγκαταλείψει την επιθετική και παράνομη συμπεριφορά της και υπάρξει μια σταθερή και μόνιμη αποκλιμάκωση- να ανοίξει ο δρόμος για την προώθηση της λεγόμενης «θετικής ατζέντας». Αυτή η «θετική ατζέντα» θα μπορούσε να σημαίνει μια συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας τουλάχιστον σε δύο ζητήματα: την επικαιροποίηση/αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας (ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας για την Τουρκία) και τη διαχείριση του μεταναστευτικού (ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας για την ίδια την ΕΕ και κυρίως τη Γερμανία). Το μεγάλο ζητούμενο για την ελληνική πλευρά είναι να έχει μια ενεργητική συμμετοχή στη διαμόρφωση του περιεχομένου της νέας συμφωνίας μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας προκειμένου μέσω της εισαγωγής συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων να επιτύχει ένα -αν και περιορισμένης εμβέλειας- «νέο Ελσίνκι». 

– Το μεταναστευτικό πώς επηρεάζει αυτή τη σχέση μεταξύ Τουρκίας- ΕΕ; 

– Το μεταναστευτικό εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα κεντρικής σημασίας για τη σχέση ΕΕ-Τουρκίας και στα μάτια της Τουρκίας σημαντικό, ίσως το σημαντικότερο, διαπραγματευτικό χαρτί, αν και τον Μάρτη του 2020 με την «εργαλειοποίηση» των μεταναστών και τη χρησιμοποίησή τους στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο η Τουρκία δεν έπαιξε σωστά το «μεταναστευτικό χαρτί» και δεν βγήκε κερδισμένη. Όμως παρά τη μεγάλη έκτοτε μείωση των μετακινήσεων από την Τουρκία προς την Ελλάδα η διαχείριση του μεταναστευτικού παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα τόσο για την ΕΕ (οι πρόσφατες θεσμικές πρωτοβουλίες της ΕΕ δεν δείχνουν να μπορούν να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά) όσο και για την Ελλάδα (η οποία θα συνεχίζει να λειτουργεί ως «ασπίδα» της ΕΕ διατηρώντας ως «χώρα πρώτης γραμμής» μεγάλο βάρος της διαχείρισής του). 

Η Τουρκία σηκώνει επίσης αδιαμφισβήτητα ένα τεράστιο βάρος όσον αφορά τα περισσότερα από 4 εκατομμύρια μεταναστών και προσφύγων στο εσωτερικό της, βάρος που καμιά άλλη χώρα δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει. Αυτή η πραγματικότητα της επιτρέπει να εμφανίζεται ως υποστηρικτής των ανθρωπιστικών αξιών (δείτε την τοποθέτηση του Ερντογάν στη ΓΣ του ΟΗΕ τον περασμένο χρόνο) ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζει την χρησιμοποίηση των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στο έδαφός της για να προωθήσει στόχους εξωτερικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα ο δεδηλωμένος σχεδιασμός της για τη μεταφορά και εγκατάσταση μεγάλου αριθμού, προσφύγων, κυρίως Σύρων, και μεταναστών στα τουρκοσυριακά σύνορα, εντός συριακού εδάφους στο οποίο έχει παράνομα εισβάλει, και αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης της περιοχής. Ζητά μάλιστα από την ΕΕ να χρηματοδοτήσει αυτό το σχέδιο. Συνεπώς το μεταναστευτικό ήταν και παραμένει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για την Τουρκία όσον αφορά σε ενδεχόμενη συμφωνία της με την ΕΕ.

Η τουρκική επιθετικότητα πρέπει να αντιμετωπιστεί συντονισμένα

–  Οι συνεργασίες Κύπρου-Ελλάδας με διάφορες χώρες της περιοχής, αλλά και τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, πόσο σημαντικές είναι και πώς επηρεάζουν το «ισοζύγιο των εξελίξεων« στη Μέση Ανατολή;

– Οι συνεργασίες Κύπρου-Ελλάδας με διάφορες χώρες τόσο της περιοχής της ανατολικής Μεσογείου όσο και τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες επηρεάζουν θετικά το «ισοζύγιο δυνάμεων» στην περιοχή υπό την έννοια ότι επιχειρούν μέσω σχημάτων στρατηγικής συνεργασίας να στείλουν ισχυρά αποτρεπτικά μηνύματα και να μην επιτρέψουν σε χώρες όπως η Τουρκία που είτε επιθυμούν να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου είτε έχουν συγκεκριμένες αναθεωρητικές φιλοδοξίες  να δημιουργήσουν τετελεσμένα.

Το κατά πόσον επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά το «ισοζύγιο των εξελίξεων» που με ρωτάτε είναι μια άλλη υπόθεση που εξαρτάται από το κατά πόσον σχήματα συνεργασίας που αναπτύσσονται σε μια περιοχή δημιουργούν είτε παραστάσεις απειλής είτε την αίσθηση του αποκλεισμού από τα κράτη που μένουν εκτός αυτών των σχημάτων. Τέτοια παραδείγματα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου μπορούν να θεωρηθούν τα πολυμερή σχήματα συνεργασιών που έχουν αντιτουρκικό χαρακτήρα ή εκείνα που αφορούν στην εκμετάλλευση (εξόρυξη και μεταφορά) υδρογονανθράκων (π.χ. ο Αγωγός East Med Gas) που εκλαμβάνονται από την Τουρκία ως προσπάθειες αποκλεισμού της ίδιας ή της τουρκοκυπριακής κοινότητας από τα προκύπτοντα οφέλη.

– Όσον αφορά το Κυπριακό, θεωρείτε ότι μπορεί να υπάρξει ουσιαστική εξέλιξη με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην Τουρκία αλλά και γενικότερα στην περιοχή;

– Δύσκολο να δει κάποιος ουσιαστική εξέλιξη σε θετική κατεύθυνση. Παρά την αποσύνδεση του Κυπριακού προβλήματος από τις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό θα συνεχίσει να επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ σε αυτό οφείλεται και η πιο πρόσφατη «γεωγραφική διεύρυνση» της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης πέραν του χώρου του Αιγαίου σε εκείνον της ανατολικής Μεσογείου. Επίσης ειδικά μετά την ανάδειξη ως ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας του εκλεκτού του Ερντογάν και θερμού υποστηρικτή της «λύσης των δύο κρατών» καθώς και των προκλητικών ενεργειών του τουρκικού στρατού στα Βαρώσια οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, κυρίως στη βάση μιας «δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας» απομακρύνονται, αν δεν ακυρώνονται. Η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας πρέπει να αντιμετωπιστεί συντονισμένα και αποφασιστικά σε διπλωματικό επίπεδο. Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι η στρατηγική της «μη λύσης» που εδράζεται στην αντίληψη ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ της Ελλάδας ή της ελληνοκυπριακής πλευράς οδηγεί στην εδραίωση της διχοτόμησης και ενισχύει τις προσεγγίσεις δύο κρατών ή/και συνομοσπονδίας.