Το γεγονός ότι στα σαλόνια των Βρυξελλών και του Στρασβούργου χιλιάδες λομπίστες «φλερτάρουν» σε στενό κλοιό τους ευρωβουλευτές και τους «εισηγητές» των γνωμοδοτικών εκθέσεων, που διαμορφώνουν την κοινοτική νομοθεσία, σαφώς δεν αποτελεί είδηση, ούτε προκαλεί έκπληξη. Άλλωστε η συγκρότηση της ενιαίας αγοράς αύξησε τις δυνατότητες για επενδύσεις μεγάλου εύρους, με απόρροια τη δημιουργία αλληλοεπιδρώντων δικτύων διαφόρων φορέων, όπως ομάδες συμφερόντων διεθνούς βεληνεκούς. Eντούτοις, το σκάνδαλο του Qatargate, που συνταράσσει την πολιτική σκηνή της ΕΕ, επανέφερε στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα του «λόμπινγκ» και της ανάγκης για θέσπιση αυστηρότερων κανόνων ελέγχου και διαφάνειας.

Θα πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί ότι «λόμπινγκ» αποκαλείται κάθε προσπάθεια για άσκηση επιρροής στη νομοθετική ή την εκτελεστική εξουσία, είτε αυτή αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ευγενών κινήτρων, είτε ιδιοτελών και αποκόμισης κέρδους. Ομάδες πίεσης από τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, τους πετρελαϊκούς κολοσσούς, τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, τα λόμπι των διαφόρων οργανώσεων (ΜΚΟ, Συνδικάτων, Ενώσεις) και από αλλού, καταβάλλουν προσπάθειες για επηρεασμό αποφάσεων υπέρ των συμφερόντων που εκπροσωπούν.

Στην επίσημη ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρεται χαρακτηριστικά για το ζήτημα ότι «τα θεσμικά όργανα της ΕΕ βρίσκονται σε αλληλεπίδραση με ευρύ φάσμα ομάδων και οργανώσεων, που επιδίδονται σε δραστηριότητες εκπροσώπησης συμφερόντων», ενώ σημειώνεται ότι «τούτο είναι ένα απολύτως θεμιτό και αναγκαίο κομμάτι της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικές της ΕΕ αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων».

Ξεκαθαρίζεται, βέβαια, πως η ΕΕ διαθέτει κανόνες, που διέπουν το lobbying στα θεσμικά της όργανα, με κύριο άξονα το λεγόμενο μητρώο διαφάνειας, μια δημόσια βάση δεδομένων, η οποία περιέχει πληροφορίες, σχετικά με όσους συμμετέχουν ενεργά σε δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούν στον επηρεασμό των πολιτικών της ΕΕ.

Συγκεκριμένα, οι επικεφαλής των Γενικών Διευθύνσεων στην Κομισιόν είναι υποχρεωμένοι να καταγράφουν τις συναντήσεις τους με λομπίστες, ενώ «οι εισηγητές, σκιώδεις εισηγητές και πρόεδροι Επιτροπών στο Ευρωκοινοβούλιο έχουν την υποχρέωση για κάθε έκθεση να δίνουν στη δημοσιότητα, μέσω διαδικτύου, πληροφορίες σχετικά με τις προγραμματισμένες συναντήσεις τους με εκπροσώπους συμφερόντων», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σελίδα του ΕΚ.

Υπάρχει επίσης σειρά άλλων κανόνων, ενδεικτικά π.χ. για την αποδοχή δώρων, αλλά και σχετικά με τις θέσεις εργασίας, που μπορούν να αναλάβουν οι ευρωβουλευτές, αμέσως μετά την αποχώρησή τους από το αξίωμα.

Εντοπίζονται εντούτοις αρκετά κενά και «παραθυράκια» στο όλο σύστημα δεοντολογίας και ακεραιότητας της ΕΕ, που αφήνουν χώρο στην έλλειψη διαφάνειας και στην αυθαιρεσία. 

Για παράδειγμα, και όπως αναγράφεται στη σελίδα του ΕΚ, «οι υπόλοιποι βουλευτές» (δλδ πέραν των εισηγητών, σκιώδων εισηγητών και προέδρων επιτροπών), «συμπεριλαμβανομένων των αντιπροέδρων των επιτροπών, των προέδρων αντιπροσωπειών ή των συντονιστών, δεν έχουν νομική υποχρέωση να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με τις συναντήσεις τους».

Άλλο μεγάλο ζήτημα, που απασχόλησε κατά καιρούς την ΕΕ, είναι το φαινόμενο των «revolving doors» («περιστρεφόμενων θυρών»), δηλαδή οι ρυθμίσεις, που αφορούν στην απασχόληση των δημόσιων αξιωματούχων πριν και μετά από την περίοδο απασχόλησή τους σε συγκεκριμένες δημόσιες θέσεις. Χαρακτηριστικά, αντιδράσεις είχε προκαλέσει η περίπτωση του πρώην προέδρου της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος δύο χρόνια μετά τη θητεία του προσελήφθη στην Goldmann Sachs, αλλά και του Γερμανού πρώην Επιτρόπου Γκίντερ Έτινγκερ, ο οποίος λίγο μετά την αποχώρησή του από τις Βρυξέλλες εμφανίστηκε ως σύμβουλος πλειάδας μεγάλων επιχειρήσεων και επιστημονικών ιδρυμάτων.

Ένα άλλο κενό στη νομοθεσία, που ήρθε στο φως με αφορμή το Qatargate, είναι η εξαίρεση υποχρεωτικής εγγραφής στο μητρώο διαφάνειας αξιωματούχων τρίτων χωρών, γεγονός που φαίνεται ότι θα απασχολήσει την Ένωση στο εγγύς μέλλον. Άλλωστε, σε μια προσπάθεια διάσωσης του κύρους του Ευρωκοινοβουλίου, η Πρόεδρος του ΕΚ, Ρομπέρτα Μετσόλα, ανέφερε ότι προωθείται ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων, το οποίο μεταξύ άλλων θα απαγορεύει τις ανεπίσημες ομάδες επαφών και θα προχωρήσει σε ανασκόπηση όλου του φάσματος του πώς το Κοινοβούλιο διεξάγει τις σχέσεις του με τρίτες χώρες.  

Το Qatargate, λοιπόν, έχει καταστήσει κάτι περισσότερο από σαφές ότι είναι αναγκαίες οι γενναίες τομές και οι αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση της διαφάνειας. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον θα δείξει κατά πόσον έχει ληφθεί το μήνυμα στα ανώτατα αξιώματα της ΕΕ ή αν η Ένωση θα συνεχίσει να βαδίζει στα ίδια μονοπάτια, γεγονός που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στο να καταρρεύσει συθέμελα η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στους θεσμούς της ΕΕ.