Αφορμή για το κείμενο αυτό υπήρξε η πρόσφατη δημοσίευση σε καθημερινή εφημερίδα, της αίτησης που καταχώρησε μια μητέρα στο Οικογενειακό Δικαστήριο για να εξασφαλίσει τη γονική μέριμνα του παιδιού της. Επειδή ο διάδικος πατέρας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί, ο δικαστής έδωσε άδεια υποκατάστατης επίδοσης με τη δημοσίευση της αίτησης της μητέρας. Το δημοσίευμα αποκάλυπτε αυστηρώς ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των γονέων και του ανήλικου παιδιού τους, ενώ παράλληλα, έφερνε στο φως γεγονότα, τα οποία δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθούν. Λίγες μέρες μετά δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο ένα άρθρο του γράφοντος, με τίτλο «Ντρέπεται κανείς;», που καλούσε τους αρμοδίους να επιληφθούν του θέματος ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον παρόμοια λάθη. Άμεση υπήρξε η ανταπόκριση από πλευράς Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο στη συνεδρία της 14ης Δεκεμβρίου, υπό την προεδρία του Προέδρου του Ανωτάτου, κ. Αντώνη Λιάτσου, ενέκρινε την αποστολή Εγκυκλίου σε όλους τους Δικαστές, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση ανηλίκων ή σε άλλες ευαίσθητες υποθέσεις, να δημοσιοποιείται μόνον γνωστοποίηση της αγωγής ή της αίτησης και όχι αυτούσιο το περιεχόμενό της. 

Η εγκύκλιος αυτή είναι συμπληρωματική της εγκυκλίου υπ’ αριθμό 142 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τις οδηγίες για τις δικαστικές αποφάσεις που προορίζονται για δημοσίευση ή επεξεργασία (σε έντυπα ή στο διαδίκτυο). Την εποπτεία για το εν λόγω θέμα έχει ο Ανώτατος Δικαστής, Τεύκρος Οικονόμου, ο οποίος προεδρεύει της Επιτροπής Δικαστικής Υπηρεσίας για την Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η εγκύκλιος, για την ψευδωνυμοποίηση (ή ανωνυμοποίηση) όπως ονομάζεται, είναι συμβατή με τις οδηγίες της Ομάδας του Συμβουλίου της Ευρώπης (Foster Transparency of Judicial Decisions and Enhancing the National Implementation of the ECHR (TJENI). Υποδεικνύει στους δικαστές όπως κατά τη συγγραφή της απόφασης τηρούν τις ακόλουθες εξαιρέσεις, ώστε να επέρχεται παράλληλα, κατά το δυνατόν, η αναγκαία ψευδωνυμοποίηση. Ειδικότερα υπόκεινται σε ψευδωνυμοποίηση τα ονοματεπώνυμα και κάθε άλλο στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει σε αναγνώριση της ταυτότητας των προσώπων. Αντί του ονοματεπωνύμου τους θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα αρχικά αυτού ή άλλα αρχικά. Οι εξαιρέσεις είναι οι ακόλουθες:

>>Διάδικοι: Διάδικοι ή άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται σε διαδικασίες Οικογενειακού Δικαστηρίου ή οποιεσδήποτε άλλες αναφορές που τείνουν να αποκαλύψουν την ταυτότητα των διαδίκων.

>>Ανήλικα πρόσωπα: Ανήλικοι, είτε είναι διάδικοι, είτε μάρτυρες ή άλλως πως εμπλεκόμενα ή έστω αναφερόμενα πρόσωπα, σε οποιεσδήποτε υποθέσεις, είτε ποινικές, είτε πολιτικές, ή δικαιοδοσίας Οικογενειακού Δικαστηρίου, ή οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου. Νοείται ότι η ψευδωνυμοποίηση καλύπτει και τους αντιπροσώπους των ανηλίκων στη δίκη (next friend και guardian ad litem). Eάν η αποκάλυψη του ονόματος του ανηλίκου εάν είναι απολύτως αναγκαία για την επίλυση επιδίκου θέματος, τότε κατά την κρίση του δικαστηρίου, μπορεί το όνομα του ανηλίκου να αποκαλυφθεί (λ.χ. σε περίπτωση που υπάρχει διαφωνία των γονέων στο όνομα που θα δοθεί στο παιδί).

>>Υποθέσεις σεξουαλικής φύσεως: Πρόσωπα τα οποία, είτε δώσουν μαρτυρία, είτε όχι, αναφέρονται ως θύματα αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως. H ψευδωνυμοποίηση θα πρέπει να γίνεται με τη χρήση αρχικών που δεν αντιστοιχούν στο πραγματικό όνομα του θύματος. Επίσης Κατηγορούμενοι ή εναγόμενοι σε ποινικές υποθέσεις ή αγωγές σεξουαλικής φύσεως, όταν η δημοσίευση του ονόματός τους ή στοιχείων της ταυτότητάς τους, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει στην αναγνώριση του παραπονούμενου, εκτός εάν ο ίδιος ο παραπονούμενος με δήλωσή του προς το Δικαστήριο ζητήσει τη δημοσιοποίηση του ονόματος του κατηγορούμενου/εναγόμενου. Kαι σε αυτή την περίπτωση η ψευδωνυμοποίηση θα πρέπει να γίνεται με τη χρήση αρχικών που δεν αντιστοιχούν στο πραγματικό όνομα του κατηγορούμενου/εναγόμενου. Η εγκύκλιος του Ανωτάτου Δικαστηρίου διευκρινίζει ότι η ψευδωνυμοποίηση καταδικασθέντος γίνεται άνευ βλάβης των προνοιών του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014.

Προσωπικά δεδομένα

Η ψευδωνυμοποίηση μπορεί να επεκταθεί για να καλύψει διάδικους ή μάρτυρες ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα τα οποία για καλό λόγο (ιατρική πάθηση/κατάσταση, αστυνομικός υπό κάλυψη, ευαίσθητες πληροφορίες, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ή άλλες ανάλογες περιπτώσεις κατά την κρίση του δικαστηρίου) δεν επιθυμούν την αποκάλυψη του ονοματεπωνύμου τους ή άλλων πληροφοριών που μπορούν να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους, εφόσον αιτηθούν από το δικαστήριο την ψευδωνυμοποίησή τους και το δικαστήριο δώσει σχετικές οδηγίες ως ήθελε αποφασίσει. Η εξαίρεση αφορά και τρίτα πρόσωπα τα οποία δεν είναι διάδικοι ή μάρτυρες ή πρόσωπα που έχουν σχέση με την επίδικη υπόθεση, ή πρόσωπα που είναι παρόντα στη διαδικασία, αλλά το όνομά τους, για κάποιο λόγο, αναφέρεται στην απόφαση. Το δικαστήριο σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι αποκαλύπτονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (ως λ.χ. τέκνο εκτός γάμου έστω και μετά την ενηλικίωσή του) θα πρέπει να προβεί σε ψευδωνυμοποίηση. Γενικά, η πλήρης ονομαστική αναφορά σε τρίτα πρόσωπα, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της απόφασης, πρέπει να αποφεύγεται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Εκσυγχρονίζονται γάμοι και διαζύγια – Τι αλλάζει 

>>Ύποπτοι και υπόδικοι: Η ψευδωνυμοποίηση καλύπτει επίσης συλληφθέντες, κρατούμενους ή ερευνώμενα ή ύποπτα ή υπόδικα πρόσωπα σε διαδικασίες αναφορικά με εντάλματα σύλληψης, εντάλματα έρευνας, ή άλλα ανακριτικής φύσεως εντάλματα και διατάγματα κράτησής τους.

>>Δίκη κεκλεισμένων των θυρών: Ανεξάρτητα από την εξειδίκευση των εξαιρέσεων, γενικότερα όταν η διαδικασία διενεργείται κεκλεισμένων των θυρών για το συμφέρον ανηλίκων ή την προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων υπό ειδικές συνθήκες που κατά την κρίση του δικαστηρίου, η δημοσιότητα θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης, τότε η δικαστική απόφαση θα ψευδωνυμοποιείται αναλόγως.

Δεδομένα που ψευδωνυμοποιούνται

Επιπρόσθετα με τις παραπάνω εξαιρέσεις, ψευδωνυμοποιούνται τα ακόλουθα προσωπικά δεδομένα, εκτός εάν η επεξεργασία είναι αναγκαία για την αιτιολόγηση ή το διατακτικό της απόφασης ως λ.χ. όταν το προσωπικό δεδομένο αποτελεί επίδικο αντικείμενο ή ο καθορισμός του αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την αιτιολογία της απόφασης ή όταν απαιτείται να περιλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης:

>Διευθύνσεις των διαδίκων και των εμπλεκομένων.  

> Βιομετρικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία προκύπτουν από ειδική τεχνική επεξεργασία συνδεόμενη με φυσικά, βιολογικά ή χαρακτηριστικά συμπεριφοράς τα οποία επιτρέπουν ή επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου.

> Γενετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία παρέχουν μοναδικές πληροφορίες σχετικά με τη φυσιολογία ή την υγεία προσώπου.

> Δεδομένα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις διαδίκων ή μαρτύρων, ή δεδομένα που αφορούν στη σεξουαλική ζωή, ή τον γενετήσιο προσανατολισμό τους. 

> Αριθμοί τηλεφώνου, αριθμοί κυκλοφορίας οχημάτων, αριθμοί ταυτότητας ή διαβατηρίου ή οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων τέτοιας φύσεως, αριθμοί μητρώου κοινωνικών ασφαλίσεων ή φορολογικού μητρώου ή οποιουδήποτε άλλου μητρώου, αριθμοί τραπεζικών λογαριασμών ή επιταγών ή άλλων εγγράφων τέτοιας φύσεως, αριθμοί εγγραφής ακινήτων, δεν αναγράφονται στην απόφαση, εκτός εάν είναι αναγκαία η αναγραφή τους για τους σκοπούς της απόφασης κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Η απόκρυψη τέτοιων δεδομένων, όταν αυτά φαίνονται σε κείμενο που μεταφέρεται (αντιγράφεται) στην απόφαση, γίνεται με την πλήρη διαγραφή τους και την αντικατάστασή τους με αγκύλες κενές περιεχομένου ως εξής: [    ]  

>Τα οχήματα και τα ακίνητα που αναφέρονται στην απόφαση να περιγράφονται ως το ακίνητο/όχημα Α, Β κ.ο.κ., εκτός βέβαια εάν η αναγραφή των κτηματολογικών στοιχείων ή της πινακίδας εγγραφής του οχήματος είναι απαραίτητη για την απόφαση, είτε στην αιτιολογία της είτε στο διατακτικό της μέρος.

>Η χρήση των ψηφίων «ΧΧΧ» προς απόκρυψη οποιωνδήποτε δεδομένων πρέπει να αποφεύγεται.

 

Έφεση ή τελεσιδικία

Το Ανώτατο Δικαστήριο υποδεικνύει επίσης ότι οι αποφάσεις των πρωτόδικων δικαστηρίων δεν θα δημοσιεύονται και δεν θα δημοσιοποιούνται με αναφορά στο όνομα των διαδίκων, μέχρις ότου παρέλθει η προθεσμία για υποβολή έφεσης, ή μέχρι να εκδικαστεί η έφεση. Αντί του ονόματος να χρησιμοποιούνται τα αρχικά του ονόματος, ή άλλα αρχικά, αναλόγως της περίπτωσης. 

Σύμφωνα με την εγκύκλιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ανωνυμοποιούνται ονόματα δικαστών και δικηγόρων, τα ονόματα δικαστικών αποφάσεων (reference) και Δικαστήρια, Υπουργεία ή Υπηρεσίες, Ανεξάρτητοι Θεσμοί και Αρχές. Στην εγκύκλιο αναφέρεται επίσης ότι σε περίπτωση αμφιβολίας ο δικαστής απευθύνεται για συμβουλή στον Διοικητικό Πρόεδρο του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί.