Ο Τάσος Γ. Οικονόμου, πρόσφυγας από την Αμμόχωστο και τώρα κάτοικος Παραλιμνίου, γράφει για την επιλογή του στις επικείμενες προεδρικές εκλογές.
Αν κάτι θυμούμαι από το βιβλίο του Καζαντζάκη που αναφέρεται στην Αγγλία, την ιστορία και την εξέλιξη της, είναι που «γνώρισα» λίγο, τον Σαίξπηρ ή «Σαιξσπύρο» όπως κολακευτικά τον αποκαλεί. Γράφει ο Καζαντζάκης ότι, αν ήταν να αποστείλει κάποιον όλη η ανθρωπότητα, να διαπραγματευτεί με τον Θεό, θα έπρεπε να στείλει τον Σαίξπηρ. Και όμως, το μεγάλο παράπονο του Σαίξπηρ, ήταν ότι, δεν ήταν ωραίος, δεν περνούσε στα καλλιστεία. Όπως γράφει ο μεγάλος συγγραφέας, όταν γνωριζόταν με όμορφη κοπελιά, όντας πασίγνωστος διά τα αξεπέραστα θεατρικά του έργα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Άμλετ», «Όνειρο Θερινής Νυκτός» και πολλά άλλα, του την άρπαζαν οι φίλοι του, πρίγκιπες και αριστοκράτες της εποχής. Η ιστορία του σε μικρογραφία, μου θυμίζει τον Αβέρωφ Νεοφύτου. Τον εκτιμώ και τον ψηφίζω, ποντάροντας στο μυαλό του και τον πατριωτισμό του. Δεν είμαι Συναγερμικός, δηλώνω ελεύθερος. Το πρώτο που με ενδιαφέρει, είναι η πατρίδα μου, ο τόπος μου, η Κύπρος. Παθιάζομαι για λύση και ας μην είναι με το «σωστό περιεχόμενο». Θέλω να φύγει η Τουρκία από την Κύπρο και μόνο με λύση φεύγει. Θλίβομαι βαθύτατα, όταν βλέπω φίλους ή γνωστούς, που άφησαν σπίτια, περιβόλια και ολόκληρες περιουσίες στο Βαρώσι, στα «Ττεκκελίτικα», στον «Λάξη», στον «Φάραγγα», να υποστηρίζουν το «τζιήνοι ποτζιή τζιαι μεις ποδά». Οι γονείς και οι παππούδες που τα έφτιαξαν, έντονα θα διαμαρτύρονται. Κάποτε, ο πλέον ακραίος Τουρκοκύπριος πολιτικός, ο Ραούφ Ντενκτάς, ήταν παθιασμένος με τη διχοτόμηση. Δυστυχώς, φτάσαμε στο σημείο σήμερα, δικοί μας πολιτικοί, να την επιδιώκουν. Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο αρκετά, τον παρακολουθώ και τον αξιολογώ. Δεν ενθουσιάζει. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου δεν είναι αυτός, που θα προτιμούσε ο κάθε ψηφοφόρος. Θέλω να πιστεύω –και γίνομαι σίγουρος– ότι με τυχόν εκλογή του, θα καταπλήξει τον κόσμο με τα έργα του και τα αποτελέσματα των πολιτικών του. Δυστυχώς, έχουν οι καιροί γυρίσματα. Πολλοί Αμμοχωστιανοί, να αρνούνται την πόλη τους, τα σπίτια τους, τη θάλασσα της Γλώσσας και να ακολουθούν ονειροπόλους πολιτικούς, επιδιώκοντας το βόλεμα. Ο άνθρωπος ο μυαλωμένος, θέλει να αναδεικνύεται με έργα ουσίας και όχι χαϊδεύοντας τα αυτιά του δύσμοιρου και προδομένου πρόσφυγα. Να ενώσουμε την πατρίδα μας, ναι. Τον κόσμο προς τι;