Πυρ κατά παντός υπευθύνου, μη εξαιρουμένων των συναδέλφων τους άλλων ειδικοτήτων, άνοιξαν οι ακτινολόγοι οι οποίοι καταγγέλλοντας και τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας ζήτησαν ήδη με επιστολές τους την παρέμβαση της επιτροπής Υγείας της Βουλής ενημερώνοντας σχετικά και την υπουργό Υγείας για τον τεράστιο αριθμό ακτινοδιαγνωστικών εξετάσεων που καθημερινά διενεργούνται στο πλαίσιο του ΓεΣΥ. 

Υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των παραπεμπτικών που εκδίδονται από γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων οδηγεί τους ίδιους σε οικονομική καταστροφή και απαιτούν από τον ΟΑΥ να λάβει τα μέτρα του. Ο ΟΑΥ από πλευράς του φαίνεται να αναγνωρίζει το πρόβλημα για αυτό και σε εξέλιξη βρίσκεται έρευνα που αφορά τα παραπεμπτικά που εκδίδουν γιατροί τριών ειδικοτήτων για διενέργεια μαγνητικών τομογραφιών και αγγειογραφιών στους ασθενείς τους. Μάλιστα, η διαδικασία ολοκληρώθηκε για 20 περίπου γιατρούς κάποιοι εκ των οποίων κλήθηκαν ήδη να δώσουν απαντήσεις. 

Σε επιστολή που απέστειλε την Πέμπτη, λίγες μόνο ώρες πριν την συνάντηση της υπουργού Υγείας με την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, η Ακτινολογική Εταιρεία Κύπρου κατηγόρησε ξεκάθαρα τον ΟΑΥ για «καταστροφικές ενέργειες». «Ως Ακτινολογική Εταιρεία, θεωρούμε αναγκαίο έστω και την ύστατή, να σας ενημερώσουμε για το σοβαρό ζήτημα που δημιουργήθηκε από τις επανειλημμένες καταστροφικές ενέργειες του ΟΑΥ εις βάρος των ακτινολόγων και της άσκησης της ακτινολογίας στο ΓεΣΥ, με κίνδυνο τον τερματισμό της λειτουργίας των υψηλών προδιαγραφών ακτινολογικών κέντρων, καθώς και για τα νομοσχέδια ή στρατηγικές τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη, και αφορούν την ακτινολογία, ζητώντας και την δική σας συμβολή». Στην εν λόγω επιστολή, η επιστημονική εταιρεία των ακτινολόγων κάνει αναφορά στα διάφορα νομοσχέδια που βρίσκονται σε εκκρεμότητα, περιλαμβανομένου και του νομοσχεδίου που θα ρυθμίζει την λειτουργία των ακτινοδιαγνωστικών κέντρων στην Κύπρο. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Το 54% των δικαιούχων ΓεΣΥ προτιμά έμπειρους ΠΙ

Σε δεύτερη επιστολή της, προς τον ΟΑΥ αυτή τη φορά, που στάλθηκε την Τετάρτη η Ακτινολογική Εταιρεία αφήνει σαφείς αιχμές κατά γιατρών άλλων ειδικοτήτων. 

«Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες και υποδείξεις της Ακτινολογικής Εταιρείας για τον έλεγχο των καταχρήσεων ακτινολογικών εξετάσεων, δεν έχουμε διαπιστώσει καμία ενέργεια από πλευράς ΟΑΥ η οποία να έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στον περιορισμό αυτών. Έχουμε επισημάνει ως Ακτινολογική Εταιρεία πολλές λανθασμένες ενέργειες, όπως το να επιτρέπεται στον γιατρό να εκδίδει παραπεμπτικά διαφορετικών ακτινολογικών εξετάσεων για το ίδιο πρόβλημα ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα πολλές φορές κάποιες από τις εξετάσεις αυτές να είναι αχρείαστες ή το να επιτρέπεται η εκτέλεση απεικονιστικών εξετάσεων σε γιατρούς μη ειδικούς στην απεικόνιση οι οποίοι για να καλύψουν την ανασφάλεια των αποτελεσμάτων τους εκδίδουν παραπεμπτικά για περαιτέρω πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, αυξάνοντας κατακόρυφα τις παραπομπές και το κόστος».  

Στο πλαίσιο του ΓεΣΥ, αναφέρει η επιστημονική εταιρεία, «επιτρέπεται η ίδρυση-ιδιοκτησία και λειτουργία ακτινολογικών διαγνωστικών κέντρων από μη γιατρούς ακτινολόγους και εσείς προχωράτε σε συμβάσεις με αυτούς, οι οποίοι αυτοπαραπέμπουν αχρείαστες εξετάσεις στα δικά τους κέντρα».

«Έχουμε επισημάνει ότι η αύξηση των παραπομπών οδηγεί στη μείωση της ποιότητας των ακτινολογικών εξετάσεων με αντίκτυπο και στην ορθότητα των διαγνώσεων λόγω της υπερφόρτωσης των ακτινολόγων σε περιστατικά, με 12ώρα εργασίας καθημερινά για να ανταπεξέλθουν. Με την συνεχόμενη μείωση της τιμής αποζημίωσης των ακτινολογικών πράξεων και την επερχόμενη αύξηση των επιτοκίων, τα ακτινολογικά κέντρα, ειδικά αυτά με υψηλή τεχνολογία δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και θα αντιμετωπίσουν άμεσα θέμα βιωσιμότητας». 

Οι διαμαρτυρίες των ακτινολόγων σε ό,τι αφορά την πτώση της τιμής μονάδας στη βάση της οποίας πληρώνονται εξαιτίας του αυξημένου αριθμού παραπεμπτικών που εκδίδονται από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, φαίνεται να κρίνονται δικαιολογημένες από τον ΟΑΥ ο οποίος όπως ανέφερε στον «Φ» ο διευθυντής του οργανισμού Κωνσταντίνος Παναγίδης, «έχει αρχίσει τη διεξαγωγή έρευνας η οποία έχει μάλιστα προχωρήσει και κάποιοι γιατροί με αυξημένα παραπεμπτικά για ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις έχουν ήδη κληθεί να δώσουν απαντήσεις στον οργανισμό». 

Στο μικροσκόπιο, σε πρώτη φάση, είπε, βρίσκονται γιατροί τριών ειδικοτήτων: Ορθοπεδικοί, νευρολόγοι και νευροχειρουργοί που είναι οι ειδικότητες με τα περισσότερα παραπεμπτικά για ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις. 

Υπό διερεύνηση έχουν τεθεί γιατροί οι οποίοι βάσει των δεδομένων που προκύπτουν από το λογισμικό του ΓεΣΥ έχουν επανειλημμένως εκδώσει παραπεμπτικά για μαγνητική τομογραφία ή αγγειογραφία σε συγκεκριμένους ασθενείς τους. «Εμπειρογνώμονες που μας βοηθούν ελέγχουν αυτές τις περιπτώσεις για να δούμε εάν τεκμηριώνεται η ανάγκη για επαναλαμβανόμενη παραπομπή ενός ασθενούς ή όχι». 

Οι γιατροί, όπως εξήγησε ο κ. Παναγίδης, «ομαδοποιήθηκαν για να διευκολυνθεί η διαδικασία της διερεύνησης και έχει αυτή τη στιγμή ολοκληρωθεί η μελέτη για 20 περίπου γιατρούς. Κάποιοι από αυτούς έχουν λάβει και ενημερωτική επιστολή και τους ζητήσαμε τις δικές τους απόψεις για τα ευρήματα μας». 

«Είναι γεγονός», είπε ο διευθυντής του ΟΑΥ, «ότι οι ακτινολόγοι δεν μπορούν να βλέπουν την τιμή μονάδας στη βάση της οποία πληρώνονται να πέφτει επειδή κάποιοι γιατροί άλλων ειδικοτήτων εκδίδουν μεγάλο αριθμό παραπεμπτικών για ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις. Παράλληλα, το γεγονός ότι έχουμε τόσο μεγάλο αριθμό παραπεμπτικών για αυτές τις εξετάσεις μας προβληματίζει και εμάς και για αυτό άλλωστε μπήκαμε στη διαδικασία αυτής της έρευνας». 

Η διερεύνηση των παραπεμπτικών για ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις θα έχει και συνέχεια ενώ στις προθέσεις του ΟΑΥ είναι να επεκταθεί ο έλεγχος και σε άλλες ιατρικές ειδικότητες. 

Το 2024 θα προωθηθεί το νομοσχέδιο 

Στην επιστολή τους προς τη Βουλή για το θέμα της νομοθεσίας που θα ρυθμίζει τη λειτουργία των ακτινοδιαγνωστικών κέντρων, οι ακτινολόγοι αφού χαιρετίζουν την ενέργεια της υπουργού Υγείας να προχωρήσει στην προώθηση της ετοιμασίας του σχετικού νομοσχεδίου, εκφράζουν την ελπίδα ότι «δεν θα υπάρξουν και δεν θα επιτραπούν οι παρεμβάσεις από μη αρμόδια άτομα ή για αλλότρια συμφέροντα στο έργο της υλοποίησης του νομοσχεδίου». 

Όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση της την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή η υπουργός Υγείας Πόπη Κανάρη, «προχωρήσαμε πρόσφατα σε αγορά υπηρεσιών από νομικό σύμβουλο για τη σύνταξη του νομοσχεδίου για τα ακτινοδιαγνωστικά κέντρα τέλος Απριλίου 2023 και αναμένεται να ολοκληρωθεί τέλος Ιουλίου 2023». Το νομοσχέδιο, «θα καλύπτει τους όρους και τις διαδικασίες κατά την ίδρυση και λειτουργία τέτοιων ιατρικών διαγνωστικών κέντρων /εταιρειών». 

Από πλευράς βουλευτών, εκφράστηκε, κατά τη συνεδρίαση στην επιτροπή Υγείας της Βουλής η άποψη ότι η διαδικασία πρέπει να επισπευστεί ώστε το νομοσχέδιο να κατατεθεί για συζήτηση και ψήφιση του πριν το τέλος του χρόνου. 

Υπενθυμίζεται ότι η ανυπαρξία νομοθεσίας που να διέπει τη λειτουργία ακτινοδιαγνωστικών κέντρων απασχόλησε την κοινοβουλευτική επιτροπή και πριν από ένα χρόνο. Κατά τη διάρκεια εκείνης της συνεδρίασης είχαν διατυπωθεί καταγγελίες για ακατάλληλους και παλιάς τεχνολογίας εξοπλισμούς οι οποίοι δίνουν αποτελέσματα αμφιβόλου αξιοπιστίας. 

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Πρέπει να μας εξετάσουν ως λαό

Αν δεν κάνω λάθος, η πρώτη φορά που έγραψα για τον τεράστιο αριθμό ακτινοδιαγνωστικών εξετάσεων που διενεργούνται στην Κύπρο, ήταν το 2006 όταν λειτούργησε το νέο νοσοκομείο Λευκωσίας. Τα χρόνια που ακολούθησαν αρκετές φορές τόσο στη Βουλή όσο και στον δημόσιο διάλογο, έγιναν αναφορές για τον τεράστιο αριθμό μαγνητικών και αξονικών τομογράφων που διαθέτει η Κύπρος σε σχέση με τον πληθυσμό της. Για κάποια περίοδο μάλιστα ο αριθμός ασθενών που βρίσκονταν στη λίστα αναμονής του μαγνητικού τομογράφου του νοσοκομείου Λευκωσίας ξεπέρασε τις 10.000. Αναφορές για αυτό το παράδοξο που παρατηρείται στην Κύπρο γίνονται σχεδόν κάθε χρόνο και στις ευρωπαϊκές εκθέσεις για την Υγεία. Αυτή τη στιγμή η Κύπρος που μόλις και μετά βίας φθάνει το 1 εκατομμύριο πληθυσμού λειτουργεί διψήφιος αριθμός μαγνητικών τομογράφων και οι λίστες αναμονής καλά κρατούν. Μια γενική εξέταση μας χρειάζεται.