Στο Ανώτατο Δικαστήριο πήραν το θέμα της μη παραχώρησης κυπριακής υπηκοότητας Τουρκοκύπριοι που είναι νυμφευμένοι με έποικους, ή παιδιά εποίκων, ωστόσο οι αιτήσεις τους απορρίφθηκαν.

Το Δικαστήριο τους έδειξε πως αρμόδιο για να εξετάσει το αίτημά τους είναι το Διοικητικό Δικαστήριο, αφού κρίθηκε ότι δεν είναι απάτριδες όπως υποστηρίζουν, αφού όλοι έχουν τούρκικη υπηκοότητα.

Το θέμα της αναγνώρισης των Τ/κ που είναι νυμφευμένοι με Τούρκους και ζουν στα κατεχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία ηγέρθη αρκετές φορές και πρόσφατα έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο. Συνολικά 16 Τ/κ με αίτησή τους ζήτησαν από το Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος mandamus, προς «το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και/ή τον υπουργό Εσωτερικών και/ή το Υπουργικό Συμβούλιο, που να διατάσσει τη θέσπιση συγκεκριμένης διαδικασίας με καθορισμένα κριτήρια και/ή όρους με την οποία να αναγνωρίζει τα άπατρις παιδιά (stateless) σύμφωνα με τη Διεθνή Συνθήκη για άπατρις άτομα του 1954 και του 1961 (Statelessness Convention) και/ή σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».

Σύμφωνα με το Εφετείο, οι αιτητές στην παρούσα αίτηση, ουσιαστικά, 16 τον αριθμό, γεννήθηκαν κάποιοι πριν και κάποιοι μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Διατείνονται δε, ότι είναι παιδιά ή απόγονοι Κυπρίων πολιτών από τη μια πλευρά και Τούρκων υπηκόων από την άλλη πλευρά. Στη βάση αυτή, αποτάθηκαν στην αρμόδια Αρχή για να εγγραφούν ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπέβαλαν, ο κάθε ένας την αίτηση του, συναφώς, με βάση τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, (Ν.141(Ι)/2002), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Δεν έλαβαν, όμως, οποιαδήποτε απάντηση σε αυτή και ούτε τους έχει αποδοθεί η πιο πάνω ιδιότητα μέχρι στιγμής.

Κάποιων, η αίτηση, τέθηκε σε λίστα, προκειμένου να εξεταστεί εν καιρώ, ενώ για κάποιους ούτε και αυτό έχει συμβεί, λόγω ανεπαρκών στοιχείων για την περαιτέρω προώθηση της. Οι ίδιοι, θεωρούν τους εαυτούς τους απάτριδες, τη δε Δημοκρατία ως παραλείπουσα να εκπληρώσει την υποχρέωση της να τους απονέμει την εν λόγω υπηκοότητα.

Όπως σημειώνεται στην απόφαση, οι αιτητές αναγνωρίζουν πως η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν προσχώρησε στις πάνω Διεθνείς Συμβάσεις. Επιπρόσθετα, σημειώνεται πως οι αιτητές, πλην ενός, έχουν τουρκική υπηκοότητα, επειδή, προφανώς, ο ένας γονέας τους ή και οι δύο είναι τούρκοι υπήκοοι. Επομένως, δεν είναι απάτριδες, όπως διατείνονται. Ούτε αναφέρθηκε κατά πόσο κινδυνεύουν να απωλέσουν την τουρκική υπηκοότητά τους και να περιέλθουν υπό τέτοιο καθεστώς, που βεβαίως, είναι άσχετο το θέμα αυτό, για σκοπούς της παρούσας αίτησης. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση ανήλικης η οποία γεννήθηκε στην Κύπρο (στο Στρόβολο) και είναι κυπριακής καταγωγής, εξ αρρενογονίας.

Όπως διαπιστώνει ο δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής, όλοι οι αιτητές στην παρούσα υπόθεση, πλην ενός, δεν είναι απάτριδες. Στο πλαίσιο της, υπό εξέταση, κοινής αίτησής τους έχουν όλοι πλην ενός, δηλώσει ότι είναι κάτοχοι τουρκικής υπηκοότητας. Κατά συνέπεια, ουσιαστικά, η αίτηση καθενός από αυτούς προς την αρμόδια Αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι για να τους παραχωρηθεί η κυπριακή υπηκοότητα, ενώ είναι Τούρκοι υπήκοοι. Συνεπώς, η πράξη της αρμόδιας Αρχής για απόρριψη της αίτησης κάποιων από αυτούς, ή η παράλειψη για ανταπόκριση της σε αυτή, εμπίπτει στον έλεγχο του Διοικητικού Δικαστηρίου. Τέλος διαπιστώνει ότι δεν τίθεται θέμα παράλειψης θέσπισης τεκμηρίων προς εξέταση της ιδιότητας των αιτητών ως απάτριδων, εν πάση περιπτώσει.