Τραγικές  είναι οι μαρτυρίες ανθρώπων που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, όπως αποτυπώθηκαν τότε, τις μέρες του ολέθρου και της συμφοράς: «Με κακοποίησε κτυπώντας με σε διάφορα μέρη του σώματος μου, με κλωτσιές και με την χρήση μαστιγίου. Καθ’ όλον το διάστημα αυτό εγώ ήμουν δεμένος με χειροπέδες και τα χέρια πίσω. Αφού εξαντλήθηκα σχεδόν τελείως από το ξύλο και τις κλωτσιές με επήρε και με μετέφερε και πάλιν στο κελί μου…»

Για τρεις μήνες ένας ελλαδίτης λοκατζής, νυμφευμένος στο Πελλαπάις έμεινε εγκλωβισμένος στην Κερύνεια και το  Πελλαπάις. Πρόκειται για τον Μιχαήλ Φραγκόπουλο, 29 χρόνων τότε, ο οποίος ήταν από τους πρώτους εθνοφρουρούς της Κύπρου δεδομένου ότι από την 1 Ιανουαρίου 1966 είχε έλθει στην Κύπρο με τις ελλαδικές δυνάμεις που έφθαναν μυστικά στην Κύπρο για να βοηθήσουν τότε τη χώρα μας να αποκρούσει  τουρκική εισβολή.

Η τύχη, όμως, τα έφερε αλλιώς και ο Φραγκόπουλος νυμφεύθηκε στην Κύπρο, εγκαταστάθηκε στο Πελλαπάις, έκαμε οικογένεια, και όταν άρχισε η τουρκική εισβολή οκτώ χρόνια μετά, δεν έκαμε πίσω. Όμως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα και μαζί με τους άλλους υποχώρησε προς την Κερύνεια όπου έμεινε μόνος για δύο μήνες σε μια ακατοίκητη οικία. Στη συνέχεια σαν γνήσιος λοκατζής έφυγε και μέσα από τις τουρκικές γραμμές κατέληξε στο σπίτι του στο Πελλαπάις όπου έμεινε εγκλωβισμένος για άλλον ένα μήνα.

Ας δούμε τη μαρτυρία του Μιχαήλ Φραγκόπουλου, 29 χρόνων τότε, όπως την κατέγραψε ο υπαστυνόμος Δ. Ζάκου στις 21.2.1975:

«Είμαι Έλλην υπήκοος και αφίχθην εις Κύπρον την 1.1.1966 ως στρατιώτης διά την Εθνικήν Φρουράν. Την 1.10.1967 ενυμφεύθην την Μαρίαν Χριστοδούλου Ρουσή εκ Πελλαπάις επαγγελλόμενος τον κτίστην φροντίδι του εργολάβου Ανδρέα Καλλή εκ Κυρηνείας.Την 20.7.74 το πρωί, η γυναίκα μου με ξύπνησεν διά να μου αναφέρη ότι τουρκικά αεροπλάνα εβομβάρδιζαν την περιοχήν Κυρηνείας. Αμέσως εγώ εσηκώθηκα και αφού πήρα τα δύο μωρά μου και την σύζυγον μου, τους μετέφερα εις την άκραν του χωρίου εντός της οικίας κάποιου Τοφή από το Πελλαπάις. Ακολούθως εγώ μετέβην εις 33ην Μοίραν Καταδρομών ήτις ευρίσκετο εις Πελλαπάις και κατετάγην ως εθελοντής.

Απ’ εκεί εξεκινήσαμεν διά την Κυρήνειαν και εν συνεχεία εις την περιοχήν Αγίου Γεωργίου διά να αποκόψωμεν την προέλασιν των ήδη αποβιβασθέντων εις την ξηράν τουρκικών στρατευμάτων. Λόγω μεγάλου αριθμού αρμάτων μάχης και υπεροχής του εχθρού ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν. Εγώ συγκεκριμένως κατηυθύνθην εις Κυρήνειαν, όπου εισήλθα εντός ακατοικήτου, κατ’ εκείνην την στιγμήν, οικίας. Διά τους άλλους συναδέλφους στρατιώτες της περιοχής δεν δύναμαι να αναφέρω ο,τιδήποτε διότι πρώτον μού ήσαν άγνωστοι και δεύτερον εις την οπισθοχώρησιν ο καθένας επήρεν τον δικόν του δρόμον.

Η οικία αυτή ανήκει εις κάποιον Γρηγόρην εκ Κυρηνείας και ευρίσκεται απέναντι της κεντρικής αποθήκης των χαρουπιών. Εις την εν λόγω οικίαν παρέμεινα μόνος δύο μήνας και δέκα ημέρας περίπου. Διαρκούντος του ως άνω χρονικού διαστήματος δεν εξήλθα της εν λόγω οικίας παρά μόνον  μίαν νύκταν ότε επήγα εις διπλανήν οικίαν διά να προμηθευθώ τρόφιμα.

Εντός της οικίας εις την οποίαν διέμενα εισήρχοντο και Τούρκοι, αλλά κανείς δεν με είδεν λόγω του ότι εκρυβόμουν μέσα εις το σέντε άνωθι του μπάνιου. Η εν λόγω οικία ελεηλατήθη υπό των Τούρκων ως και αι άλλαι οικίαι τας οποίας ήμουν εις θέσιν να δω από το μικρόν παράθυρον του σέντε.

Μετά την πάροδο των δύο μηνών και δέκα ημερών περίπου, λόγω του ότι τα λιγοστά τρόφιμα είχαν λείψει ηναγκάσθην να κατέλθω του κρυψώνος μου και αφού διέλαθα της προσοχής του εχθρού κατηυθύνθην εις το χωρίον Πελλαπάις δίχως να γίνω αντιληπτός από κανέναν.Εν συνεχεία επήγα στο σπίτι μου εις Πελλαπάις, όπου ευρίσκετο η σύζυγος μου με τα δύο τέκνα μου και ο κουνιάδος μου μαζί με την γυναίκα του και τα παιδιά του ως επίσης και την κουνιάδα του Ευγενούλλα από την Κυρήνειαν. Εκεί παρέμεινα περίπου έναν μήνα δίχως να γίνω αντιληπτός από κανέναν άλλον, εκτός από την σύζυγο μου, τον κουνιάδο μου και την σύζυγο του. Απ’ εκεί μέσω του Ερυθρού Σταυρού ειδοποιήσαμεν την Ελληνικήν Πρεσβείαν διά να με βοηθήση να βγω έξω από την περιοχήν.

Ο κουνιάδος μου όμως, ο οποίος τυγχάνει φίλος του κ. Ανθίμου Χριστοδούλου εκ Πέλλαπάις, τον οποίον Ανθιμον οι Τούρκοι διώρισαν μουχτάρη του χωριού, του το ανέφερεν με σκοπόν να με βοηθήση μέσω τουρκοκυπρίων αστυνομικών. Ο Ανθιμος τότε το ανέφερεν εις τον υπεύθυνον αξιωματικόν της Αστυνομίας εις Κυρήνειαν, όστις του υπεσχέθη ότι θα με βοηθήση, να παραμείνω εις το σπίτι μου.

Αντί τούτου, όμως, κάποιος τουρκοκύπριος αστυνομικός, με επεσκέφθη εις την οικίαν μου συνοδευόμενος υπό των Ανθίμου και κουνιάδου μου. Ο εν λόγω τουρκοκύπριος αστυνομικός μου είπεν και τον ακολούθησα και με μετέφερεν εις την Αστυνομίαν Κυρηνείας.

Σε κελί στο Σεράι

Απ εκεί, αφού κάποιος τουρκοκύπριος αστυνομικός με πολιτικά με ανέκρινεν χωρίς να μου κάμουν τίποτε με μετέφερεν εις τον Κεντρικόν Αστυνομικόν Σταθμόν Σεραγίου εις Λευκωσίαν. Θα ήτο 5 ή 6 του μηνός Νοεμβρίου 1974.

Εκεί εις τον σταθμόν Σεραγίου ο τουρκοκύπριος αστυνομικός εκ Πελλαπάις με παρέδωσεν εις άλλους αστυνομικούς και ο ίδιος ανεχώρησεν διά Κυρήνειαν. Ακολούθως με έβαλαν μέσα εις ένα κελί, αφού μου έφεραν λίγο ψωμί με έναν πιάτο σούπα κρύαν διά να φάγω. Θα ήτο περίπου η ώρα 8-8.30 το βράδυ.

Την άλλην ημέραν το πρωί κάποιος τουρκοκύπριος αστυνομικός με επήρεν από το κελί μου και με οδήγησε εις άλλον δωμάτιον άνωθι των κελιών, το οποίον εχρησιμοποιείτο ως ανακριτήριον.

Εκεί αφού εκαθήσαμεν μίαν ώραν περίπου και μου επήρεν κατάθεσιν εν σχέσει με το τι έκανα προηγουμένως με εκακοποίησεν κτυπώντας με στα διάφορα μέρη οτυ σώματος μου, τόσον με κλωτσιές όσον και με την χρήσιν μαστιγίου. Καθ’ όλον το διάστημα αυτό εγώ ήμουν δεμένος με χειροπέδες και τα χέρια προς τα οπίσω. Αφού εξαντλήθηκα σχεδόν τελείως από το ξύλον και τις κλωτσιές με επήρεν και με μετέφερεν και πάλιν εις το κελί μου. Σε καμίαν άλλην περίπτωσιν δεν με επήραν δι’ ανάκρισιν ούτε με εκτύπησαν άλλην φοράν.

Το φαγητό που μας έδιδαν ήτο σχετικά καλόν, δηλαδή εν κομμάτι ψωμί με λίγες ελιές και ένα τσάι ως πρόγευμα και ένα πιάτο μικρό φαγητό το μεσημέρι και το βράδυ, το οποίον αποτελείτο από λίγα ρεβίθια ή ρύζι ή φιδές, φασόλια κλπ.

Λόγω του είδους των κελιών και της τακτικής, η οποία ακολουθείται από τους δεσμοφύλακας σε καμίαν περίπτωσιν δεν είδα κανένα άλλον ελληνοκύπριο κρατούμενο. Μόνον σε μίαν περίπτωσιν όταν επήγα εις τον νιπτήρα συνήντησα τον στρατιώτη Ποντικόν εκ Μόρφου, το οποίον δεν εκατάλαβα εκείνην την στιγμήν εάν ήτο ελληνοκύπριος.

Τον εν λογω στρατιώτην ανεγνώρισα την ημέραν της απολύσεως μας δηλαδή την 20ην Νοεμβρίου όταν μας έβγαλαν από τα κελιά διά να μας μεταφέρουν εις τον ελληνικό τομέα. Σε καμία άλλην περίπτωσιν δεν είδα ούτε άκουσα να κρατείται κανείς άλλος εις τον Αστυνομικό Σταθμό Σεραγίου. Εγώ απελύθην μετά των Κάϊζερ, Ποντικού, Κλεάνθη από τη Λακατάμια και κάποιον άλλον του οποίου το όνομα δεν γνωρίζω. Τους ανωτέρω είδα μόνον την ημέρα της απολύσεως μας ήτοι την 20.11.1974».