Εξοικειωμένο με την τεχνολογία και τα social media είναι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα της ΚΕΑΝ, το 90% του συνολικού πληθυσμού των Ελληνοκυπρίων είναι χρήστες του διαδικτύου και το 87% είναι χρήστες των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.

Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της έρευνας το 55% των χρηστών, ξοδεύουν πάνω από 3 ώρες την ημέρα στα ΜΚΔ.

Το μέσο που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι το Instagram με 87%, ακολουθεί το Facebook με 81% και το Tik Tok με 45%.

Σε ερώτηση σε πολίτες που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 18-24, αν χρησιμοποιούν ή όχι τα ΜΚΔ, μόνο το 5% απάντησε αρνητικά, ενώ όσον αφορά την ηλικιακή ομάδα 25-35 μόνο το 2% απάντησε αρνητικά. Όσον αφορά το φύλο μόνο το 6% των ανδρών απάντησε πως δεν κάνει χρήση των social media, ενώ μόνο το 1% των γυναικών ανέφερε πως δεν χρησιμοποιεί πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.

Στην ερώτηση, «τι είδους περιεχόμενο μοιράζεστε συνήθως στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης», το 78% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησαν πως αναρτούν φωτογραφίες και βίντεο της προσωπικής τους ζωής.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το στοιχείο πως σχεδόν οι μισοί χρήστες των ΜΚΔ χρησιμοποιούν φίλτρα στις αναρτήσεις τους, ενώ 4 στους 10 ομολογούν ότι η χρήση φίλτρων έχει αρνητικό ή πολύ αρνητικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμησή τους.

Παράλληλα το 83% απάντησε πως ελέγχει τους λογαριασμούς του για νέα likes ή σχόλια, ενώ 1/10 ανάφερε ότι έχει νιώσει πίεση να παρουσιάσει μια συγκεκριμένη εικόνα στα ΜΚΔ, προκειμένου να λάβει περισσότερα likes, αναδεικνύοντας τις επιδράσεις των likes στον τρόπο που παρουσιάζεται.

Σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι το ότι 1 στους 5 νεαρούς πιστεύει ότι ο αριθμός των likes επηρεάζει την αυτοεκτίμησή του, ενώ 3 στους 10 νεαρούς ομολογούν ότι συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους στα ΜΚΔ.

Όσον αφορά τη διαδικτυακή παρενόχληση 3 στους 10 έχουν βιώσει ή παρατηρήσει σεξουαλική παρενόχληση.

Η έρευνα Let’s Get Real διενεργήθηκε από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και την IMR για λογαριασμό της ΚΕΑΝ τον Απρίλιο και Μάϊο της φετινής χρονιάς σε δείγμα 1000 ατόμων παγκύπρια. Στην έρευνα έλαβαν μέρος άτομα από 18-35 ετών και η συλλογή δεδομένων έγινε μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων και τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου.